Έχω περάσει άπειρες φορές μπροστά από το Δημαρχείο ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας την οδό Αθηνάς χωρίς ποτέ να κοντοστέκομαι. Στα μάτια μου φάνταζε (και φαντάζει ακόμα) σαν ένας μεγάλος ορθογώνιος όγκος με πρόσοψη νεοκλασικού κτιρίου. Κάπως άχαρος θα έλεγα.
Κι όμως σήμερα βρίσκομαι μέσα σε αυτόν περιμένοντας να ξεναγηθώ στους χώρους του. Να δω από κοντά τα περίφημα έργα του Κόντογλου και του Γουναρόπολου, που έχω διαβάσει ότι κοσμούν τους τοίχους του, αλλά και πώς είναι το γραφείο του Δημάρχου και η αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, εκεί που παίρνονται δηλαδή οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την πόλη μας και εμάς τους ίδιους.
Έχω περάσει το μαρμάρινο δωρικό πρόπυλο και έχω μπει στην μεγαλοπρεπή είσοδο του κτιρίου στέκοντας πάνω στο χαρακτηριστικό κόκκινο χαλί- ποιος την χάρη μου. Η κ. Ζέττα Αντωνοπούλου, προϊσταμένη του τμήματος Ιστορικού Αρχείου του Δημαρχείου, που έχει αναλάβει την ξενάγησή μου, μού εξηγεί πως ελάχιστοι Αθηναίοι πολίτες έχουν την τύχη να μπουν από την κεντρική είσοδο του κτιρίου.
Φανταστείτε ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε ένα κτίριο που να στεγάζει τις αρχές του Δήμου καθώς στεγάζονταν σε διάφορα κτίρια που νοίκιαζε η Δημοτική Αρχή. Ήταν λοιπόν ανάγκη να κτιστεί ένα κτίριο που να συγκεντρώνει όλες αυτές τις υπηρεσίες.
«Στην είσοδο υπήρχαν άλλα έργα τα οποία αυτή την περίοδο έχουν πάει για συντήρηση και αυτή τη στιγμή φιλοξενείται από τη μια πλευρά ένα άτιτλο έργο του Γιώργου Ξένου, μια αφαιρετική χαρτογράφηση της Ελλάδας και από την άλλη οι Ρίζες καπνού, ένα έργο του Παναγιώτη Χαραλάμπους, του πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών» λέει η κ. Αντωνοπούλου ενώ παρατηρώ πως αν και πρόκειται για έργα σύγχρονα ωστόσο στέκονται ωραία μέσα στο νεοκλασικό κτίριο.
Ακριβώς απέναντι εκεί που ξεκινά η μεγαλοπρεπής σκάλα που οδηγεί στους πάνω ορόφους βλέπω και δύο προτομές: της Ασπασίας και του Περικλή, για ευνόητους λόγους μια και το όνομα του Περικλή είναι συνδεδεμένο με την Αθηναϊκή δημοκρατία ενώ η Ασπασία λέγεται ότι ήταν η πιο μορφωμένη γυναίκα της κλασικής Αθήνας. Την ερωτεύτηκε ο Φειδίας, αλλά αυτή προτίμησε τον Περικλή.
Αφήνομαι στην ξενάγησή της:
«To Δημαρχείο είναι ένα κτίριο που ξεκίνησε να κτίζεται στην Αθήνα το 1872 επί δημαρχίας Π. Κυριακού μετά τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 130.000 δρχ. από την Εθνική Τράπεζα και εγκαινιάστηκε το 1874. Ο σχεδιασμός του κτιρίου έγινε σε αυστηρό νεοκλασικό ρυθμό, το αρχιτεκτονικό στυλ που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Ολόκληρο το κτίριο είναι οριζόντιας διάταξης ενώ στην αρχική του μορφή ήταν διώροφο. Φανταστείτε ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε ένα κτίριο που να στεγάζει τις αρχές του Δήμου καθώς στεγάζονταν σε διάφορα κτίρια που νοίκιαζε η Δημοτική Αρχή. Ήταν λοιπόν ανάγκη να κτιστεί ένα κτίριο που να συγκεντρώνει όλες αυτές τις υπηρεσίες.
