Από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στο στέκι καταλαβαίνεις ότι κάτι πολύ σημαντικό και ωραίο συμβαίνει εκεί. Μετανάστες και πρόσφυγες από διάφορες χώρες –κυρίως της Ασίας και της Αφρικής– έρχονται καθημερινά στο στέκι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, νεαροί αλλά και πιο μεγάλοι με τα παιδιά τους, ο καθένας με την δική του ιστορία για το πώς και γιατί ήρθε στην Ελλάδα. Είναι απόγευμα καθημερινής και στην κύρια αίθουσα στο ισόγειο γίνεται μάθημα ελληνικών.
Η αίθουσα είναι γεμάτη με κόσμο, όλοι παρακολουθούν με προσοχή την εθελόντρια καθηγήτρια για να μάθουν όσο καλύτερα γίνεται την ελληνική γλώσσα, να μπορέσουν να βρουν δουλειές και να ζήσουν αξιοπρεπώς στην καινούρια χώρα. Στο βάθος, σε μια άλλη αίθουσα, κάποιοι μετανάστες που φαίνεται να είναι πιο πολύ καιρό στην Ελλάδα βοηθούν μια παρέα Αφρικανών να συμπληρώσουν μια σειρά από έντυπα.
Το Στέκι Μεταναστών είναι αυτό-οργανωμένο, δεν παίρνει καμία επιχορήγηση από το κράτος, λειτουργεί με την βοήθεια εθελοντών και καλύπτει τα έξοδά του από τις πωλήσεις στο μπαρ, από συνεισφορές, από πάρτι ή συναυλίες οικονομικής ενίσχυσης και από διάφορες δράσεις που διοργανώνει.
Οι σκάλες για τον δεύτερο όροφο τρίζουν και ο διάδρομος είναι γεμάτος με αφίσες από διάφορες δράσεις που διοργανώνει κατά καιρούς το στέκι. Έχουν να κάνουν με τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών και το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Εκεί μας περίμενε ο Αχιλλέας Πεκλάρης – ένας από τους εθελοντές που διδάσκει Αγγλικά στο στέκι και συμμετέχει εθελοντικά σε διάφορες δράσεις του στεκιού. «Στο στέκι έρχονται εκατοντάδες μετανάστες. Άλλοι εξαθλιωμένοι και κουρασμένοι που μπορεί μόλις να έφτασαν στην χώρα με τα πόδια ή με βάρκες και δεν έχουν ούτε πού να μείνουν και άλλοι που είναι περισσότερο καιρό στην Ελλάδα και κάπως έχουν τακτοποιηθεί», λέει ο Αχιλλέας.
Εκτός από τους μαθητές που είναι γύρω στους 200-250 έρχονται πολλοί περισσότεροι για μία μπύρα, να πουν καμιά κουβέντα και να χαλαρώσουν. «Εδώ όλα έχουν να κάνουν με την συνύπαρξη και οι οικοδεσπότες που είμαστε πρέπει να συνεισφέρουμε σε μια ομαλή συνύπαρξη», λέει ο Αχιλλέας.«Δεν μπορώ να λέω στον άλλον τι να κάνει για να αρέσει σε μένα». «Όταν είσαι σε θέση ισχύος είσαι δηλαδή ο οικοδεσπότης θα πρέπει να συνεισφέρεις στην συνύπαρξη. Στην κουζίνα δεν τρώμε χοιρινό για παράδειγμα, το σεβόμαστε, αλλιώς οι μουσουλμάνοι θα έμεναν νηστικοί».
Το Στέκι Μεταναστών είναι αυτό-οργανωμένο, δεν παίρνει καμία επιχορήγηση από το κράτος, λειτουργεί με την βοήθεια εθελοντών και καλύπτει τα έξοδά του από τις πωλήσεις στο μπαρ, από συνεισφορές, από πάρτι ή συναυλίες οικονομικής ενίσχυσης και από διάφορες δράσεις που διοργανώνει. Λειτουργεί από το 1997 και έχει βοηθήσει ουσιαστικά χιλιάδες μετανάστες που φτάνουν στην Ελλάδα για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. «Όσο υπάρχουν μέρη στον κόσμο όπου υπάρχει κίνδυνος για τις ζωές των ανθρώπων και τις οικογένειές τους, που συμβαίνει σε διάφορες χώρες της Αφρικής και της Ασίας με ευθύνη κυρίως της Δύσης, τόσο θα μεταναστεύουν οι άνθρωποι και θα έρχονται εκεί όπου μπορεί να έχουν καλύτερη τύχη», λέει ο Αχιλλέας όσο περιμένουμε τους μαθητές να μαζευτούν για το μάθημα Αγγλικών.
