«Τετρακόσια χρόνια οικογενειακής ιστορίας στο θέαμα από την πλευρά και των δυο γονιών μου τελειώνει σ’ εμένα, και αν καταφέρω να προσφέρω πέντε λεπτά χαράς στον θεατή που τη χρειάζεται πολύ και δεν φαντάζεται πως θα την αποκτήσω, έχω κερδίσει τον σκοπό της ζωής μου». Η δήλωση της Λάιζα Μινέλι στον αγαπημένο της Λάρι Κινγκ στα 60 της χρόνια αποτυπώνει τη βαθύτατη, συχνά σε βαθμό απελπισίας και συχνότερα σε επίπεδο διακωμώδησης της αφελούς «όλα - πάνε - τέλεια» μανιέρας, λαχτάρα της να διασκεδάσει το κοινό, να υπηρετήσει τη showbiz που την ανέθρεψε και να αποτελεί συνεχές κομμάτι του ονείρου της ψυχαγωγίας σε βάρος της φυσικής και ψυχικής υγείας της αλλά και σε πείσμα των δυσμενών προγνωστικών και των πολλών άτυχων επιλογών της.
Κόρη δυο εξαιρετικά διάσημων γονιών, παιδί με ταλέντο και ευγένεια, μεγαλωμένη ως πριγκίπισσα του Χόλιγουντ, η Λάιζα Μινέλι επέζησε από προσωπικά αδιέξοδα, ερωτικές καταστροφές και πολλαπλά προβλήματα υγείας, και παρέα με το Oscar, τα Tony, το ειδικό βραβείο Grammy και το Emmy της, αλλά και τους χιλιάδες θαυμαστές και φίλους της, γιόρτασε, αξιοπρεπής και πάντα χαμογελαστή, τα 79α γενέθλιά της με ένα ντοκιμαντέρ εγκεκριμένο από την ίδια, το Liza: A truly terrific absolutely true story.
Λένε πως είναι πολύ εύκολο να ανοίξει η πόρτα σε προνομιούχο γόνο, αλλά σπάνιο να παραμείνει διάπλατη μετά το πρώτο βήμα. Η Λάιζα, κόρη του βραβευμένου με Όσκαρ για τον Αμερικανό στο Παρίσι και τη Ζιζί σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι, και φυσικά της Τζούντι Γκάρλαντ, της βασανισμένης Ντόροθι του Μάγου του Οζ, που έδωσε και την ψυχή της σε μεγάλες επιτυχίες, ανατράφηκε κυριολεκτικά στα πλατό. Η μητέρα της διέκρινε την κλίση της στη σκηνή και την ενθάρρυνε, προσκαλώντας τη δίπλα της σε θέατρα και συναυλίες από τις αρχές των ’60s για ντουέτα που έδειξαν πως η μικρή όχι μόνο δεν ντρεπόταν να σιγοντάρει αλλά στεκόταν επάξια δίπλα στο μικροκαμωμένο θηρίο και φανέρωνε προσωπικότητα, έστω και άγουρη ακόμα, στα πρώτα της βήματα. Στα 19 της πρωταγωνίστησε στο μιούζικαλ του Broadway, Φλόρα, η Συμφορά (Flora, the Red Menace) και παραμένει η νεότερη στην ιστορία του θεσμού που απέσπασε το Tony για τη δυναμική της ερμηνεία –θα κατακτούσε ένα ακόμη– για το The Act το 1978.
Είχε γίνει μια καρικατούρα χωρίς περιεχόμενο για τους «περαστικούς» θεατές, μια υπερβολική περσόνα από το μακρινό παρελθόν που επιμένει να απασχολεί για τους λάθος λόγους. Αυτά όμως συμβαίνουν σε περιπτώσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων και η Μινέλι δεν αποτελεί εξαίρεση, έχοντας βάλει κι εκείνη το χέρι της για να καταλήξει irrelevant, πριν από την αποκατάστασή της στο βάθρο των νικητών.