Αρχιτέκτονας του κτιρίου ήταν ο Παναγιώτης Κάλκος, ένας πολύ διάσημος και σημαντικός αρχιτέκτονας της εποχής. Είχε σπουδάσει κιόλας στην Γερμανία κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι ο νεοκλασικός ρυθμός ήταν κάτι που τον εξέφραζε απόλυτα.
Στην αρχή, στον ισόγειο χώρο, λόγω της πενιχρότητας των οικονομικών μέσων του Δήμου, λειτουργούσαν εμπορικά καταστήματα που του εξασφάλιζαν κάποια έσοδα ενώ η λειτουργία του δημαρχιακού μεγάρου περιορίστηκε στον όροφο.
Αρκετά αργότερα ήταν που έγιναν αλλαγές στο κτίριο μια και οι ανάγκες των υπηρεσιών αυξάνονταν καθώς μεγάλωσε και ο Δήμος. Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν το 1901, επί δημαρχίας Σπ. Μερκούρη, και αφορούσαν εργασίες ανακαίνισης και επισκευών κυρίως στο εσωτερικό του κτιρίου, ενώ την περίοδο 1935-1937 (επί δημαρχίας Κ. Κοτζιά και Α. Πλυτά) προστέθηκε ο τρίτος όροφος, αφαιρέθηκαν τα διακοσμητικά στοιχεία των όψεων, οι είσοδοι των καταστημάτων μετατράπηκαν σε παράθυρα και επενδύθηκε η βάση του κτιρίου με μαρμάρινες πλάκες.
Φτάνοντας αισίως στην περίοδο του Μεσοπολέμου το Δημαρχείο έλαβε την μορφή που έχει σήμερα.
Σε αυτή την εποχή το ιδεολογικό πλαίσιο ήταν ξεκάθαρο ως προς την ελληνικότητα και την επιστροφή στις ρίζες κι έτσι το 1937 ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες διακόσμησης του Δημαρχείου οι οποίες ανατέθηκαν σε πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής: στον Φώτη Κόντογλου και στον Γιώργο Γουναρόπουλο» λέει η κ. Αντωνοπούλου που μου προτείνει να πάμε να δούμε τα πρώτα έργα που δημιούργησε ο Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου.
Περνώντας λοιπόν από μια περίπου «μυστική» πόρτα του ισογείου βρισκόμαστε στους χώρους του ληξιαρχείου και του δημοτολογίου, τους λιγοστούς χώρους του Δημαρχείου στους οποίους έχουν πρόσβαση και οι δημότες της Αθήνας.
Μου κάνει εντύπωση η απόλυτη συμμετρία που υπάρχει στα δωμάτια αυτά. «Η συμμετρία είναι ένα από το πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του νεοκλασικισμού» μου λέει η ξεναγός μου.
Σε αυτές τις δύο αίθουσες υπάρχουν παντού θυρίδες στις οποίες συναλλάσσεται το κοινό, στην οροφή υπάρχουν φατνώματα ίδια με αυτά που παρατήρησα και στη είσοδο του κτιρίου ενώ είναι και οι δύο υαλοσκέπαστες. Στα γκισέ του ληξιαρχείου διαβάζω: «Γεννήσεις», «Γάμοι», «Θάνατοι» και σκέφτομαι πως είναι κάπως αστείο που όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής συνοψίζονται σε μία και μόνο αίθουσα.
Στον χώρο του ληξιαρχείου λοιπόν υπάρχουν δύο συνθέσεις του Κόντογλου. Η πρώτη έχει ως κεντρικό άξονα την πρόσοψη ναϊσκου, που μπροστά του εικονίζεται η προσωποποίηση της Αθήνας ενώ από τα δεξιά της έρχονται γυναίκες προσωποποιήσεις πόλεων: η Λέβεδος με το ένα στήθος γυμνό και με φρούτα στα χέρια, η Φώκαια που γυρίζει με χάρη το κεφάλι της προς την Λέβεδο, η Σάμος με αμφορέα.
