Η Αλεξάνδρα Σταματοπούλου, χρυσή παραολυμπιονίκης στο Παρίσι, μιλά για όλα όσα σημάδεψαν τη διαδρομή της, από τη σιωπή της διάγνωσης μέχρι το μοναχικό βάθρο της νίκης. Η αφήγησή της φανερώνει το εύρος ενός εσωτερικού αγώνα που ξεπερνά τα όρια του σωματικού πόνου.
«Ήμουν μεγάλο outsider. Μέχρι την τελευταία μέρα των αγώνων έβγαινα εκτός δεκάδας. Την τελευταία ημέρα, έκλεισα κινητά, έκανα διαλογισμό όλη την ημέρα, δεν έφαγα τίποτα και είπα: “Πάμε να δούμε”. Μπήκα στην αρένα με 15 πίεση και ήξερα ότι δεν θα μου βγει σε καλό αν συνεχίσω έτσι. Ο προπονητής μου με κοίταξε και μου είπε: «Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι, ας βγεις τελευταία, αλλά ηρέμησε».
Όταν μπήκα στο call room, το άγχος έφυγε σαν να πάτησε κάποιος ένα κουμπί. Ξεκίνησα σχεδόν αργά, με ρυθμό. Μόλις είδα ότι είμαι κοντά στις άλλες αθλήτριες, η αδρεναλίνη μού έδωσε ώθηση και τα έδωσα όλα. Τερμάτισα πρώτη. Κοίταξα το wall. Δεν το πίστευα. Νόμιζα ότι ήταν ψευδαίσθηση. Μόλις άκουσα το όνομά μου, ξέσπασα σε κλάματα.
Τη διάγνωσή μου τη μάθαμε καλύτερα μέσω της Σελίν Ντιόν. Η πάθηση προκαλεί δυσκαμψία των μυών στην παρατεταμένη κίνηση, στα κάτω άκρα, αλλά και στα άνω –μέχρι και τον λαιμό. Δεν μπορώ πάντα να καταπιώ ή να ανασάνω εύκολα. Κάνω λογοθεραπεία για να μπορώ να καταπίνω.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίστηκαν στα 14. Βάδιζα δύο βήματα και έπεφτα. Κάψιμο, μουδιάσματα, εξάντληση. Νόμιζα ότι απλώς κουράστηκα από την ενόργανη, όπου πήγαινα για πρωταθλητισμό. Πήρα κορτιζόνη, σταμάτησα τον αθλητισμό, αλλά το 2008 ήρθε η πρώτη έξαρση. Σφιξίματα σε όλη τη δεξιά πλευρά. Η κορτιζόνη δεν με κάλυπτε πια. Οι γιατροί μπέρδευαν την κατάστασή μου με σκλήρυνση κατά πλάκας ή πάρκινσον. Το 2010, έφτασα 37 κιλά. Μπήκα στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ), δεν μπορούσα να αναπνεύσω μόνη μου. Εκεί, διαγνώστηκα με stiff person (Σύνδρομο του καθηλωμένου ατόμου). Ξεκίνησαν οι πλασμαφαιρέσεις.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να σταθεροποιηθώ. Οι γιατροί μού είπαν: «Μπες στην κολύμβηση, αυτό θα είναι το μέλλον σου». Στην αρχή θύμωσα. Σιχαινόμουν την κολύμβηση. Νόμιζα ότι μου έλεγαν “αυτό μπορείς να κάνεις πλέον”. Μετά είδα ένα inspiring βίντεο. Κάτι άναψε μέσα μου. Είπα: “Αυτό θα είναι το επαγγελματικό μου μέλλον”.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επαγγελματισμός στα παραολυμπιακά αθλήματα. Δεν έχουν απαιτήσεις από εμάς, εκτός από τη στιγμή των μεταλλίων. Όταν επιστρέψεις χωρίς μετάλλιο, κανείς δεν σου λέει “μπράβο”.
Γεννήθηκα στη Ρουμανία και υιοθετήθηκα στα 5. Οι γονείς μου είδαν την ελαστικότητά μου, με αξιολόγησαν ειδικοί, μπήκα στον αθλητισμό. Όταν ήρθε η αναπηρία, ένιωσα ότι ένα όνειρο τελείωσε. Δεν ήξερα ότι θα ξανάρθει στη ζωή μου.
Ναι, θα ήθελα να τρέχω σαν τα άλλα παιδιά. Αλλά υπήρχαν κι άλλα δεδομένα. Έχω μάθει να μη ζητώ πολλά, να μην έχω πολλές προσδοκίες. Απογοητεύομαι μόνο όταν έχω προσπαθήσει πολύ και εξωγενείς παράγοντες μου γκρεμίζουν ό,τι έχω χτίσει – νόμοι, άνθρωποι, αδιαφορία. Με θυμώνει η σκέψη ότι και οι επόμενες γενιές θα περάσουν αυτά που πέρασα.
Το 2018 μίλησα στην κάμερα για όσα μου συνέβησαν. Δεν άλλαξε τίποτα. Συνέχισα να μαζεύω υπογραφές, να μιλώ με υπουργεία. Μέχρι που στο Τόκιο μου είπαν: «Αν συνεχίσετε να μιλάτε, ίσως να μη συμμετάσχετε». Εκεί κατέρρευσα. Αλλά τους πήρα τηλέφωνο και είπα: «Θα συνεχίσω». Ο αγώνας δεν σταμάτησε ποτέ.
Στο Παρίσι πήγα χωρίς χορηγούς. Και αν γίνει το ίδιο στο Λος Άντζελες, δεν με νοιάζει. Αν μια μέρα το όραμά μου γίνει πραγματικότητα – δηλαδή τα παιδιά να έχουν ό,τι αξίζουν χωρίς να παρακαλούν– τότε θα είμαι ευτυχισμένη.
Στην απονομή δεν ήταν κανείς. Ήθελα να βιώσει κάποιος τη χαρά μαζί μου αλλά ήμουν μόνη. Μόνο εγώ και ο προπονητής μου. Έψαχνα σαν τα παιδάκια ποιος θα έρθει να με χειροκροτήσει. Ήρθαν κάποιοι τελευταία στιγμή. Δεν πρόλαβα να το χαρώ.
Τώρα ο στόχος μου είναι να πάω στο Λος Άντζελες, αν και είχα πει ότι ίσως σταματήσω. Δεν υπάρχει άλλος σε αυτή την κατηγορία, δεν παίρνω κανενός τη θέση».