Αντίθετο στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που παρουσιάζει η κυβέρνηση είναι η ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που δημοσιοποιήθηκε από τον επιστημονικό διευθυντή του ΙΝΕ καθηγητή κ. Γ. Αργείτη και τον πρόεδρος της Συνομοσπονδίας κ. Γ. Παναγόπουλο.
«Η ελληνική οικονομία αναζητά μια ανοδική διέξοδο» τόνισε ο κ. Αργείτης, ωστόσο τα στοιχεία και τα σημερινά δεδομένα δεν υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια σταθερή διατηρήσιμη αναπτυξιακή δυναμική.
Ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου αμφισβήτησε τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την ανάπτυξη του 2018 κατά 2,8%, ενώ μίλησε για «ψευδαισθήσεις, αυταπάτες και αστήριχτες εκτιμήσεις». Δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του 2018 σημείωσε και πρόσθεσε ότι αυτό θα σημάνει νέα μέτρα.
«Οι αμυδρές ενδείξεις για βελτίωση των δεδομένων δεν συνιστούν αλλαγή του οικονομικού κλίματος», πρόσθεσε και χαρακτήρισε ως αστείο τη λεγόμενη δίκαιη ανάπτυξη. Την πραγματική ανεργία το β' τρίμηνο του 2017 στο 28,7% οριοθετεί επίσης η έκθεσή διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εκείνες που μπορούν να οδηγούν στο συμπέρασμα για «σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γ. Παναγόπουλος τόνισε ότι η οικονομία παραμένει στο κατώτατο σημείο πτώσης που βρέθηκε μετά το 2013 και δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν για την «έναρξη δυναμικής μεγένθυσής της». Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτές τις προϋποθέσεις σημείωσε και πρόσθεσε: «τα υπάρχοντα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι ούτε βιώσιμα ούτε διατηρήσιμα».
Εκτίμησε ότι η χώρα θα παραμείνει σε επιτροπεία και μετά το 2018 και πως η προληπτική γραμμή στήριξης θα δοθεί στη χώρα μόνο με την υπογραφή νέου μνημονίου. Χαρακτήρισε τέλος ως «μετέωρα» τα κυβερνητικά αφηγήματα για λύση του χρέους και έξοδο της χώρας από την επιτήρηση.
Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης
1. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής. Για δεύτερη φορά μετά το 2014 αναζητά διέξοδο από την εύθραυστη σταθεροποίησή της στο χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013.
2. Δεν παρατηρούνται οι μακροοικονομικοί και οι παραγωγικοί μετασχηματισμοί που θα δημιουργούσαν ουσιαστικές προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας προς μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη.
3. Οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α' τριμήνου του 2008, κάνοντας εμφανές το τεράστιο επενδυτικό κενό στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομία. Υπολογίζεται ότι –με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων του 2016– ο όγκος των επενδύσεων θα φτάσει στο επίπεδο του α' τριμήνου του 2008 το α' τρίμηνο του 2033.
4. Η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α' τριμήνου του 2008. Το επίπεδό της δεν θα είναι διατηρήσιμο δεδομένων των επικείμενων μέτρων λιτότητας και αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία.
5. Ο όγκος των εξαγωγών σε πραγματικούς όρους απέχει πολύ από το να καταστεί βασικός αναπτυξιακός μοχλός της οικονομίας.
6. Παρατηρούνται υψηλά ποσοστά υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.
7. Η σημαντική αύξηση των επισφαλών θέσεων εργασίας επηρεάζει τη μεταβολή των μισθών, καθώς ο μέσος μισθός των απασχολουμένων με μερική απασχόληση ήταν το 2016 397,67 ευρώ. Η εξέλιξη αυτή επιφέρει σοβαρές μακροοικονομικές επιπτώσεις, καθώς ουσιαστικά λειτουργεί ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας.
8. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της EU-SILC για το 2015, το 34,7% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και το 42,13% των εργαζομένων με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου. Το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων κινείται γύρω και κάτω από το όριο της φτώχειας είναι ένδειξη της εύθραυστης κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας.
Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αναζητά έναν δυναμικό μηχανισμό δημιουργίας εισοδημάτων και ροών ρευστότητας που θα ενεργοποιήσει διατηρήσιμες επεκτατικές τάσεις στον πραγματικό τομέα, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και θα βελτιώσει τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα του τραπεζικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας.
Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι προϋπόθεση για την ουσιαστική έξοδο της χώρας από την κρίση χρέους και για τη δημιουργία βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που θα την αποδεσμεύσουν από την επιτροπεία των δανειστών.