Στην άλλη σύνθεση της ίδιας αίθουσας τα έργα προέρχονται από την αθηναϊκή μυθολογία. Το κέντρο της συμμετρικής παράστασης ορίζει η κολώνα από κοκκινωπό μάρμαρο με χαλκοπράσινο άγαλμα του Ηρακλή ενώ δεξιά και αριστερά της μονομαχούν ο μυθικός ήρωας Ερεχθεύς που ήταν από τους αρχαιότερους βασιλείς της Αθήνας, με τον γιό του Ποσειδώνα Εύμολπο, που είχε υποστηρίξει τους Ελευσίνιους.
Στην διπλανή, πανομοιότυπη αίθουσα, αυτή του δημοτολογίου, η ζωγραφική διακόσμηση κατέχει την ίδια θέση. Στο αριστερό – ως προς τον θεατή- τμήμα ο Ιλισός ρέει βαθυγάλαζος ανάμεσα στη πυκνή βλάστηση και ο φτερωτός, αναμαλλιασμένος, μισόγυμνος Βορέας πετάει κρατώντας στην αγκαλιά του τη μικρή Ωρείθυια, που έχει πάει με τη φίλη της τη Φαρμακεία να λουστεί και να παίξει στο δροσερό ποτάμι. Στο κέντρο της τοιχογραφίας δεσπόζει η ανδρική επιβλητική μορφή του Τηρέα που διώκει την Πρόκριδα και τη Φιλομήλα ενώ στο τρίτο μέρος της παράστασης ο τραγικός ποιητής Αισχύλος εμφανίζεται ξαπλωμένος ενώ κοιτάει προς τον Διόνυσο που έχει ζωγραφιστεί σαν άγγελος χωρίς φτερά.
Στην σύνθεση που υπάρχει στην ακριβώς απέναντι μεριά μέσα από τη ζωγραφική του ο Κόντολγου ιστορεί τους άθλους του ήρωα της Αθήνας, του Θησέα, και είναι οργανωμένη ως συνεχής ζωοφόρος.
Επιστρέφοντας και πάλι στην κεντρική είσοδο του κτιρίου ξεκινάμε πλέον να ανεβαίνουμε την μεγάλη σκάλα. Δεξιά κι αριστερά φανερώνονται συνθέσεις σε βιτρό που απεικονίζουν (και πάλι) μύθους που συνδέονται με την Αθήνα και καλύπτουν μια έκταση περίπου 30τμ. «Πρόκειται για νεότερα έργα που ανήκουν στον Τάκη Παρλαβάντζα» με ενημερώνει η κ. Αντωνοπούλου και συνεχίσει: «Πολύ πιο νεότερα έργα είναι και τα ψηφιδωτά του Βλάση Τσοτσώνη τα οποία και αυτά μιλούν για την Αθήνα. Στο ένα το θέμα είναι η θεά Αθηνά - Ειρήνη του Κόσμου και στο άλλο ο Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, προστάτη και πολιούχο της πόλεως».
Στους τοίχους των διαδρόμων του πρώτου ορόφου ξεκινά μια σειρά από πορτρέτα η οποία συνεχίζεται και μέσα σε μια αίθουσα, σαν σαλονάκι-προθάλαμος της αίθουσας των δεξιώσεων από αριστερά ενώ από την απέναντι μεριά βρίσκεται το γραφείο του Δημάρχου.
«Πρόκειται για την Πινακοθήκη πορτρέτων όλων των δημάρχων που έχουν περάσει από εδώ. Αν και πρέπει να πω ότι μέσα στο δημαρχείο σήμερα δεν βρίσκεται ολόκληρη η συλλογή καθώς μέρος της εκτίθεται και στην Δημοτική Πινακοθήκη» λέει η κ. Αντωνοπούλου η οποία σπεύδει να μου δείξει το πορτρέτο του Καλλιφρονά, ενός από τους πρώτους δημάρχους της Αθήνας ο οποίος εικονίζεται να φοράει φουστανέλα.