«Και ο καθένας μπορεί να βρεθεί στην θέση τους. Στην Συρία πριν από πέντε χρόνια αν έλεγες σε κάποιον ότι θα γινόταν ο πόλεμος κανείς δεν θα το πίστευε και όμως σήμερα δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Για αυτό το λόγο έχει γίνει η συμφωνία από τον ΟΗΕ, ότι όσοι άνθρωποι προέρχονται από τέτοιες χώρες θα πρέπει να παίρνουν άσυλο. Στο Στέκι είμαστε όλοι μια παρέα, αυτό έχουμε καταφέρει. Κάνεις δεν αντιμετωπίζει διαφορετικά κανέναν και ούτε κοιτάει παράξενα, δεν υπάρχει συμπόνια αφ” υψηλού αλλά πλήρη αποδοχή. Αυτή είναι και η ουσία της αλληλεγγύης και έχει μεγάλη διαφορά από την φιλανθρωπία. Εκτός από το σχολείο, στο στέκι τρώμε όλοι μαζί, πάμε εκπαιδευτικές εκδρομές σε διάφορα μουσεία, στην παραλία για μπάνιο. Διοργανώνουμε θεατρικά, τραγούδια, πορείες, διαδηλώσεις».
Πολλοί μετανάστες που έρχονται στο στέκι προτιμούν να μάθουν άλλες ξένες γλώσσες εκτός από ελληνικά γιατί δεν σκοπεύουν να μείνουν στην Ελλάδα, θέλουν περάσουν στην Ευρώπη. Εκείνη την ημέρα το μάθημα Αγγλικών το αναλάβαμε εμείς με την βοήθεια του Αχιλλέα μιλήσαμε –στα αγγλικά– με τους μαθητές του τμήματος, άνθρωποι που δεν το βάζουν κάτω και ελπίζουν σε μία καλύτερη επόμενη μέρα.
Η Άντζελα από την Αλβανία είναι δεκαοχτώ χρονών και ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά της πριν από 6 μήνες. Χαμογελαστή και ευδιάθετη μου λέει ότι ξέρει να μιλάει πέντε γλώσσες αλλά τις μπερδεύει μεταξύ τους. «Δεν ξέρω ακόμη αν θα μείνω στην Ελλάδα ή θα φύγω. Δεν αντιμετωπίζω κάποια δυσκολία στην Ελλάδα, κυλάνε όλα καλά, σπουδάζω κομμωτική και τα μαλλιά σου θέλουν κούρεμα», μου λέει και γελάμε.
Ο Σάμιντ, από το Αφγανιστάν είναι τριάντα τριών χρονών και ήρθε στην Ελλάδα πριν από ενάμιση χρόνο. Με αυτοκίνητο, τρένο με τα πόδια και μετά με βάρκα από την Τουρκία. «Στην βάρκα κινδυνέψαμε γιατί είχε πολύ κόσμο, αλλά τελικά τα καταφέραμε. Είμαι χαρούμενος που ήρθα στην Ελλάδα. Στην αρχή είχα πρόβλημα με την γλώσσα και δυσκολευόμουν να βρω δουλειά. Ακόμη και να βρω κάπου να μείνω δυσκολεύτηκα. Τώρα έχω καταφέρει να βρω δουλειά, δεν δουλεύω βέβαια κάθε μέρα, κάνω μεροκάματα. Δεν ξέρω αν θέλω να φύγω από την Ελλάδα ακόμη».
Ο Μάικ είναι από την Πολωνία είναι δεκαεννιά χρονών, αδύνατος και ντροπαλός, ήρθε στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια με τους γονείς του για να βρουν δουλειά. «Τώρα είναι δύσκολα τα πράγματα, δουλεύει μόνο η μητέρα μου. Εγώ με τον πατέρα μου δεν μπορούμε να βρούμε δουλειά. Μου αρέσει πολύ να έρχομαι στο στέκι μαθαίνω πολλά και οι δάσκαλοί μου είναι φοβεροί».
