Μετακόμισα στο Κολωνάκι όταν το πάρτι ήταν περίπου στο τέλος του. Μπορεί το 2003 η κρίση να μην είχε αρχίσει ακόμη, όμως η μεγάλη δόξα της περιοχής είχε ήδη πάρει τέλος. Δεν ήμουν τυχερός να ζήσω την περιοχή όταν έσφυζε από ζωή και φοβερές παρέες. Δεν έζησα τη Ράτκα στα καλά της ούτε πήγαινα τα Σαββατοκύριακα στο παλιό Rock. Όσα μαγαζιά και μέρη διάβασα στα άλλα δημοσιεύματα για την περιοχή από αληθινά σημαντικούς Κολωνακιώτες εγώ δεν τα έχω προλάβει.
Ίσως, τελικά, να μην είμαι και ο αρμόδιος για να γράψω για την περιοχή, μια και εγώ τη ζω ως μια απλή, υπέροχη γειτονιά, χωρίς πολλές εξάρσεις και τρέλες, μόνο με μια γενικότερη διάθεση για ωραία και καλή ζωή. Το παλιό Rock είχε, νομίζω, μόλις κλείσει όταν έφτασα εγώ και η Ράτκα ήταν ένα άπιαστο όνειρο, ένα μαγαζί που δεν το έβαζε ο νους σου από την πρόσοψη, αλλά οι θρύλοι, οι ιστορίες και το ατελείωτο name dropping για τους θαμώνες της έδιναν κι έπαιρναν.
Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι είναι ένα μεσημέρι Κυριακής καλοκαιριού να στέκομαι στο μπαλκόνι, να μυρίζω τις ανθισμένες νεραντζιές, να ακούω τις παιδικές φωνές από την πλατεία Δεξαμενής και να σκέφτομαι πως αν έπρεπε να διαλέξω ένα μέρος για να ζω, θα ήθελα να ήταν εδώ. Επέστρεψα με δύο βαλίτσες και καθόλου σχέδια μερικούς μήνες μετά. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι ήταν τα στολισμένα παράθυρα του Sea Satin για την 28η Οκτωβρίου. Μυρτιές, σημαιάκια, κόσμος μπαινόβγαινε στο πιο όμορφο μαγαζί που έχω δει στη ζωή μου. Το ίδιο βράδυ ζούσα τη μαγεία ενός μαγαζιού που μου λείπει ακόμα.
Αν κάτι κρύβει καλά μέσα του το Κολωνάκι, πέρα από την καλή ζωή, είναι η αγάπη για το κλασικό, το διαχρονικό, αυτό που ήρθε για να μείνει. Οι περισσότεροι που έρχονται για να ανοίξουν μαγαζιά εδώ το ξέρουν πολύ καλά αυτό.
Την επομένη νόμιζα πως είχαμε πόλεμο από τις κανονιές στον Λυκαβηττό! Δεκαπέντε χρόνια μετά, αυτές οι εθιμοτυπικές κανονιές ορίζουν τη χρονιά μας. Δύο φορές τον χρόνο. Το πρωί και μόλις δύσει ο ήλιος οι γάτες τινάζονται, τα παράθυρα τρίζουν κι εγώ έχω μια υπενθύμιση πως ζω σε μία από τις ωραιότερες περιοχές του κέντρου, με τα πάνω και τα κάτω της και μια άλλη, εντελώς διαφορετική ζωή για τους μόνιμους κατοίκους της.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έμαθα (και αγάπησα αμέσως) μετακομίζοντας εδώ είναι η λαϊκή αγορά της Ξενοκράτους. Οι κυρίες με τα καρότσια που ανηφόριζαν προς τα πάνω με είχαν βάλει σε υποψίες, αλλά δεν περνούσε από το μυαλό μου πως η σικ περιοχή της Αθήνας έχει λαϊκή. Μια Παρασκευή πρωί ακολούθησα και έκτοτε, για πολλά χρόνια, ήταν η αγαπημένη μου συνήθεια μέσα στην εβδομάδα. Δουλειές, ζωή, φασαρία, η πόλη που αλλάζει, η γειτονιά μου που αλλάζει ένα πρωινό την εβδομάδα, συνάντηση με τους άγνωστους γείτονες στη μικρή λαϊκή που τα έχει όλα κι άλλα τόσα. Αν θες να αγαπήσεις την περιοχή όπου μένεις πήγαινε στη λαϊκή της. Ψώνισε, χαμογέλα στους αγνώστους που σχεδόν τους ξέρεις πια, μίλα με τους πωλητές και γύρισε στο σπίτι με τους θησαυρούς της ημέρας. Όσο περνούσε ο καιρός, λιγότεροι κάτοικοι, περισσότερες οικιακές βοηθοί με τις λίστες και τα σκυλιά μαζί μου κάθε πρωί. Εμένα δεν με ένοιαζε. Μακάρι να είχα και σήμερα τον χρόνο να ανηφορίζω κάθε Παρασκευή.
