Τέλη Φθινοπώρου

Τέλη Φθινοπώρου Facebook Twitter
0

Επιτέλους βρέχει. Όλο το Σαββατοκύριακο μέσα, με πολωνικά dvd, το Φύλλα από το βιβλίο του Σατανά του Ντράγιερ, τα Τέλη του Φθινοπώρου του Όζου, με αυτή την ηθοποιό που μου ραγίζει την καρδιά με τη λεπτότητά της, τη Σετσούκο Χάρα.

Το σύνηθες θέμα κι εδώ. Είναι χήρα, παντρεύει τη μοναχοκόρη της, και στην τελευταία σκηνή, μετά το γάμο, τακτοποιεί το δωμάτιό της και πέφτει να κοιμηθεί για πρώτη και οριστική φορά μόνη. Την ώρα που διπλώνει ένα ρούχο, σταματά, κάτι σκέφτεται, και χαμογελά. Η άχνα μιας πίκρας που δεν δηλώνεται, η γνώση των κανόνων της ζωής και η ευγενική μέθοδος να τους αντιμετωπίζεις (με αξιοπρεπή συντριβή; Τι άλλο;), οι σκιές από τα φύλλα ενός δέντρου στο άδειο δωμάτιο, τα έπιπλα κινηματογραφημένα από χαμηλά σαν να βαριανασαίνουν - δημιουργούν έναν βαθύ λυρισμό, οργανωμένο αυστηρά και μόλις ρυτιδωμένο από το συναίσθημα, όπως οι επάλληλες καμπύλες στους κήπους του ζεν.

Βλέπω πολλά dvd ξανά αυτές τις μέρες και είμαι άκεφος. Η Αθήνα ώρες ώρες μου φαίνεται μια επαρχιώτικη τρύπα, μια λακκούβα, σωστότερα, γεμάτη αμόρφωτους και αγενείς ανθρώπους. Δεν είναι μια πόλη φιλική, με φιλόξενα μέρη όπου μπορείς να χουζουρέψεις, να διαβάσεις μια εφημερίδα, να γράψεις, να κάνεις τα χαλαρά σου ραντεβού. Αν πας λίγες μέρες έξω και γυρίσεις απροετοίμαστος, θα φρικάρεις με την παρακμή της. Πόλη εχθρική και για τους νέους και για τους γέρους. Μόνο τα κτήνη που τη διαχειρίζονται, τα αρπακτικά της «παραγωγικής διαδικασίας», νιώθουν καλά έτσι όπως την πουλάνε και την αγοράζουν, έτσι όπως τη διαμερίζονται ακόμα μια φορά, με τη μαφιόζικη μέθοδο των προγόνων τους.

Όμορφο, φθινοπωρινό βραδάκι χθες, φύγαμε νωρίς απ’ τη δουλειά και βολτάραμε εκεί που η Αθηνάς κοντεύει την Ερμού. Καταπληκτικός δρόμος, με δεκάδες επιχώσεις ιστορικές - πίσω απ’ τις ακακίες πολυκατοικίες αρ νουβό, νεοκλασικά περιέργως καλαίσθητα, ένα κολοβό τζαμί, ένα αρχαίο τείχος, ο λόφος της Ακρόπολης. Κόσμος πάει κι έρχεται, εξημμένος από το πρώτο κρύο, πλυμένα τα ταξί, σαν λεμόνια με ρόδες, ένα πλήθος με ταραγμένα μαλλιά και έκπληκτα μάτια, πεινασμένα και μαύρα, φωνές, φωνούλες, κραυγές. Περπατούσαμε άσκοπα «μιλώντας για τον Μικελάντζελο», κι ούτε ένα καφέ δεν υπήρχε να κάτσουμε να δούμε το υπερθέαμα της Ερμού το βράδυ, ψιλοχαμογελώντας σαν τις χήρες του Όζου. Σκοτεινά κτίρια, μια αποφορά από τη Βαρβάκειο, μια αίσθηση ότι η ορμή των ανθρώπων εδώ δεν γονιμοποιείται και δεν ανθίζει. Μένει κλειστή και φοβική μέσα της, γιατί η πόλη αυτή δεν της προσφέρει το δημιουργικό πεδίο, το τερέν του φαν, τη νυφική παστάδα. Αλλά κυνηγάει και ζηλεύει τα παιδιά της, που κι αυτά με τη σειρά τους γίνονται εγωιστές και μαλακισμένα.

Ίσως δεν θα ‘πρεπε να γράφω όταν έχω αυτήν τη διάθεση. Αύριο, υπό ένα άλλο φως, η Αθηνάς το βράδυ μπορεί να μου φανεί ένα ξεκούδουνο όνειρο! Γιατί, όμως, το Βερολίνο είναι ΠΑΝΤΑ μια πόλη μαγική και ελεύθερη, είτε στα πάνω σου είσαι είτε κόβεις φλέβες;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