Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο κορυφαίος χορηγός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αντιδρούν στην πρόταση να γίνει ο οργανισμός πιο ανεξάρτητος, σύμφωνα με το Reuters.
Το πρακτορείο ειδήσεων επικαλείται τέσσερις αξιωματούχους που συμμετείχαν στις συνομιλίες, και παρουσιάζει αποκλειστικά τις πληροφορίες του αναφορικά με το θέμα καθώς εγείρονται αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν προς τον οργανισμό του ΟΗΕ.
Η πρόταση, που έγινε από την ομάδα εργασίας του ΠΟΥ για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, θα αυξήσει την πάγια ετήσια συνεισφορά κάθε κράτους μέλους, σύμφωνα με έγγραφο, που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου.
Το σχέδιο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης μεταρρυθμιστικής διαδικασίας που πυροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού, η οποία έχει επισημάνει τους περιορισμούς της εξουσίας του ΠΟΥ στο να παρεμβαίνει νωρίς σε μια κρίση.
Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση επειδή έχει ανησυχίες για την ικανότητα του ΠΟΥ να αντιμετωπίσει μελλοντικές απειλές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, ανέφεραν Αμερικανοί αξιωματούχοι στο Reuters.
Αντίθετα, πιέζει για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού ταμείου, που θα ελέγχεται άμεσα από δωρητές, το οποίο θα χρηματοδοτεί την πρόληψη και τον έλεγχο των έκτακτων περιστατικών υγείας.
Σύμφωνα με την πρόταση που έχει δημοσιευτεί, συστήνεται να αυξηθούν σταδιακά ως το 2024 οι υποχρεωτικές συνεισφορές των κρατών μελών, ώστε να αντιστοιχούν στο ήμισυ του βασικού προϋπολογισμού των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων του οργανισμού έως το 2028, σε σύγκριση με λιγότερο από 20% που ισχύει τώρα.
Ο βασικός προϋπολογισμός του ΠΟΥ στοχεύει στην καταπολέμηση των πανδημιών και στην ενίσχυση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε όλο τον κόσμο.
Συγκεντρώνει επίσης ένα επιπλέον 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων παγκόσμιων προκλήσεων όπως οι τροπικές ασθένειες και η γρίπη.
Οι υποστηρικτές λένε ότι η τρέχουσα εξάρτηση από την εθελοντική χρηματοδότηση από τα κράτη μέλη και από φιλανθρωπικές οργανώσεις όπως το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς αναγκάζει τον ΠΟΥ να επικεντρωθεί στις προτεραιότητες που έχουν θέσει οι χρηματοδότες και τον καθιστά λιγότερο ικανό να επικρίνει τα μέλη όταν τα πράγματα πάνε στραβά.
Μια ανεξάρτητη επιτροπή για τις πανδημίες από την άλλη έχει ζητήσει πολύ μεγαλύτερη αύξηση των υποχρεωτικών τελών, στο 75% του βασικού προϋπολογισμού, θεωρώντας το τρέχον σύστημα ως «μείζονα κίνδυνο για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία» του ΠΟΥ.
Ο ίδιος ο ΠΟΥ απάντησε σε σχετικό ερώτημα λέγοντας ότι «μόνο ευέλικτα και προβλέψιμα κεφάλαια μπορούν να επιτρέψουν στον ΠΟΥ να εφαρμόσει πλήρως τις προτεραιότητες των κρατών μελών».
Οι κορυφαίοι δωρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, υποστηρίζουν το σχέδιο, μαζί με τις περισσότερες αφρικανικές, νοτιοασιατικές, νοτιοαμερικανικές και αραβικές χώρες, όπως δήλωσαν τρεις από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Η πρόταση πρόκειται να συζητηθεί στη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του ΠΟΥ την επόμενη εβδομάδα, αλλά οι υφιστάμενες διαφορές αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην υπάρξει κάποια συμφωνία, υποστήριξαν τρεις από τους αξιωματούχους.
Ο ΠΟΥ επιβεβαίωσε ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών και είπε ότι οι συνομιλίες είναι πιθανό να συνεχιστούν μέχρι την ετήσια συνάντηση τον Μάιο της Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας, του κορυφαίου οργάνου λήψης αποφάσεων του οργανισμού.
Οι χορηγοί από την Ευρώπη προτιμούν ιδιαίτερα την ενδυνάμωση, παρά την αποδυνάμωση, των πολυμερών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του ΠΟΥ.
Ευρωπαίος αξιωματούχος είπε ότι το σχέδιο των ΗΠΑ «προκαλεί σκεπτικισμό σε πολλές χώρες» και σημείωσε πως η δημιουργία μιας νέας δομής που θα ελέγχεται από δωρητές και όχι από τον ΠΟΥ, θα αποδυναμώσει την ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει μελλοντικές πανδημίες.
Υπενθυμίζεται ότι η Ουάσιγκτον ασκεί κριτική στον ΠΟΥ εδώ και αρκετό καιρό. Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε φτάσει σε σημείο να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον ΠΟΥ, κατηγορώντας τον ότι υπερασπίστηκε τις αρχικές καθυστερήσεις της Κίνας στην ανταλλαγή πληροφοριών όταν εμφανίστηκε εκεί ο COVID-19 το 2019.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Μπάιντεν επανάφερε τις ΗΠΑ αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, αλλά αξιωματούχοι είπαν στο Reuters ότι πιστεύουν πως ο ΠΟΥ χρειάζεται σημαντική μεταρρύθμιση και εξέφρασαν ανησυχίες για τη διακυβέρνηση, τη δομή και την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες απειλές, κυρίως από την Κίνα.
Ένας από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους είπε ότι άλλες μεγάλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Βραζιλίας, είναι επίσης διστακτικές σχετικά με την πρόταση για τον ΠΟΥ.
Δύο από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους δήλωσαν ότι η Κίνα δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τη θέση της, ενώ ένας τρίτος ανέφερε το Πεκίνο μεταξύ των επικριτών της πρότασης.
Με πληροφορίες του Reuters