«Μάλλον θέμα δύσκολο και λεπτών ισορροπιών η προσωπογραφία έπρεπε, στο τέλος κυρίως του περασμένου αιώνα αλλά κα αργότερα να εξυπηρετεί την αυταρέσκεια των εικονιζομένων κινούμενη στο πνεύμα της ρεαλιστικής απόδοσης της μορφής αλλά και με παράλληλες τάσεις εξιδανίκευσής της. Είναι γνωστή η παγερή έως και εχθρική υποδοχή με την οποία αντιμετωπίστηκαν φιλοτεχνήματα από τον πολύ σημαντικό ζωγράφο Πολυχρόνη Λεμπέση που δεν ανταποκρίθηκαν στον ναρκισσισμό των μοντέλων του» σημειώνεται από την κ. Νέλλη Κυριαζή, πρώην διευθύντρια της Δημοτικής Πινακοθήκης σε κείμενο της που έτυχε να διαβάσω σχετικά με την εν λόγω συλλογή των πορτρέτων.
Πάντως όσο περνάνε οι εποχές κανείς παρατηρεί και πώς αλλάζει το στυλ της ζωγραφικής. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους νεότερους δημάρχους από τον κ. Έβερτ και έπειτα.
Αυτό που κλέβει την παράσταση όμως μέσα σε αυτή την λαμπρή, αν και κάπως πομπώδη αίθουσα Δεξιώσεων με το μεγάλο τραπέζι από βαρύ ξύλο στη μέση δωματίου και τις τεραστίων διαστάσεων πόρτες, είναι οι βιτρίνες με τα κεραμικά ομοιώματα των δημάρχων που πέρασαν από εδώ. Ξεκινώντας από τον Ανάργυρο Πετράκη που υπήρξε ο πρώτος δήμαρχος της πόλης και φτάνοντας στον κ. Αβραμόπουλο (εκεί σταμάτησε αυτή η παράδοση) μπορείς να κάνεις χάζι αυτά τα «κουκλάκια» με τις ώρες.
«Η συλλογή αυτή ξεκίνησε πάλι επί δημάρχου Κοτζιά και πρόκειται για έργα της γλύπτριας, ζωγράφου και διακοσμήτριας Λουκίας Γεωργαντή. Φυσικά όταν πέθανε η Γεωργαντή η συλλογή συνεχίστηκε για μερικά χρόνια ακόμα από τους μαθητές της. Είναι έργα μικρογλυπτικής που έχουν δημιουργηθεί από ψημένο πηλό (τερακότα). Αυτό που τα κάνει τόσο επιτυχημένα είναι η εξαντλητική μελέτη και σχεδιασμός των χαρακτηριστικών του προσώπου, της στάσης, των χειρονομιών αλλά και της λεπτομερούς ενδυμασίας τους» ενημερώνει η κ. Αντωνοπούλου.
Στην συνέχεια αυτής της αίθουσας είναι που τελούνται και οι πολιτικοί γάμοι της Αθήνας. Κάθε Τετάρτη και κάθε τελευταίο Σάββατο του μήνα.
Από την απέναντι πλευρά τώρα, στον προθάλαμο που υπάρχει πριν το γραφείο του Δημάρχου υπάρχουν τα Αθηναϊκά Τοπία του Στέφανου Λάντζα. «Πρόκειται για τρία έργα που δείχνουν αρχαίες απεικονίσεις της Αθήνας και εντάσσονται στη μεγάλη θεματική ενότητα της ζωγραφικής ερειπίων που λειτουργούσε σαρωτικά την εποχή του Λαντζά, ως απόηχος του ρομαντικού φιλλεληνισμούς των ξένων περιηγητών στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.»
Στο βάθος είναι το γραφείο του Δημάρχου. Μάλιστα είναι και ο ίδιος ο Δήμαρχος εδώ, καθισμένος στο γραφείο του με τα άπειρα χαρτιά και κάτι κοιτάει στον υπολογιστή. «Ένα από τα πιο αξιόλογα έργα που υπάρχει εδώ είναι ένα έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, Η Παναγία» μου λέει η κ. Αντωνοπούλου η οποία μου προτείνει να επισκεφθούμε την παλαιά αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, εκεί που βρίσκεται η τοιχογραφία του Γουναρόπουλου.