Tρία χρόνια αργότερα προτάθηκε για πρώτη φορά για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για το Πούκι (Sterile Cuckoo), αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με τη σαρωτική της απόδοση ως Σάλι Μπόουλς, την ενσάρκωση της θεϊκής παρακμής του μεσοπολεμικού Βερολίνου το 1972 στο Καμπαρέ, μία από τις τελειότερες κινηματογραφικές ερμηνείες ever, από εκείνες που δεν φαντάζεσαι καμία άλλη στη θέση της. Το ανορθόδοξο, καινοτόμο μιούζικαλ του Μπομπ Φόσι έθεσε τις βάσεις για το μοντέρνο βιντεοκλίπ, ενσωματώνοντας τις περίπλοκες χορογραφίες του στο αντιφασιστικό θέμα με περίπλοκες αποχρώσεις και ασυμβίβαστη ματιά – χάρμα ιδέσθαι, απογειωτικό και πεσιμιστικό μαζί, με ιδανικό κάστινγκ και μια αδιάκοπη ένταση που κόβεται με το μαχαίρι. Περιχαρής, η Μινέλι παρέλαβε το μοναδικό της Όσκαρ, συνοδευόμενη από τον περήφανο πατέρα της. Η κοπέλα με τα τεράστια μάτια και το ηλιόλουστο ταμπεραμέντο είχε μάθει ήδη να κρύβει καλά τη λύπη της. Στο βιογραφικό Judy που χάρισε ένα Όσκαρ στη Ρενέ Ζελβέγκερ είδαμε ανάγλυφα το πορτρέτο μιας γυναίκας με δαίμονες και τραύματα, που παρέπαιε μεταξύ δόξας και ανέχειας. Κολλημένη δίπλα της, η έφηβη που την κοιτούσε με λατρεία, μαζί με τα μικρότερα ετεροθαλή αδέλφια της, ήταν η δραματοποιημένη Λάιζα που ειδωλοποίησε τη μητέρα και σοκαρίστηκε όταν έμαθε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες ότι έφυγε από τη ζωή, καταπονημένη από την εύθραυστη υγεία και τις πολλές ουσίες, αγνώριστη, μόλις στα 47 της χρόνια – «ήμουν σίγουρη πως τα κακά μαντάτα αφορούσαν τον πατέρα μου», είχε δηλώσει τότε. Έκτοτε, μαζί με την αδελφή της Λόρνα Λουφτ δεν σταμάτησε να τιμά τη μνήμη της, τραγουδώντας τα υπέροχα κομμάτια με τη δυνατή σαν καμπάνα βιμπράτο φωνή της σε αφιερώματα και σόου. Ποτέ δεν συνέκρινε τον εαυτό της με το τραγουδιστικό Έβερεστ που ήταν η Γκάρλαντ, και ίσως αυτό να τη βοήθησε να μην εγκλωβιστεί σε μια καρμπόν, αδιέξοδη καριέρα.



Μαζί με την καταξίωση μπροστά στην κάμερα αλλά και τις πρώτες αστοχίες, όπως το προβληματικό Lucky Lady, η δεκαετία του ’70 τής έφερε επιτυχίες στο θέατρο, μια ξέφρενη έκθεση στις αδιάκριτες κάμερες και στα νυχτερινά γλέντια, με αξημέρωτα πάρτι στο Studio 54, όπου ξεφάντωνε με «ντίσκο αυταπάρνηση» μαζί με την Μπιάνκα Τζάγκερ, τον Τρούμαν Καπότε, τον Χάλστον και τον Μάικλ Τζάκσον, μαζί με άσπρα άλογα και εξίσου λευκές σκόνες. Είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο και προστατευόμενο της μητέρας της, τον Αυστραλό διασκεδαστή και τραγουδιστή Πίτερ Άλεν που παντρεύτηκε στα 21 της χρόνια, δηλώνοντας πως όλοι γνώριζαν ότι ήταν γκέι, εκτός από εκείνην.
Οι τέσσερις γάμοι της είναι συνολικά μια σχεδόν πονεμένη ιστορία, με περισσότερο επώδυνη τη σύνδεσή της με τον μάνατζερ Ντέιβιντ Γκεστ σε μια τελετή που γελοιοποιήθηκε από τα αμερικανικά media και έναν χρόνο αργότερα κατέληξε σε εκατέρωθεν μηνύσεις. Ο Γκεστ είπε πως τον ξυλοφόρτωνε, και η Μινέλι πως δεν ήξερε τι έκανε, γιατί έπασχε εν αγνοία της από εγκεφαλίτιδα και είχε μειωμένη αντίληψη και χαμηλό επίπεδο συνείδησης! Εκτός από τους πιστούς της ακολούθους, η Μινέλι είχε γίνει μια καρικατούρα χωρίς περιεχόμενο για τους «περαστικούς» θεατές, μια υπερβολική περσόνα από το μακρινό παρελθόν που επιμένει να απασχολεί, σαν περιφερόμενο απολίθωμα, για τους λάθος λόγους, κολλημένη σε ένα άκυρο στυλ. Αυτά όμως συμβαίνουν σε περιπτώσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων και η Μινέλι δεν αποτελεί εξαίρεση, έχοντας βάλει κι εκείνη το χέρι της για να καταλήξει irrelevant, πριν από την αποκατάστασή της στο βάθρο των νικητών.