Ο Τοφάιλ, είμαι τριάντα τριών χρονών και ήρθε από το Μπαγκλαντές στην Ελλάδα πριν από οχτώ χρόνια. Είναι ο πιο απαισιόδοξος από όλους τους μαθητές, μάλλον έχει περάσει πολλά. «Ήρθα με τα πόδια από μία χώρα που βρίσκεται 20.000 χιλιόμετρα μακριά, προφανώς θα είχα σοβαρούς λόγους για να το κάνω. Τελευταία δεν τα καταφέρνω καθόλου καλά. Δυσκολεύομαι να βρω δουλειά και δεν έχω καμία ελπίδα. Είναι ωραία εδώ στο στέκι, οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν αλλά για μένα αυτό είναι διασκέδαση και δεν μπορώ να το ευχαριστηθώ γιατί δεν έχω χρήματα για να επιβιώσω. Η Ελλάδα είναι ωραία για τους τουρίστες αλλά όχι για τους μετανάστες. Στο Μπαγκλαντές σπούδασα και δούλευα σε ασφαλιστική εταιρεία. Εδώ κάποιες φορές βρίσκω part-time δουλειά και άλλες φορές τίποτα».
Ο Μοχάμεντ είναι από την Συρία και ζει στην Ελλάδα δέκα χρόνια. «Δουλεύω, αλλά περιστασιακά, ως μπογιατζής. Μου αρέσει πάρα πολύ η Ελλάδα. Στην Συρία τα πράγματα είναι πολύ τεταμένα, ήρθα στην Ελλάδα για να βρω δουλειά και στέλνω χρήματα στην οικογένειά μου. Έχω και δυο αδελφές στην Συρία».
Είμαστε σαν οικογένεια, σαν να είμαι σπίτι μου, δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό στο στέκι. Ο γιος μου γεννήθηκε στην Ελλάδα και τον φέρνω εδώ μαζί μου. Θέλω να ξέρει τι συμβαίνει στον κόσμο να γνωρίζει ανθρώπους από άλλες εθνικότητες και όταν μεγαλώσει να ξέρει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι και ίσοι
Ο Ναζίμ είναι από το Αφγανιστάν, ήρθε στην Ελλάδα μόνος του το 2012. «Διασχίσαμε τον Έβρο και φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ήμασταν είκοσι άτομα. Ήρθα μόνος μου χωρίς την οικογένειά μου. Δύο από τα άτομα που ταξίδευαν μαζί μου κατάφεραν να φύγουν σε άλλες χώρες στην Ευρώπη. Μου αρέσει η Ελλάδα, αλλά μου αρέσει και η χώρα μου. Οι γονείς μου είναι στο Ιράν. Δεν υπάρχουν χρήματα», λέει και χαμογελάει κουρασμένα. «Με βοηθάει ο αδελφός μου που είναι στην Νορβηγία».
Ο Ντάμε είναι από την Σενεγάλη. Ήρθε στην Ελλάδα το 2009 για να δουλέψει και να βοηθήσει τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά που ζουν στην Σενεγάλη. «Από την Σμύρνη περάσαμε απέναντι στην Σάμο. Έδωσα 1000 δολάρια σε παράνομους εμπόρους. Έμεινα είκοσι πέντε μέρες στην Σάμο, είχε υπερβολικά πολύ κόσμο και η αντιμετώπιση ήταν σαν να ήμασταν οι χειρότεροι εγκληματίες. Μας πέταγαν το φαγητό λες και ήμασταν σκυλιά. Είναι πολύ δύσκολο να βρω δουλειά και κάνω περισσότερο εποχιακές δουλειές. Θέλω να πάω πίσω στην Σενεγάλη, μου λείπει πολύ. Η οικογένειά μου ζει εκεί, η γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου. Πηγαίνω και τους βλέπω πού και πού. Δεν μπορώ να τους φέρω εδώ γιατί δεν δίνουν άσυλο στους Σενεγαλέζους το οποίο είναι άδικο, γιατί τα πράγματα εκεί δεν είναι καθόλου καλά και δεν υπάρχουν δουλειές».
