O σημαντικότερος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι ο εγκλωβισμός και η καθήλωση της οικονομίας στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, περιορισμένων ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών, προειδοποιεί στο εβδομαδιαίο δελτίο του Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
«Η παραγωγική καθήλωση οδηγεί και σε μισθολογική καθήλωση», παρατηρεί ο ΣΕΒ, προσθέτοντας πως εν μέσω διεθνών τεχνολογικών και παραγωγικών ανακατατάξεων, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους κλάδους των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών και ειδικότερα στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες τεχνολογίας.
«Τα στοιχεία που αναλύονται στην παρούσα Ειδική Έκθεση επιβεβαιώνουν ότι την περίοδο 2014-2017 η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει τα συμπτώματα αυτής της καθήλωσης καθώς η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας που έχει δημιουργηθεί εντοπίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση στο εμπόριο και την εστίαση», σημειώνει ο ΣΕΒ.
Η ΤτΕ στα πλαίσια της διαδικασίας που έχει εκκινηθεί για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού ζήτησε από το Υπουργείο Εργασίας αναλυτικά στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ (τα οποία θα έπρεπε ούτως ή άλλως να αποτελούν δημόσια δεδομένα). Αυτά τα στοιχεία τέθηκαν στην διάθεση και των φορέων που συμμετέχουν στη θεσμοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό.
Ο τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ προχώρησε (αναμένοντας από το Υπουργείο Εργασίας και τα στοιχεία για το 2018) σε ανάλυση των στοιχείων αυτών, από τα οποία προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Το 2017, περίπου ένας στους τέσσερις απασχολουμένους αμειβόταν, κάθε μήνα, με 500 ευρώ το πολύ.
Οι κλάδοι που βρίσκονται στις τρεις πρώτες θέσεις απασχόλησης με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό (εστίαση με 25,5% των απασχολούμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό, χονδρικό και λιανικό εμπόριο 22,71%) είναι οι κλάδοι που εμφανίζονται και στην πρώτη δεκάδα των κλάδων με την μεγαλύτερη μεταβολή της συνολικής απασχόλησης και αντιπροσωπεύουν το 52% (89 χιλιάδες περίπου) των νέων θέσεων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό την περίοδο 2014-2017 (171 χιλ. νέες θέσεις εργασίας).
Συνολικά, το 77,14% των εργαζόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό απασχολούνται σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Στις μεσαίες επιχειρήσεις ο λόγος αυτός γίνεται 1 στους 2 και στις μεγάλες επιχειρήσεις 1 στους 10 εργαζόμενους.
Παρατηρείται τάση μείωσης τόσο του μέσου (€982,4 το 2017 αντί €1.011,2 το 2014) όσο και του διάμεσου μισθού (€812,4 το 2017 αντί €854,7 το 2014) για την περίοδο 2014-2017.
Δηλαδή η ψαλίδα μεταξύ κατώτατου και διάμεσου μισθού μειώνεται (κατώτατος ως ποσοστό 72% του διάμεσου) γεγονός που φέρνει πιο κοντά το μέσο εργαζόμενο στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, που σημαίνει ότι μεταβολές στον κατώτατο μισθό επηρεάζουν άμεσα μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση του μέσου (€1.502 το 2017 αντί €1.286,6 το 2014) αλλά και του διάμεσου μισθού (€1.092 το 2017 αντί €887 το 2014) την εξεταζόμενη περίοδο στον κλάδο της δημόσιας διοίκησης, για τον οποίο το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ καταγράφει κυρίως τους συμβασιούχους και μετακλητούς υπαλλήλους.
Οι μισθοί στη μεταποίηση (€1.111,4 έναντι μέσου μισθού €982,4 στο σύνολο των κλάδων) είναι υψηλότεροι κατά 13% του μέσου όρου του συνόλου των κλάδων, ενώ στην εστίαση (€366,8) είναι χαμηλότεροι κατά 63% και στο λιανικό εμπόριο (€757,1) χαμηλότεροι κατά 23% του μέσου όρου. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην περίπτωση του διαμέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των απασχολουμένων (60% περίπου) συγκεντρώνεται στις ηλικίες 25-44 ετών, μερίδιο που όμως φαίνεται υποχωρεί. Αυτό προκύπτει καθώς παρουσιάζεται υψηλότερος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης στις ηλικίες 44+ αλλά και στις ηλικίες κάτω των 24.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τις συνέπειες του brain drain στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας και κυρίως στις ηλικίες 25-44 ετών.
Ο κύριος όγκος των θέσεων εργασίας που καταγράφει το ΕΡΓΑΝΗ αφορά το καθεστώς πλήρους απασχόλησης (67,7%), μέγεθος που όμως υποχωρεί ελαφρά τα τελευταία δύο χρόνια (2016-2017) ενώ το μερίδιο των θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης αυξάνεται ελαφρά και πλέον διαμορφώνεται στο 28,4%.
Τα στοιχεία αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό επανακαθορισμού του κατώτατου μισθού, καθώς καταγράφουν μια πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία η απασχόληση σε χαμηλούς μισθούς, περιλαμβανομένου του κατώτατου και του υποκατώτατου, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πλέον αγγίζει το 25% των θέσεων εργασίας που καταγράφονται στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
Μάλιστα, αυτή η αύξηση επικεντρώνεται σε συντριπτικό βαθμό σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σε κλάδους που έχουν αυξημένη ένταση χρήσης και μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης αλλά και μια παράδοση καταβολής χαμηλών αποδοχών (εμπόριο, εστίαση).
Προκύπτει συνεπώς ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ειδικά αν είναι μεγάλη, θα επηρεάσει σημαντικό μέρος της αγοράς εργασίας, και μάλιστα σε επιχειρήσεις που λόγω της εντατικής προσφυγής σε θέσεις εργασίας μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης βρίσκονται σε θέση να προχωρήσουν σε εύκολη υποκατάσταση πλήρους με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση ή και ημιδηλωμένη απασχόληση.
«Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει σε αυτό το εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων», υπογραμμίζει ο ΣΕΒ.
Με πληροφορίες από ΣΕΒ
σχόλια