Η τελευταία πραγματικά μεγάλη επιτυχία της στο σινεμά ήρθε με το διαχρονικά χαριτωμένο Άρθουρ το 1981 και τελείωσε συμπτωματικά με την εισπρακτική απογοήτευση της όχι και τόσο κακής, όσο περιττής συνέχειας του, πάντα μαζί με τον Ντάντλεϊ Μουρ τον οποίο λάτρευε για τις πλάκες και τη μουσική που μοιράζονταν συνωμοτικά, και κυρίως με το ανεκδιήγητο Rent a cop δίπλα στον Μπερτ Ρέινολντς στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι προσπάθειές της για επανάκαμψη δεν έπιασαν ποτέ. Παρά το συμπαθές, παλιομοδίτικο Stepping οut, εγκατέλειψε ακούσια και μάλλον άδοξα τη μεγάλη οθόνη.
Αντίθετα, στη σκηνή η πορεία είναι γεμάτη επιστροφές, μόνη της, σε μεγάλους και αργότερα σε μικρούς και ζεστούς χώρους, ή και με την ασφαλή συντροφιά των Φρανκ Σινάτρα και Σάμι Ντέιβις που τους είχε σαν δεύτερους γονείς, μεγαλώνοντας στην ίδια γειτονιά με το Rat Pack. Για να ξαφνιάσει ακόμη και τον εαυτό της είναι ανοιχτή σε προκλήσεις, π.χ. στην πρόσκληση των Pet Shop Boys για το υπέροχο, άξιο για ένα Grammy που ποτέ δεν κέρδισε στα ίσα, «Losing my mind», το «Mama» των My Chemical Romance ή το «Ladies» της Beyoncé στη σύντομη εμφάνισή της στο sequel του κινηματογραφικού Sex and the City – μια επίγευση του κωμικού της ταλέντου ήρθε με τον σύντομο ρόλο της Λουσίλ Οστέρο, ή δεύτερης Λουσίλ, στο Arrested development.
Liza Minnelli - Losing My Mind
Ταλαιπωρημένη από εγχειρήσεις στα γόνατα και τους γοφούς, πάντα εύκολος στόχος, όπως είδαμε πριν από μερικά χρόνια στην τελετή των Όσκαρ με το σκληρό αστείο της Έλεν ντε Τζένερις προς το πρόσωπό της, η Λάιζα με το ζ, όπως διατράνωνε το τηλεοπτικό special, μοιάζει με ένδοξο ναυαγό, πάντα εύχαρις και ευγνώμων, διακριτική με τους φίλους και τους ανθρώπους της ζωής της, συχνά παράλογα αισιόδοξη για το μέλλον, κόντρα στις βροχερές προβλέψεις και τις σκοτεινές προοπτικές, μια γυναίκα που δεν το βάζει ποτέ κάτω και είναι λες και έχει κρύψει απινιδωτή ευεξία στα σωθικά της, ακούραστη αρτίστα που δηλώνει πως δεν είναι ακριβώς χορεύτρια, τραγουδίστρια και ηθοποιός αλλά ερμηνεύτρια πάνω απ’ όλα, έτοιμη να τα δώσει όλα για το χειροκρότημα.
«Να κάνεις μια ταινία είναι εύκολο, να γυρίσεις μια ταινία είναι πόλεμος, να καταφέρεις μια πολύ καλή ταινία ισοδυναμεί με θαύμα», έχει δηλώσει ο Αλεχάντρο Ινιάριτου και κάτι τέτοιο ισχύει για το σενάριο της ζωής της Μινέλι. Το ότι γεννήθηκε στα πούπουλα στο λεγόμενο Hollywood Royalty είναι ενδιαφέρον, αλλά κοινό. Η καριέρα της ήταν ένας ασταμάτητος αγώνας με άμυνα και επίθεση, πάνω και κάτω, χαρές και λύπες, ένας πόλεμος που ξεκίνησε, και συνεχίζει, με επιθυμία και θετικό πνεύμα. Ωστόσο το ότι επιβίωσε στον χώρο με τα σχεδόν διαβολικά βλέμματα όχι μόνο των πολέμιων αλλά και όσων καταβρόχθιζαν τις φυλλάδες εξηγείται σχεδόν μεταφυσικά. Ο κολλητός της Μάικλ Τζάκσον δεν άντεξε, ενώ η άλλη καλή της φίλη, επίσης θρυλική survivor, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που τα είχε δει και ακούσει όλα, συμβούλεψε την απαρηγόρητη Μινέλι λίγο πριν εισαχθεί στο Betty Ford για αποτοξίνωση να μη διαβάζει ποτέ τι γράφεται γι’ αυτήν και να προχωρήσει ακάθεκτη, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ξεκλειδώνοντας ένα φύλλο πορείας που παραδόξως η «μικρή» δεν είχε αφομοιώσει καλά.