Ο τρόπος που ψωνίζουν για φαγητό οι Κολωνακιώτες, πάντως, χρήζει προσοχής. Δεν έχω ξαναδεί στην Ελλάδα τόσα delicatessen με ξένα προϊόντα μαζεμένα σε τρεις-τέσσερις δρόμους. Κι αν όσο περνά ο καιρός αλλάζει αυτό, μια δεκαετία πίσω εύκολα νόμιζες με μια βόλτα πως ζεις στο Saint Germain. Γαλλικά τυριά και αλλαντικά, κρασιά απ' όλο τον κόσμο, παριζιάνικα γλυκά, πανέμορφα, πολύ σνομπ μαγαζιά, η απόλυτη αντίθεση με την ταπεινή λαϊκή! Υπήρχε μια τάση για υπερβολική πολυτέλεια που δεν συνδυαζόταν απαραιτήτως με την ανάλογη γνώση για το φαγητό. Οι μαγαζάτορες έφερναν ό,τι τους ζητούσαν, ό,τι πουλούσε. Ευτυχώς, αυτό βελτιώθηκε κάπως. Σήμερα όλα όσα αναφέρω πιο πάνω υπάρχουν ακόμα, όμως δεν είναι μόνο αυτά. Ευτυχώς, η ελληνική κουζίνα άρχισε να κερδίζει έδαφος και εδώ, έτσι δεν ζούμε πια στο Παρίσι αλλά σε μια περιοχή με κατοίκους που αγαπούν το φαγητό, ξέρουν να διαλέγουν, ρωτάνε για νέα προϊόντα. Τα νέα μαγαζιά για foodies στην περιοχή είναι ένας παράδεισος. Όχι μόνο για τροφές αλλά και για πρώτες ύλες ή εργαλεία για μαγειρική και ζαχαροπλαστική. Μερικές από τις καλύτερες κάβες της Αθήνας λειτουργούν στην περιοχή, ενώ σιγά-σιγά διαπιστώνω πως λύνεται το πρόβλημα του καλού ψωμιού. Δεν χρειάζεται να βγω από την περιοχή όπου ζω για να ψωνίσω για φαγητό, εκτός από τη γνωστή βόλτα στη Βαρβάκειο και τα Εξάρχεια τα Σάββατα. Η εστιατορική σκηνή της περιοχής αλλάζει μήνα με τον μήνα. Τα κλασικά είναι εδώ, τα καινούργια κατακλύζουν τις νέες πιάτσες, τα περισσότερα είναι όμορφα, εκλεκτικά, προσελκύουν κόσμο απ' όλη την Αθήνα τα Σαββατοκύριακα – τις καθημερινές είναι το καταφύγιο των μόνιμων κατοίκων.
Πάντως, η περιοχή δεν είναι σικ για τα εστιατόριά της ή για τη νυχτερινή της ζωή. Καλά είναι κι αυτά και σίγουρα για πολλούς το παν. Κατά τη γνώμη μου, όμως, το Κολωνάκι είναι μοναδικό για άλλα πράγματα. Μερικά από τα πιο όμορφα μουσεία της πόλης βρίσκονται εδώ. Το Μουσείο της Γενιάς του '30 στην Κουμπάρη με ένα σωρό μοναδικά εκθέματα από τη σύγχρονη ιστορία της χώρας αλλά και το σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, αναπαλαιωμένο στην εντέλεια στο ίδιο κτίριο, το Μουσείο Μπενάκη με τη συλλογή του, που είναι ένας ύμνος στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και με τον ιδιαίτερο, αρχοντικό τρόπο του, που κάθε φορά σε κάνει να θυμάσαι γιατί αγαπάς αυτή την περιοχή. Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι πάντα μια βόλτα στην αρχαία ελληνική ομορφιά. Αυτά τα μουσεία έχουν δύο από τα σημαντικότερα πωλητήρια στην Ελλάδα. Δίπλα στα μουσεία, η ονειρική σχεδόν γκαλερί Μαρτίνος με μερικά εξαίρετα αντικείμενα-αντίκες που δεν θα βρεις αλλού στην Ελλάδα. Όχι απλώς μια γκαλερί αλλά ένας θεσμός, ένα κριτήριο σοβαρό για το τι συνιστά στυλ και τι όχι. Και δεν είναι ο μόνος χώρος τέχνης. Στο Κολωνάκι θα βρεις από μια σπουδαία γκαλερί σε κάθε γωνιά του: Καλφαγιάν, Ζουμπουλάκη, Σκουφά, CAN, Genesis, Elika, Gagosian – η λίστα συνεχίζεται με υπέροχες αίθουσες τέχνης που κάθε τόσο εγκαινιάζουν και κάτι καινούργιο, διατηρώντας ένα πλήθος φιλότεχνων πιστών που λατρεύουν να βρίσκονται εκεί στα εγκαίνια ή τα πρωινά του Σαββάτου.
