Σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο του ΣΕΒ, οι μισθοί πρέπει να είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν διάφοροι παράγοντες της οικονομίας. Ως εκ τούτου, οι όποιες αυξήσεις δεν πρέπει να πλήττουν την ανταγωνιστικότητα.
Αναλυτικά αναφέρει πως, εάν οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες όπως το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία «του κράτους δικαίου», τότε η εσωτερική και διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη και οδηγούμαστε σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.
Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων επανερχόμενος στο θέμα των εργασιακών σχέσεων, για να τονίσει: «Μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας "διεθνώς εμπορευσίμων" αγαθών και υπηρεσιών».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Σύνδεσμος, την περίοδο 1995-2007 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε πραγματικούς όρους παρουσίασε μέση ετήσια αύξηση 3,9%, ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός αύξηση 7,0% ενώ ο πραγματικός μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 3% ετησίως. Το ποσοστό αυτό, επισημαίνει, είναι αισθητά υψηλότερο από το αντίστοιχο της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 2,6%, συμβάλλοντας έτσι στη χειροτέρευση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Στη συνέχεια, την περίοδο της κρίσης, παρατηρείται σημαντική μείωση των μέσων ονομαστικών και πραγματικών μισθών για το σύνολο της οικονομίας, η οποία για την περίοδο 2009-2016 ανέρχεται συνολικά σε 18,9% και 22,5% αντίστοιχα (μείωση ΑΕΠ κατά 22,9%). Από το 2011 ο μέσος πραγματικός μισθός έχει κατέλθει κάτω από το επίπεδο του 2002 και τα επόμενα έτη γύρω στο 88% αυτού.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία:
- Την περίοδο 1995-2010 το ωρομίσθιο στην Ελλάδα εμφάνισε την υψηλότερη αύξηση φτάνοντας στο 142%, ενώ στην ΕΕ28 συνολικά αυξήθηκε κατά 58,6%. Η δε αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας την ίδια περίοδο ανήλθε στην Ελλάδα στο 29%, ενώ στην ΕΕ28 στο 25%.
«Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν να καταστεί η χώρα μας πρωταθλήτρια στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ή, ισοδύναμα, στη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας», τονίζει ο ΣΕΒ.
- Τα παραπάνω άλλαξαν δραστικά από το 2010 για αρκετές χώρες. Οι αυξήσεις στους μισθούς περιορίστηκαν, ενώ στην Ελλάδα επήλθε απότομη μείωση του επιπέδου των μισθών οδηγώντας σε σημαντική μείωση του δείκτη μοναδιαίου κόστους εργασίας, ο οποίος το 2016 είναι σαφώς μικρότερος από τον μέσο της ΕΕ28. Οι μειώσεις των μισθών στην Ελλάδα συνδυάστηκαν με μικρότερες μειώσεις στην παραγωγικότητα, οπότε και το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε τόσο στο σύνολο της οικονομίας όσο και στη μεταποίηση.
«Το 2016, καταλήγει ο Σύνδεσμος, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη μεταποίηση στην Ελλάδα είναι πλέον το δεύτερο χαμηλότερο στις εξεταζόμενες χώρες. Φαίνεται ότι οι δραστικές μειώσεις στους μισθούς στην Ελλάδα από το 2010 έχουν πλέον αποκαταστήσει την απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας με βάση το κόστος εργασίας την προηγούμενη δεκαπενταετία για το σύνολο της οικονομίας και τη μεταποίηση».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