Το Liza: Α truly terrific, absolutely true story κάνει τη διαφορά σε σχέση με ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα σχετικά με τη ζωή και κυρίως την καριέρα της Μινέλι, στο μέτρο που εντοπίζει και φωτίζει τους ταλαντούχους μέντορες, φίλους και συνεργάτες που ενέπνευσαν το στυλ της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας. Πρώτος μεγάλος σταθμός στάθηκε η οικογενειακή της φίλη και νονά της, Κέι Τόμπσον, η ηθοποιός και συγγραφέας του πολύ επιτυχημένου παιδικού παραμυθιού Eloise, η οποία τη συνόδευε παντού, την αγαπούσε σαν το παιδί που δεν είχε και τη ζήλευε – ένας Θεός και ο ψυχαναλυτής της ξέρει γιατί. Στα 17 της η Μινέλι είδε για πρώτη φορά τον Σαρλ Αζναβούρ στη σκηνή και εκτός από τη μαγεία που εισέπραξε χάρη στο γαλλικό crooning στυλ του, είδε σ’ αυτόν πως δεν τραγουδούσε απλώς αλλά αφηγούνταν μια μικρή ιστορία και ταυτίστηκε απόλυτα, γιατί δεν πίστευε πως ήταν γεννημένη για το μικρόφωνο.


Κι αν ο πατέρας της υπέδειξε ένα «κεφάλι» που θα συμμάζευε το λίγο άχρωμο στυλ της, προτείνοντας την κουπ της Κλάρα Μπόου και της Λουίζ Μπρουκς που με ενθουσιασμό η Λάιζα υιοθέτησε, ο σχεδιαστής Χάλστον της χάρισε αέρα και φιλία, μια γκαρνταρόμπα που δεν αποχωρίστηκε και μια σειρά από εμφανίσεις –ειδικά στο Liza with a Z– που της ταίριαζαν γάντι ακόμα και στην υφή, γιατί έραψε φορέματα που εξαφάνιζαν έντεχνα την τάση της να ιδρώνει στα shows. Σκηνοθετικά, ο Φόσι κατάλαβε πως έχει να κάνει με ιδιοσυγκρασιακή χορεύτρια που μπορεί να εκτελέσει τις δύσκαμπτες κινήσεις του γιατί είναι πεισματάρα και δουλευταρού αλλά και καλή ηθοποιός κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και αυστηρές οδηγίες. Η συνεργασία τους στέφθηκε με Oscar και Emmy την ίδια χρονιά, το επαγγελματικό αποκορύφωμα και των δυο τους – για τον κορυφαίο δημιουργό μέχρι το All that jazz, για τη Μινέλι, για πάντα. Στον μουσικό τομέα, ο Φρεντ Εμπ, το άλλο μισό του αχώριστου ντουέτου Κάντερ - Εμπ, διαμόρφωσε αυτό που γνωρίζουμε ως φωνητικό ύφος Μινέλι από τη Φλόρα ως το Stepping Out, γράφοντας πάνω στην εκφορά και την γκάμα της. Εκτός από το Καμπαρέ και άλλες επιτυχίες, το «New York, New York» από την παραγνωρισμένη ταινία για τους μουσικούς και όχι ακριβώς μιούζικαλ του Μάρτιν Σκορσέζε ήταν ένα κομμάτι που αντικατέστησε ένα άλλο που δεν ήθελε καθόλου ο συμπρωταγωνιστής Ρόμπερτ ντε Νίρο και κατέληξε σε anthem, το οποίο εγκληματικά αγνοήθηκε στα Όσκαρ και, σαν από καπρίτσιο, έφυγε από τα χέρια της για να ταυτιστεί περισσότερο με την εκδοχή του «θείου» της, Φρανκ Σινάτρα – τα ντουέτα τους στο συγκεκριμένο τραγούδι παραμένουν μια ενδιαφέρουσα αντιστικτική παραλλαγή στο ίδιο θέμα.
