Οι Αθηναίοι θυμίζουν τους ναυτικούς της πολύ παλιάς εποχής: μια και τα λεφτά τους δεν φτάνουν για να αγοράσουν κάτι χρήσιμο, τα ξοδεύουν για αλκοόλ στο πρώτο λιμάνι. Οι Αθηναίοι τα ξοδεύουν στα μπαρ.
Η Αμερική έχει μία πόλη που δεν κοιμάται ποτέ κι αυτή είναι, φυσικά, η Νέα Υόρκη. Λέω «φυσικά» γιατί οι Αμερικανοί είναι μανούλες στο marketing και δεν υπάρχει πέτρα που δεν ξέρει αυτό το σλόγκαν. Θα τολμήσω να κάνω μία βέβηλη δήλωση και θα πω ότι η Αθήνα μπορεί να κοντράρει τη Νέα Υόρκη στην αϋπνία. Αυτοί είναι 298 εκατομμύρια κι εμείς 10.
Δεν είναι ζήτημα μαγκιάς ούτε ζήτημα κωστοπουλαίικης περηφάνιας των '90s. Είναι απλώς γεγονός. Μεγάλες πόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Βαρκελώνη έχουν νυχτερινή ζωή φυσικά, όμως σπάνια θα βρεις εστιατόρια μετά τις 11, όπως σπάνια θα βρεις μπαρ μετά τις 3. Στο Λος Άντζελες στις 2 θα σου αρπάξουν σεκιουριτάδες το ποτό από το χέρι. Μπορείς να συνεχίσεις στα κλαμπ της συμφοράς. Δεν μπορείς, πάντως, να βρεις κάπου να κάτσεις για να πιεις «ένα τελευταίο ποτό».
Η κουλτούρα της αϋπνίας έχει κι άλλα, μοναδικά χαρακτηριστικά που δεν βρίσκεις σε άλλες πόλεις τόσο απλόχερα. Στην Αθήνα δεν υπάρχουν οι μεζούρες, είναι όλα στο χέρι του μπάρμαν (κυριολεκτικά). Υπάρχει περίπτωση να σε κεράσουν ποτό ακόμα κι αν δεν σε ξέρουν, μόνο επειδή βρίσκεσαι με κεφάτη παρέα. Υπάρχει περίπτωση να μείνεις στο τέλος να λες ιστορίες με το αφεντικό, αναλύοντας την κρίση. Τα κεράσματα, οι εκπτώσεις, τα σφηνάκια, είναι τα τυχερά που κάνουν τον κόσμο να αισθάνεται ότι δεν δίνει τα λεφτά του σε μία επιχείρηση, ενώ φυσικά εί- ναι, κι αυτή είναι η μεγάλη διαφορά σε σχέση με άλλες πόλεις. Πρόκειται για έναν κλάδο της ελληνικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας που χειρίζεται πολύ καλά το υλικό που έχει, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.
Είναι ένα μυστήριο το πώς αντέχουν οι Αθηναίοι αυτά τα ξενύχτια. Δεν δουλεύουν; Βεβαίως και δουλεύουν, και μάλιστα πολλές ώρες. Έχουν πολλά λεφτά και δεν ξέρουν τι να τα κάνουν; Ωραίο αστείο. Παλιότερα λέγαμε ότι η εξήγηση είναι ο ηδονισμός και τα πολλά λεφτά της χρυσής εποχής του χρηματιστηρίου. Σίγουρα ήταν, όμως φέτος, που περάσαμε τα πιο υποτονικά Χριστούγεννα, ο κόσμος ξενύχτησε, όπως πάντα. Λιγότεροι μεν, αλλά όχι αναλογικά με αυτά που έχουμε πάθει. Μήπως δεν θέλουμε να πάμε σπίτι για να μην αναγκαστούμε να σκεφτούμε αυτά που μας περιμένουν;
Αν υπήρχε αυτή η πόλη σε άλλη χώρα, θα ήταν πόλος έλξης του Σαββατοκύριακου. Θα ερχόταν κόσμος μόνο και μόνο για να βγει έξω. Δυστυχώς, είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν πουλιέται γιατί είναι κάπως αναξιοπρεπές. Δεν έχουμε αθλητικές εγκαταστάσεις, δεν έχουμε ποδηλατοδρόμους, έχουμε όμως μπαρ που δεν κλείνουν και φαγητό όλο το 24ωρο. Πώς να το βάλεις αυτό σε αφίσα του ΕΟΤ μαζί με τον Παρθενώνα;
Κάποτε, όμως, πρέπει να αγαπήσουμε την Αθήνα γι' αυτό που είναι κι όχι γι' αυτό που θα θέλαμε να είναι. Οι Αθηναίοι έχουν ένα παιδί πριν την εφηβεία: πρέπει να καταλάβουμε ποια είναι η κλίση του, χωρίς να του επιβάλλουμε τα δικά μας απωθημένα. Η νυχτερινή ζωή είναι μόνο ένα παράδειγμα. Την επόμενη φορά που θα φιλοξενήσετε κάποιον από το εξωτερικό και σας ρωτήσει τι μπορεί να κάνει εδώ, να είσαστε ειλικρινείς: «Θα πάμε στην Ακρόπολή και μετά θα βγούμε με τους φίλους μου για ποτά. Θα περάσουμε τέλεια».
