Είμαι ερωτευμένος με τον Σπύρο Στάβερη. Μ’ αρέσουν όλα πάνω του. Η τέχνη του, ο χαρακτήρας του, η κεφαλλονίτικη τρέλα του, οι αλλόκοτες πολιτικές πεποιθήσεις του (είναι τροτσκιστής! Ακόμα!). Μόνο ερωτικά δεν μου αρέσει. Έχει ένα προφίλ που συχνά μου θυμίζει γαϊδουρινό ρύγχος (έχει και το ανάλογο πείσμα) κι είναι εξαιρετικά αδύνατος, πράγμα που το βρίσκω εξόχως απεχθές. Αλλά, η καρδιά του… Παραλίγο να τα σπάσουμε, επειδή βάφτισα το παιδί του και μετά εξαφανίστηκα. Το υπερνικήσαμε και αυτό.
Επιστρέφει σε αυτό το φύλλο της LifO με μια νέα στήλη, που έχει συνταγή παλιά: το φωτορεπορτάζ της πόλης. Είναι ένα είδος φωτογραφίας που ποτέ δεν ήταν στα φόρτε του στην Ελλάδα, είτε διότι το Magnum έκλεισε τα καλύτερα σπίτια είτε διότι τα αβρά νέα παιδιά βαριούνται να πάρουν τα πόδια τους. Ο Σπύρος είναι ο πρώτος, εξ όσων θυμάμαι, που έριξε τη μαστοριά και την εκλεκτική ματιά του σε θέματα ας τα πούμε ελαφρότερα. Ως σοβαρός άνθρωπος που είναι, απέφυγε τον μιζεραμπιλισμό του Νίκου Οικονομόπουλου -πολλές φορές τα πούπουλα είναι πιο μαύρα από την πίσσα-, «οι ελαφροί ας με λένε ελαφρό…», που έλεγε και το άλλο τρελό αγόρι.
Χαίρομαι που ξαναδουλεύουμε μαζί, κυρίως διότι είμαστε οικογένεια. Έχουμε ζήσει δεκαετίες μαζί, σμίξαμε με ανθρώπους, δουλέψαμε σε πολλά περιοδικά με τρελό δόσιμο, γελάσαμε σαν μόγγολα, αλητέψαμε με ένα σκούτερ δίχως φράγκο στα χειρότερα του Πειραιά (Φτάνουνε για μια μπίρα, Σπυράκη;), θάψαμε ανθρώπους (το πιο γλυκό κορίτσι της ζωής μας) και τους πενθήσαμε μήνες σε ασφυκτικά δωμάτια με τα παντζούρια κατεβασμένα. Και μετά είδαμε πάλι τη μέρα αλλιώς, και ξαναορμήσαμε λυσσασμένοι κι αμνήμονες στην αγορά - πάντα φίλοι, πάντα συνεργάτες σιαμαίοι που δεν χρειάζεται ποτέ να εξηγούνε τίποτα, διότι όλα είναι ήδη εννοημένα.
Ζορίστηκα φέτος το χειμώνα. Αλλά τώρα πάλι όλα γίνονται απλά. Είναι να απορείς με τα αποθέματα του ανθρώπου. Εκεί που όλα πάνε να σβήσουν, και βαριέσαι και αδιαφορείς, το σώμα σου ζητάει τα ρέστα - τα μάτια, το στομάχι, το δέρμα (που δεν είναι ρούχο αδειανό, κι ας λένε…). Μάτια φουσκώνουν στα ξύλα του κήπου, φιλίες εν υπνώσει ανθίζουν ξανά. Σηκώνεις το τηλέφωνο και κάποιος σου τραγουδάει από ένα μπαρ του Σάο Πάολο - ένα γλυκό σαουδάδε…
Δεν είναι αυτονόητος αυτός ο ήλιος, αυτή η άνοιξη, ο φίλος που ήρθε πάλι να κάνουμε παιχνίδι. Παραλύω μες στην αιφνίδια καλοσύνη της ζωής…
σχόλια