Ο συνθέτης και πιανίστας Μάκλ Φάινσταϊν, διόσκουρος-κολλητός της εδώ και 40 χρόνια, είναι ο βασικός χρονικογράφος της και ο έμπιστος εξομολόγος και καλλιτεχνικός της ακομπανιατέρ που επιλέγει ποιος θα μιλήσει (ο Μπεν Βερίν, που είναι ο πιο συγκινητικός όλων, η Τσίτα Ριβέρα, αλλά και η Μία Φάροου, συμμαθήτρια και από τις παλιότερες εν ζωή φιλενάδες της Μινέλι) και πώς θα διανείμει τον πολύτιμο χρόνο της η καλύτερή του φίλη. Προφανώς, ήταν εκείνος που προσπάθησε να την προστατέψει από μία ακόμα λαβή για κουτσομπολιά, περιορίζοντας την εμφάνισή της στο ντοκιμαντέρ που είδαμε σε πανελλήνια πρεμιέρα στο 27ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και της ψιθύρισε με τρόπο να είναι φειδωλή στα προσωπικά της, με μοναδική εξαίρεση τη λύπη που εξέφρασε για τις αποβολές που της στέρησαν το δώρο της μητρότητας. «Give me a gay break», αναφωνεί με το βρογχικό της γέλιο η Μινέλι όταν φτάνει η κουβέντα στους γάμους και στα ερωτικά της με αιχμή την τάση της για gay συζύγους και στον κρυφό πόθο της για κάτι πιο πιπεράτο όσον αφορά το φιάσκο της υπόθεσης Γκεστ. Το ενδιαφέρον στρέφεται στην εγνωσμένη της δοτικότητα προς τους φίλους της (όταν, για παράδειγμα, αντικατέστησε την Γκουέν Βέρντον στο Chicago ως χάρη, με την όρο να μη γίνει διαφήμιση, ώστε να μην την επισκιάσει) και στους φαν, ως μια γυναίκα που λαχταρά να αγαπηθεί πολύ και να δει τον κόσμο ως μια υπέρλαμπρη κινηματογραφημένη παράσταση, σαν να είναι αυτή η… εργοστασιακή της ρύθμιση.

Υπάρχει όμως κι ένας πιο ωφελιμιστικός λόγος που το Μια αληθινά τρομερή, απολύτως αληθινή ιστορία δεν συνιστά οριστική βιογραφική κατάθεση. Η Λάιζα Μινέλι είχε αποφασίσει να αφήσει την προσωπική της ζωή ήσυχη, ώσπου αισθάνθηκε πως ένα άλλο ντοκιμαντέρ, το Divas: Liza Minelli του Όλιβερ Έλφικ, έσπειρε ανακρίβειες και, το βασικότερο, πως η Ακαδημία τη σαμποτάρισε, υποχρεώνοντάς την να κάτσει σε αναπηρικό αμαξίδιο στην εμφάνισή της με τη Lady Gaga αντί στην καρέκλα του σκηνοθέτη που ζήτησε η ίδια, δίνοντας την εικόνα της ανήμπορης στον κόσμο που ήδη έχει μια τέτοια εντύπωση. «Για τη δική μου, αναθεματισμένη ζωή μιλάμε», είπε αγανακτισμένη σε ένα δείπνο. Αναθεωρώντας αλλά και ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα της φίλης της Μπάρμπρα Στράιζαντ, με την οποία λυπάται που δεν συνεργάστηκαν ποτέ (δεν υπήρξε τέτοια προοπτική ούτως ή άλλως), ανέθεσε τα απομνημονεύματά της στους βραβευμένους με Pulitzer συγγραφείς Χάιντι Έβανς και Τζος Γκέτλιν και η κυκλοφορία του memoir έχει προγραμματιστεί για την άνοιξη του 2026, για να συμπέσει με τον μουσικοχορευτικό εορτασμό των 80ών της γενεθλίων της – όπως είναι φυσικό να φανταστούμε. Επιπρόσθετα, τα ποσοστά κέρδους θα αυξηθούν σημαντικά, ειδικά αν μιλήσει για όσα περιμένουν κάποιοι να θίξει. Σβήνοντας την απειλή του θανάτου που ενδόμυχα την τρομοκρατούσε από την ξεχειλωμένη παιδική της ηλικία, όταν η μητέρα της φλέρταρε με την καταστροφή κατά τον εκτροχιασμό της νομαδικής της ζωής, και ανακαλώντας τους στίχους «Lady Peaceful, Lady Happy» από το μακρινό 1964 και την πρώτη πασίγνωστη επιτυχία της «Maybe this time» από το Καμπαρέ, φυσικά σε μουσική και στίχους Κάντερ και Εμπ, σήμερα δηλώνει «ήρεμη και ευτυχισμένη».
Liza: A Truly Terrific Absolutely True Story - Official Trailer
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.