Η πλατεία Δεξαμενής είναι για τους κατοίκους της περιοχής η σωστή «πλατεία». Θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη και πιο καλοφυτεμένη. Ελπίζουμε να γίνει κάποια στιγμή. Προς το παρόν είναι ένα ολοζώντανο μέρος με το ουζερί του, τα υπαίθρια τραπεζοκαθίσματα, το πανέμορφο θερινό σινεμά, τις μεγάλες λεύκες, τους προσκόπους τα Σαββατοκύριακα, τις φωνές των παιδιών που παίζουν εκεί καθημερινά.
Μερικά από τα ομορφότερα βιβλιοπωλεία της πόλης είναι εδώ. Κι αν η Πολιτεία θεωρείται Εξάρχεια, και το νέο βιβλιοπωλείο της Εστίας επίσης, στην Πατριάρχου Ιωακείμ και σε μια πάροδο της Σκουφά υπάρχουν τρία μικρά βιβλιοπωλεία τα οποία επιλέγουν τα καλύτερα βιβλία, ξέρουν να προτείνουν και σε χαιρετούν με χαμόγελο. Δυστυχώς, η κεντρική πλατεία της περιοχής δεν αγαπήθηκε όπως θα της άξιζε λόγω της ιστορίας της. Την έχουμε πάρει στραβά την αναμόρφωσή της, μας έχει ξενίσει το τόσο πολύ μπετόν και τα hi-tech σιντριβάνια που δεν δούλεψαν ποτέ. Τα δέντρα συνεχίζουν να μεγαλώνουν, οι πρασινάδες καταπίνουν τα μπετονένια παγκάκια και, πού ξέρεις, πολύ σύντομα ίσως θα την «υιοθετήσουμε» κι αυτήν. Δεν είδα, βέβαια, ποτέ κανέναν που ξέρω να λέει «πάω πλατεία» και να εννοεί αυτήν...
Δεν είναι λίγοι αυτοί που γκρινιάζουν για την περιοχή που αλλάζει με γοργούς ρυθμούς. Η κρίση είχε φέρει μια γενική ησυχία στις ανηφόρες του Κολωνακίου. Είδαμε πολλά σπίτια κλειστά. Μαγαζιά και επιχειρήσεις να αδειάζουν σε μια νύχτα. Άλλαξε και η δομή των επιχειρήσεων μαζί με τις νέες προτιμήσεις του κόσμου. Οι μόνιμοι κάτοικοι διαμαρτύρονται για την έντονη νυχτερινή ζωή, για το πρόβλημα με το παρκάρισμα, για τον θόρυβο, την ασυδοσία πολλές φορές των μαγαζιών. Δεν θα διαφωνήσω. Ξέρω μόνο ένα πράγμα. Καμιά κατοικημένη περιοχή δεν αντέχει για πολύ καιρό ό,τι δεν μπορεί να εντάξει στην καθημερινότητά της. Οι μόδες πάνε κι έρχονται και όσοι ζουν εδώ έχουν δει αμέτρητα μαγαζιά να ανοίγουν και να κλείνουν, μαζί με τον κόσμο που έρχεται γι' αυτά και μετά φεύγει για άλλα καινούρια. Αν κάτι κρύβει καλά μέσα του το Κολωνάκι, πέρα από την καλή ζωή, είναι η αγάπη για το κλασικό, το διαχρονικό, αυτό που ήρθε για να μείνει. Οι περισσότεροι που έρχονται για να ανοίξουν μαγαζιά εδώ το ξέρουν πολύ καλά αυτό.
Δεκαπέντε χρόνια μετά εξακολουθώ να αποκαλώ τον εαυτό μου «νεοσύλλεκτο» της περιοχής. Εξακολουθώ να βλαστημάω κάθε φορά που ανεβαίνω την ανηφόρα της Πινδάρου, που κάποιος το γλεντάει χάραμα κάτω από το μπαλκόνι μου ή βλέπω άλλη μια ξιπασιά μπροστά μου. Όμως, τελικά, ξέρω πως η περιοχή δεν είναι μόνο αυτά που της προσάπτω κατά καιρούς. Είναι, στ' αλήθεια, ένα ωραίο μέρος να ζεις. Εδώ υπάρχουν μερικά από τα ωραιότερα μέρη για να βγεις στην Αθήνα. Διασχίζω τους κεντρικούς δρόμους του κάθε πρωί για να φτάσω στη δουλειά. Ένα καινούργιο μαγαζί ανοίγει, τραπεζάκια έξω στη Σκουφά, ανθισμένες πασχαλιές στην Αναγνωστοπούλου, μια νέα έκθεση στο Μπενάκη, νέα βιβλία στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, μυρίζει σοκολάτα από του Παρλιάρου και ο Μισεγιάννης ψήνει καφέ και μοσχοβολάει δυο δρόμους πιο πάνω. Ο ανθοπώλης Ακαδημίας και Πινδάρου έχει και σήμερα κάτι όμορφο να μου δώσει, ενώ κάποια απογεύματα από την ταράτσα βλέπεις μέχρι τον Πειραιά, πεντακάθαρα. Καθόλου άσχημα, κι ας μην έχουμε ζήσει τις μεγάλες του δόξες.