Ο Μαχμούτ είναι εικοσιτριών χρονών και ήρθε πριν από οχτώ μήνες στην Ελλάδα από την Αλέπο της Συρίας. Μου διηγείται όσα απίστευτα έζησε: «Αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας. Βρήκαμε τους εμπόρους που ασχολούνται με την μεταφορά. Ήταν μια συμμορία όλοι αυτοί. Πλήρωσα 1300 ευρώ. Η βάρκα χάλασε και έπρεπε να ειδοποιήσουμε την ακτοφυλακή. Ήμουν ο μόνος που ήξερα να μιλάω αγγλικά, πήραμε τηλέφωνο την ακτοφυλακή πριν διαλυθεί τελείως η βάρκα. Χάλασε και αναποδογύρισε, πάλι καλά που ήξερα να κολυμπάω. Είχαμε μαζί οικογένειες και παιδιά. Κολλήσαμε στην θάλασσα για έξι ώρες μέχρι να μας μαζέψει η frontex. Πέταξαν το διαβατήριό μου στην θάλασσα. Το πρόσωπό μου εμφανίστηκε στα πρωτοσέλιδα τουρκικών εφημερίδων. Φαντάσου τον Τιτανικό να γίνεται στα αλήθεια. Αυτό έγινε πριν από οχτώ μήνες, αλλά οι αναμνήσεις δεν έχουν σβήσει. Η οικογένεια μου είναι ακόμη στη Συρία και προσπαθούν να έρθουν εδώ, κι εγώ προσπαθώ να διασχίσω πάλι τα σύνορα για να πάω σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το προσπαθήσαμε τρία ακόμη άτομα, φτάσαμε στα σύνορα με την Σερβία αλλά μας επιτέθηκαν κάποιοι άνθρωποι που μάλλον ήταν μέλη της μαφίας που ασχολούνται με την παράνομη μετανάστευση. Μας λήστεψαν. Εμένα μου έκλεψαν 2000 ευρώ. Γύρισα στην Ελλάδα και είμαι τώρα άνεργος και μόνος, αλλά δεν το βάζω κάτω, εννοείται πως ελπίζω και συνεχίζω να χαμογελάω και πάντα ανυπομονώ για την καινούρια μέρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα φύγω από την Ελλάδα αν και έχω καταφέρει να κάνω φίλους εδώ. Περιμένω να εκδοθεί το διαβατήριο μου».
Λίγο πριν φύγουμε από το στέκι με πλησίασε η χαμογελαστή και διακριτική Λακρέτσια που απέφυγε να μου μιλήσει την ώρα του μαθήματος. «Θέλω να σου πω κάποια πράγματα είναι καλό να τα διαβάζει αυτά ο κόσμος», μου είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Ήρθα από την Αιθιοπία στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια. Ποτέ δεν τα παράτησα και πάντα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Στην Αιθιοπία δούλευα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Όταν ήρθα στην Ελλάδα προσπάθησα πολύ, έμαθα ελληνικά μετά πήγα να μάθω κομμωτική και σιγά-σιγά γινόμουν καλύτερη και τώρα δουλεύω σταθερά σε κομμωτήριο. Ήταν δύσκολο, αλλά τα έχω καταφέρει. Μου αρέσει να έρχομαι στο στέκι, με κάνει χαρούμενη και με κάνει να μην νιώθω μόνη μου. Είμαστε σαν οικογένεια, σαν να είμαι σπίτι μου, δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό στο στέκι. Ο γιος μου γεννήθηκε στην Ελλάδα και τον φέρνω εδώ μαζί μου. Θέλω να ξέρει τι συμβαίνει στον κόσμο να γνωρίζει ανθρώπους από άλλες εθνικότητες και όταν μεγαλώσει να ξέρει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι και ίσοι».
Το 90% των μεταναστών που φτάνουν στην ΕΕ είναι πρόσφυγες πολέμου.
Οι Σύριοι πρόσφυγες πολέμου είναι συνολικά 9.000.000, όσοι έχουν μπει στην ΕΕ δεν ξεπερνάνε τους 500.000. Οι περισσότεροι είναι στις γειτονικές χώρες.
Οι πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα γιατί τα σύνορα εσωτερικά στην Ευρώπη παραμένουν κλειστά εξαιτίας της συνθηκης Δουβλίνο 2.
Κάθε χρόνο φτάνουν στην ΕΕ 100.000 πρόσφυγες.
Τα τελευταία 10-15 χρόνια στα σύνορα της Ευρώπης έχουν σκοτωθεί πάνω 25.000 πρόσφυγες.
Η Frontex - πρακτορείο φύλαξης των συνόρων της ΕΕ από παράνομες δραστηριότητες – κοστίζει στην Ευρώπη όσο όλες οι στρατιωτικές της δαπάνες και δεν έχει καταφέρει να μειώσει τον αριθμό των προσφύγων που έρχεται στην ΕΕ.
Πληροφορίες από τον Nasim Lomani, μέλος του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών και εθελοντής στο Στέκι Μεταναστών.
Όποιος θέλει να συνεισφέρει με οποιονδήποτε τρόπο στο Στέκι Μεταναστών μπορεί να επισκεφθεί το Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13-15, Εξάρχεια, Αθήνα.
σχόλια