Η Παγκόσμια Τράπεζα ανησυχεί ότι «περαιτέρω αρνητικά σοκ» θα μπορούσαν να ωθήσουν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση το 2023, με τα μικρά κράτη να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα.
Η προειδοποίηση περιλαμβάνεται σε περίληψη της εξαμηνιαίας έκθεσης «Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές» που αναμένεται να δημοσιευθεί την Τρίτη (10 Ιανουαρίου) και είναι προσβάσιμη στον ιστότοπο του ομίλου Open Knowledge Repository.
Ακόμη και χωρίς άλλη κρίση, η παγκόσμια ανάπτυξη φέτος «αναμένεται να επιβραδυνθεί απότομα, αντανακλώντας τη σύγχρονη αυστηροποίηση της πολιτικής με στόχο τον περιορισμό του πολύ υψηλού πληθωρισμού, την επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών και τις συνεχείς αναταράξεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία» αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Χρειάζονται «επείγουσες παγκόσμιες και εθνικές προσπάθειες» για να μετριαστεί ο κίνδυνος μιας τέτοιας ύφεσης, καθώς και της αύξησης του χρέους στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει κάτω από τον μέσο όρο των δύο τελευταίων δεκαετιών, ανέφερε.
«Είναι ζωτικής σημασίας οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να διασφαλίσουν ότι η όποια δημοσιονομική στήριξη επικεντρώνεται στις ευάλωτες ομάδες, ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν καλά εδραιωμένες, καθώς και ότι τα χρηματοπιστωτικά συστήματα συνεχίζουν να είναι ανθεκτικά», ανέφερε.
Παρόμοια αιτήματα έχουν διατυπώσει οι κεντρικοί τραπεζίτες από όλο τον κόσμο, καθώς αυξάνουν επιθετικά τα επιτόκια για να μετριάσουν τις πιέσεις στις τιμές, ενώ οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιορίζοντας το ενεργειακό κόστος.
Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα στο μήνυμά της για το 2023 προειδοποίησε ότι ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με «μια δύσκολη χρονιά, πιο δύσκολη από τη χρονιά που αφήνουμε πίσω μας».
Το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα βρίσκεται σε ύφεση, επειδή οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα επιβραδύνουν ταυτόχρονα, δήλωσε στο Face the Nation του CBS σε συνέντευξη που προβλήθηκε την 1η Ιανουαρίου.