«Ήταν το 1937 όταν ο Δήμος Αθηναίων ανέθεσε στον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο να κοσμήσει το Δημαρχιακό Μέγαρο της Πλατείας Κοτζιά. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό μια και πρόκειται για μια ονειρική τοιχογραφία συνολικής έκτασης 113 τ.μ., φτιαγμένη με χρώματα λαδιού και κερί, η οποία αναπαριστά την ιστορία της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι τη δεκαετία του '30. Κι εφόσον βρισκόμαστε σε μια αίθουσα με πολιτική δράση, η κορωνίδα των σχεδίων του είναι ο Περικλής και η Δημοκρατία, δηλαδή ο Περικλής και η Ακρόπολη».
Στην κάτω πλευρά αναγνωρίζω την Ασπασία, την Νίκη που τον στεφανώνει, την θεά Αθηνά πάνω, τις μούσες δεξιά κι αριστερά, όπως και τους Αθηναίους, Φειδίας και ο Ικτίνο, τον μηχανικό και τον γλύπτη του Παρθενώνα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά βλέπω και πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία της Αθηναϊκής αρχαίας ιστορίας, όπως την Αθηνά και τον Ποσειδώνα στη διαμάχη τους για την κυριαρχία στην Αττική Γη ή τον Θησέα με την μητέρα του τη Αίθρα όταν ανακαλύπτει τα όπλα κάτω από τον βράχο ή τους Αθηναίους με τον πατέρα του τον Αιγαία που παρατηρούν το πλοίο με την μαύρη σημαία. Στην ουσία πρόκειται για την εξιστόρηση όλων αυτών των μύθων που υπάρχουν για την Αθήνα.
Ένας άλλος τοίχος έχει ναυμαχίες και μάχες, όπως τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και του Μαραθώνα, τον Σωκράτη που πίνει το κώνειο και η εξιστόρηση της Αθήνας φτάνει μέχρι τον Ηρώδη τον Αττικό, τον Καραϊσκάκη, τον Φαβιέρο και άλλους. Πράγματι το έργο του Γουναρόπολου είναι πολύ εντυπωσιακό αν και κάπως «ζαλιστικό». «Είναι γνωστός για αυτή την τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί δημιουργώντας σπείρες φωτός. Αυτό ήταν και στο στυλ που τον έκανε διάσημο όπως και το πολύ λεπτό σχέδιο. Όλες οι συνθέσεις θυμίζουν αγγεία της αρχαιότητας» προσθέτει η κ. Αντωνοπούλου η οποία αφήνει για το τέλος την επίσκεψη στο γραφείο όπου υπάρχει άλλη μια μνημειακή τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου.
«Την ίδια εποχή, εκτός από τον Γουναρόπουλο, η Δημοτική Αρχή απευθύνει πρόσκληση και στον κορυφαίο ζωγράφο Φώτη Κόντογλου, ο οποίος θα φτιάξει αυτή την τοιχογραφία στην οποία παρελαύνουν αγωνιστές, στρατηγοί, ηγεμόνες, βασιλείς, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, άγιοι. Μυθολογικοί ήρωες, όπως ο Θησέας, ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας, όπως ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος, βυζαντινοί αυτοκράτορες και πολέμαρχοι σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όλοι τους δοσμένοι με βυζαντινή τεχνοτροπία. Το πιο σημαντικό που κάνει σε αυτή την τοιχογραφία είναι ότι αναπαριστά τις κυριότερες μορφές του ελληνισμού σαν να είναι άγιοι της Εκκλησίας δηλαδή στέκονται μετωπικά στη σειρά. Τους έχει ντύσει μάλιστα και με ενδύματα που παραπέμπουν σε βυζαντινούς αγίους δημιουργώντας ένα έργο μέσα σε ένα κοσμικό κτίριο σαν να είναι σε εκκλησία.»