Η καλύτερη Αθήνα. Η πόλη μάς ανήκει.
Eψαχνα να βρω φωτογραφίες από την Πρωτοχρονιά στο Σύνταγμα και δεν βρήκα τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμαστε για τις Πρωτοχρονιές μας.
Γιατί δεν βγαίνουμε σε δημόσιους χώρους την Πρωτοχρονιά; Ούτε την Πρωτοχρονιά, ούτε τον υπόλοιπο χρόνο. Ο δημόσιος χώρος είναι το εχθρικό ενδιάμεσο μεταξύ σπιτιού και προορισμού. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις εκεί, παρά μόνο να τον διασχίσεις τρέχοντας, σπρώχνοντας και βρίζοντας τους υπόλοιπους, σε μονίμως εχθρική διάθεση για το ποιος θα φτάσει πρώτος, ποιος θα παρκάρει πρώτος και θα χωθεί στην ασφάλεια κάποιου κτιρίου.
Η αλήθεια είναι ότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι και πολύ φιλόξενος. Αλήθεια είναι, αλλά το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Όποιον και να ρωτήσεις θα σου πει ότι η αγαπημένη του βόλτα είναι η Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα χωρούσες να περάσεις. Αυτό που ισχύει όμως είναι ότι δεν χωράς να καθίσεις στις καφετέριες που βρίσκονται παρακάτω.
Άρα, πού είναι το πρόβλημα; Στο ότι κανείς δεν θεωρεί ότι η Αθήνα τού ανήκει. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης νομίζουν ότι έχουν υποταχτεί στους εργολάβους, στον δήμο, στο κράτος. Πιστεύουν ότι είναι θύματα και υποχείρια των πάντων, οπότε, γιατί να ασχοληθούν με κάτι που δεν είναι δικό τους; Μόνο που δεν συμφωνούν μεταξύ τους για το ποιος είναι το κράτος... Και θυμούνται τα δικαιώματά τους κάθε φορά που δεν τους μαζεύουν τα σκουπίδια.
Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου, πάντως, είναι μοναδική περίπτωση. Η υπόλοιπη Αθήνα είναι χωρίς πεζοδρόμια, βρόμικη, με λακκούβες. Είναι, ναι. Αλλά η ζωή μίας πόλης είναι οι κάτοικοί της. Η ζωντάνια έρχεται από τους ανθρώπους, όχι από τους καθαρούς τοίχους ή τα αριστουργήματα μεγάλων αρχιτεκτόνων. Και κόσμο έχουμε πολύ!
Εγώ, πάντως, αποκλείεται να πιω μπίρα σε παγκάκι. Εντάξει, δεν χρειάζεται. Μπορείς να κάνεις μικρά βήματα: απόλαυσε τη διαδρομή. Φαντάσου ότι βλέπεις τα πάντα με μάτια τουρίστα. Όσο πιο πολύ γίνεται.
σχόλια