«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού: Σε ασφυξία η οικονομία από τη φοροκεντρική πολιτική

«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού: Σε ασφυξία η οικονομία από τη φοροκεντρική πολιτική Facebook Twitter
1

«Καμπανάκι» για την υπερφορολόγηση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, κρούει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην έκθεσή του για το τρίμηνο Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2017.


Ειδικότερα, στην έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως «λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των φορολογικών μεγεθών στην Ελλάδα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η φορολογική πολιτική που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα - και η οποία στηρίζεται στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης - λειτουργεί ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξή της χώρας. Η συνέχιση της φοροκεντρικής πολιτικής επιτείνει την κατάσταση "ασφυξίας" της οικονομίας ενώ σε πρακτικό επίπεδο μεγάλο μέρος των φόρων δεν εισπράττονται.


»Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές – που στο σύνολό τους ανέρχονται σε € 98,2 δισ., τα οποία οφείλουν 3,8 εκατ. φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις - αυξάνονται με ρυθμό περίπου € 1 δισ. το μήνα. Επίσης, η κατανομή των φορολογικών βαρών στους πολίτες (φόρος εισοδήματος) είναι ανισοβαρής, δηλαδή αφενός μεν μεγάλο ποσοστό φορολογουμένων πληρώνει ελάχιστο φόρο – κάτι που καταδεικνύει τα υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, αλλά και τα υψηλά ποσοστά φτώχειας - αφετέρου δε σχετικά υψηλά εισοδήματα φορολογούνται υπέρμετρα, δημιουργώντας αντικίνητρα για εργασία».


Επίσης, «παρά τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας, τα φορολογικά έσοδα παραμένουν σχετικά χαμηλά. Οι υψηλοί συντελεστές - αλλά και οι άλλοι σχετικοί παράγοντες- λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και ενισχύουν την "έξοδο" των ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλες χώρες με πιο φιλικό περιβάλλον για το "επιχειρείν"».


Σύμφωνα με το Γραφείο Προυπολογισμού, οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας.


Διαπιστώνει δηλαδή πως «η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση», ενώ καταγράφει τη σημαντική πρόοδο που επιτεύχθηκε στο διάστημα αυτό στις σχέσεις της χώρας μας με τους θεσμούς συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ. Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, οι μήνες που πέρασαν μπορούν να χαρακτηριστούν ως το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεών μας τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, ενώ νέο στοιχείο είναι η προσέγγιση με τις ΗΠΑ που - όπως σημειώνεται - είναι σημαντική για λόγους οικονομίας και ασφάλειας.


Ειδικότερα, σε ότι αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας τονίζεται ότι: «Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση. Για το 2017 αναμένεται σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης με 1,8%. Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2018 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%». Στο σημείο αυτό οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν τις εκτιμήσεις ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται επενδύσεις πάνω από 100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία 2017-2022.

Στην έκθεση τονίζεται ακόμη ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. «Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης» σημειώνεται χαρακτηριστικά. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «Ακόμα και μια "καθαρή" έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία».

Ακόμη, επισημαίνεται πως «κατά την εκτίμησή μας δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις. Ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (κόκκινα δάνεια). Ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, αλλά γενικά διαπιστώνουμε βραδύτητα.

»Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία. Επίσης, η χώρα παραμένει τρωτή έναντι απρόοπτων και απότομων εξωτερικών διαταραχών («σοκ») κυρίως λόγω του υπέρογκου χρέους. Το ΓΠΚΒ υποστήριξε εξ αρχής ότι χρειάζεται να εξαλειφθεί ιδίως αυτή η πηγή κινδύνων».

Σχετικά με το χρέος, σημειώνει πως «η ελάφρυνση είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021! Χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει!».

Σε ότι αφόρα τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας σημειώνεται ότι «η δημοσιονομική πορεία μειώνει την αβεβαιότητα βραχυχρόνια. Ο γενικός στόχος για το 2017 και 2018 είναι να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% ΑΕΠ και 3,5% ΑΕΠ αντίστοιχα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποφευχθεί η λήψη νέων μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα το 2018. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το εννεάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2017, ο στόχος για το έτος αυτό επιτυγχάνεται. Επίσης, το υπουργείο οικονομικών ανεπίσημα πληροφορεί ότι για ολόκληρο το 2017 οι θεσμοί συμφωνούν ότι θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,05% πάνω από τον στόχο της χρονιάς. Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές τότε θα υπάρχει ένα περιθώριο πάνω από 1,8 δισ. ευρώ για τη διανομή "κοινωνικού μερίσματος". Η κυβέρνηση σχεδιάζει να το διανείμει ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Η εξαγγελία κάνει πάλι επίκαιρο το δίλημμα "αναδιανομή ή ανάπτυξη". Σημειώνουμε ότι ο τρόπος χρησιμοποίησης των πόρων που προκύπτουν από την υπέρβαση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων έχει σαφώς καθορισθεί στις συμφωνίες με τους θεσμούς, πράγμα που περιορίζει τη σχετική διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης».

Πάντως, η έκθεση κάνει λόγο για ανέφικτα πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. «Έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!). Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060! Βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος "δημοσιονομικός χώρος", ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο».

Επιπλέον, τονίζεται ότι «η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους)».

