Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα παραβίασε την απαγόρευση των διακρίσεων, εφαρμόζοντας ισλαμικό θρησκευτικό νόμο σε διαμάχη κληρονομιών μεταξύ των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της χώρας.
Την καταδίκη της Ελλάδας για την εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου (Σαρία) σε υπόθεση κληρονομικής διαφοράς μεταξύ Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης αποφάσισε την Τετάρτη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Molla Sali κατά Ελλάδας (αίτηση αριθ. 20452/14), το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 (προστασία της περιουσίας) της ΕΣΔΑ.
Η υπόθεση αφορούσε στην εφαρμογή από τα ελληνικά δικαστήρια του ισλαμικού θρησκευτικού νόμου σε μία κληρονομική διαμάχη μεταξύ Ελλήνων υπηκόων που ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα, σε αντίθεση με τη βούληση του διαθέτη (ενός Έλληνα που ανήκει στη μουσουλμανική μειονότητα), ο οποίος είχε ορίσει με διαθήκη που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, τη σύζυγό του ως κληρονόμο του συνόλου της περιουσίας του.
Τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι η βούληση ήταν άνευ αντικειμένου, διότι το εφαρμοστέο στην υπόθεση δίκαιο ήταν το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο. Αποφάνθηκαν δε ότι στην Ελλάδα, ο τελευταίος αυτός νόμος εφαρμόζεται ειδικά σε Έλληνες Μουσουλμάνους.
Η κα. Molla Sali, η οποία είχε στερηθεί με τον τρόπο αυτό τα τρία τέταρτα της κληρονομιάς, ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκεύματος, καθώς εάν ο σύζυγός της δεν ήταν μουσουλμάνος, εκείνη θα είχε κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία του.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η κα Molli Sali ως δικαιούχος διαθήκης που καταρτίστηκε βάσει του αστικού κώδικα από Έλληνα μουσουλμάνο διαθέτη, σε σύγκριση με δικαιούχο διαθήκης που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από Έλληνα διαθέτη μη μουσουλμάνο δεν ήταν αντικειμενικά και εύλογα αιτιολογημένη.
Το Δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο προκειμένου να παρασχεθεί στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια.
Εντούτοις, ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για το δικαίωμα της κοινότητας σε αυτό εφαρμόζονται με τρόπο που δεν περιλαμβάνει διακρίσεις.
Επιπλέον, η άρνηση στα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να ωφεληθούν κατ' επιλογή από το κοινό δίκαιο δεν συνιστά μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση ενός πρωταρχικής σημασίας δικαιώματος στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία, μέχρι την εποχή των αναφερόμενων γεγονότων, είχε εφαρμόσει το νόμο της Σαρία σε ένα τμήμα των πολιτών της ενάντια στις επιθυμίες τους.
Αυτό ήταν ιδιαίτερα προβληματικό στην προκειμένη περίπτωση, διότι η εφαρμογή του νόμου της Σαρία είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση που ήταν επιζήμια για τα ατομικά δικαιώματα μιας χήρας που είχε κληρονομήσει την περιουσία του συζύγου της σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου, αλλά που βρέθηκε σε μία νομική κατάσταση η οποία ούτε η ίδια ούτε ο σύζυγός της επιθυμούσαν.
Με πληροφορίες από το Ascosiated Press / lawspot.gr
σχόλια