Όσον αφορά την αγορά εργασίας «στην κατ' αρχάς θετική όψη των πραγμάτων ανήκει και η διαγραφόμενη μείωση της ανεργίας. Η ανεργία υποχωρεί φέτος ραγδαία και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα προσεγγίσει το 20%, για την ακρίβεια θα διαμορφωθεί στο 20,2%. Τον περασμένο Ιούνιο διαμορφώθηκε στο 21,2%, από 23,5% που ήταν ο μέσος όρος το 2016, 25% το 2015, 26,5% το 2014 και 27,5% το 2013. Για το 2018 εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 19%. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, είναι υψηλό το ποσοστό των απασχολούμενων μερικής απασχόλησης και οι μέσες μεικτές αποδοχές τους ανέρχονται σε 394,13 ευρώ! Συναφώς, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης!».

Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να συνεχιστούν. Απαιτείται ευελιξία, με σωστά οργανωμένες ευέλικτες μορφές εργασίας. Κύριος όμως στόχος, θα είναι οι ποιοτικές και σταθερές θέσεις εργασίας. Είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός ρεαλιστικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας δεν είναι η πεντάμηνη απασχόληση. Τα κοινωφελή προγράμματα, αποτελούν μια προσωρινή λύση. Οι αμοιβές της κοινωφελούς εργασίας, μόνο επιδόματα βοήθειας, μπορούν να θεωρηθούν. Είναι προφανές, ότι είναι προτιμότερη η ύπαρξη πολιτικών ενεργοποίησης και κατάρτισης.

»Η επιδείνωση του βιοτικού επίπεδου, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος, η μηδενική προοπτική καριέρας και οι στάσιμοι μισθοί που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, οδηγούν με βεβαιότητα στη πλήρη φτωχοποίηση της χώρας. Η αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, θα οδηγήσει σε υψηλότερους μισθούς και καλύτερους όρους εργασίας, οδηγώντας σε ομαλοποίηση της αγοράς εργασίας. Πάση θυσία, πρέπει να αποφευχθεί, η ανάπτυξη του φαινομένου του «εργαζόμενου-φτωχού» και μάλιστα του "νέου εργαζόμενου-φτωχού"».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προχωρά μέσω της έκθεσής του σε συστάσεις προς την κυβέρνηση:

  1. Να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη διάχυση της καινοτομίας και επομένως, της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας (growth potential). Πολλές μεταρρυθμίσεις παραμερίζουν τα εμπόδια για παραγωγικές επενδύσεις. Σοβαρές επενδυτικές αποφάσεις εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (όπου ένα πρώτο βήμα έγινε με την πρόβλεψη στον αναπτυξιακό νόμο ότι επενδύσεις που υπάγονται σε αυτόν δεν θα φοβούνται αλλαγές για μια δεκαετία), τη χωροταξία που θα βελτίωνε την προβλεψιμότητα της ρυθμιστικής πολιτικής και την αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση. Υπενθυμίζουμε ότι σε σχέση με την τελευταία η χώρα έχει δεσμευθεί για σειρά αλλαγών (αξιολόγηση κλπ), που όμως αντιμετωπίζουν ισχυρές αντιδράσεις.
  2. Να εντείνει τις προσπάθειες για ρύθμιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
  3. Να συνεχίσει τις προσπάθειες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, μειώνοντας το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα.
  4. Να ολοκληρώσει την επανεξέταση των κρατικών δαπανών (spending review). Η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει με πρωτοβουλία του Αν. Υπουργού Οικονομικών και φαίνεται ότι αποδίδει αν κρίνουμε από την προβλεπόμενη για το 2018 μείωση της κρατικής κατανάλωσης. Συναφώς, η επανεξέταση δεν θα πρέπει να έχει μοναδικό στόχο τη μείωση των δαπανών αλλά κυρίως τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας τους με τις αναγκαίες ανακατανομές.
  5. Να εντείνει τις προσπάθειες κατά της φοροδιαφυγής αρχίζοντας από τις εμφανέστερες και μεγάλες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή που συνδέονται με τη διακίνηση του πετρελαίου.
  6. Να ενθαρρύνει σαφή πρόοδο στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να αρχίσει σταδιακά να αποκαθίσταται η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στη χώρα, παρέχοντας την απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία
  7. Να αξιοποιήσει πλήρως, εγκαίρως και αποτελεσματικά όλες οι δυνητικές πηγές ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
  8. Να εκτελεί ομαλά τον προϋπολογισμό, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων.
  9. Να συνεχίσει την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, χωρίς τη μαζική συσσώρευση νέων.

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, όπως σημειώνεται στην έκθεση, θα καταστούν δυνατές νέες εκδόσεις ομολόγων με ανεκτούς όρους (χαμηλότερα επιτόκια).

Οικονομία
1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καμπανάκι από την ΕΚΤ: Κίνδυνος για νέα κρίση χρέους στην Ευρωζώνη

Οικονομία / Καμπανάκι από την ΕΚΤ: Κίνδυνος για νέα κρίση χρέους στην Ευρωζώνη

Η ΕΚΤ επισήμανε «τα αυξημένα επίπεδα χρέους και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα», καθώς και την υποτονική ανάπτυξη και τις αβεβαιότητες που προκαλούνται από τα πρόσφατα «εκλογικά αποτελέσματα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο»
LIFO NEWSROOM