Το γεγονός ότι είχε ευχηθεί στον Αλέξη Τσίπρα να ηττηθεί στις εκλογές που τον ανέδειξαν στην εξουσία, καθώς οι υποσχέσεις του για παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη άνευ όρων δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν πραγματικότητα, αναφέρει πως είχε δώσει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Αυτό σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος της Βουλής της Γερμανίας, μιλώντας στις «Ιστορίες» του Σκάι.
Όπως είπε, το 2014 ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ του αποκάλυψε ότι σχεδίαζε «προεκλογική εκστρατεία υποσχόμενος ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ αλλά χωρίς πρόγραμμα διάσωσης». «Του απάντησα ότι του εύχομαι προς το δικό του συμφέρον να μην κερδίσει αυτές τις εκλογές γιατί δεν θα μπορούσε να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να παραμείνει στην ευρωζώνη θα ήταν υποχρεωμένη να κάνει μεταρρυθμίσεις», είπε ο Σόιμπλε.
Υποστήριξε ακόμη, ότι ο Αντώνης Σαμαράς, ως πρωθυπουργός το 2014, είχε ζητήσει ένα «διάλειμμα από τις μεταρρυθμίσεις», διότι η αντίσταση στην Ελλάδα ήταν μεγάλη και υπήρχε η προοπτική διάλυσης της Βουλής λόγω της αδυναμίας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, «δικαιολογώντας» έτσι και την υπαναχώρηση των εταίρων στο ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους.
Ακόμη, ο Σόιμπλε αρνείται πως ο ίδιος πρότεινε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη μετά το δημοψήφισμα του 2015, αλλά διευκρινίζει πως τη συγκεκριμένη περίοδο η «μεγάλη πλειονότητα» των υπουργών Οικονομικών, «ουσιαστικά όλοι», πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα να βγει προσωρινά από την ευρωζώνη με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Ελλάδα τελικά έμεινε στην ευρωζώνη διότι «ήταν ξεκάθαρο πως αυτή ήταν που αποφάσιζε», και τελικά η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να υπογράψει νέο Μνημόνιο και να προσφύγει σε εκλογές για να επικυρωθεί η στροφή στην πολιτική της, πρόσθεσε ο Σόιμπλε.
Αναφερόμενος στο 2015, Σόιμπλε επισημαίνει ότι δεν μπορεί να αποτιμήσει το ακριβές κόστος της περιόδου Βαρουφάκη, ενώ προσωπικά για τον πρώην υπουργό Οικονομικών σημειώνει ότι «αυτά που λέει απέχουν τόσο από την πραγματικότητα ώστε δεν μπορώ να ασχοληθώ πραγματικά μαζί τους».
Η συμμετοχή του ΔΝΤ, ο Βενιζέλος και το «time-out»
Σε ερώτηση κατά πόσο ήταν αντίθετος στην ανάμιξη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα εξαρχής, ο Σόιμπλε απαντά ότι την συγκεκριμένη απόφαση έλαβε ουσιαστικά η Άνγκελα Μέρκελ.
«Εγώ, και αυτό είναι γνωστό, ήμουν από την αρχή της άποψης ότι το πρόβλημα της Νομισματικής Ενωσης θα έπρεπε να το επιλύσουν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Άλλοι, και κυρίως η καγκελάριος, ήταν της άποψης ότι ακριβώς λόγω του μεγέθους του προβλήματος θα χρειαζόμασταν και το ΔΝΤ. Ήταν δε αυτής της άποψης επειδή είχε την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τον ρόλο που έχει οφείλοντας να εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλων των μελών, ενδεχομένως δεν θα ήταν όσο συνεπής θα έπρεπε στην επιβολή των αναγκαίων αποφάσεων. Και αυτό ειδικά απέναντι στον γερμανικό λαό. Γι' αυτό και είπε ότι για την αξιοπιστία του συστήματος διάσωσης η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι αποφασιστική. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι αρχικά το ΔΝΤ θα συμμετείχε κατά 1/3 στο σύστημα διάσωσης, κάτι για το οποίο δεν γίνεται πια λόγος. Πάντως αυτά συνέβησαν», υπογραμμίζει.
Σχετικά με την πρόταση για «time-out» της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δηλαδή έξοδο με αντάλλαγμα οικονομική βοήθεια, υποστηρίζει ότι όντως έγινε τέτοια πρόταση στον τότε ομόλογό του, Ευάγγελο Βενιζέλο, ωστόσο ο τελευταίος αρνήθηκε, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «εγώ δεν θα ήθελα να αναγκαστώ να επιβάλλω στη Γερμανία, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που έγιναν στην Ελλάδα».
«Το συζήτησα τότε και με τον Βενιζέλο και με άλλους ομολόγους μου, γιατί στην οκταετή θητεία μου ως υπουργός Οικονομικών γνώρισα αρκετούς Έλληνες συναδέλφους. Με τον Βενιζέλο μίλησα λοιπόν στην αρχή της θητείας του γιατί ήταν προφανές για εμένα ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση από πολιτικής άποψης. Το να επιβάλει κανείς πολιτικά τις μεταρρυθμίσεις δεν είναι καθόλου εύκολο. Εγώ ο ίδιος δεν θα ήθελα να αναγκαστώ να επιβάλω τέτοιες μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία. Και είπα ότι σε χώρες όπως στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, όπου κατά τις προηγούμενες δεκαετίες συνήθιζαν να εξισορροπούν τις αδυναμίες της ανταγωνιστικότητας με υποτίμηση του νομίσματος, ένα εργαλείο που δεν έχουμε στην νομισματική ένωση, είπα λοιπόν ότι ενδεχομένως θα ήταν καλύτερο να επαναφέρετε για κάποιο διάστημα το εργαλείο της υποτίμησης και εμείς ως Ευρωπαϊκή Επιτροπή φυσικά να σας παρέχουμε αμέριστη υποστήριξη. Έτσι, όταν το κράτος θα έχει ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα του, θα μπορέσετε να επιστρέψετε».
«Ο Βενιζέλος αρνήθηκε λέγοντας ότι η μεγάλη πλειονότητα του Ελληνικού λαού θέλει να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης, ότι θα υλοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ότι αυτό είναι εφικτό. Από εδώ και πέρα, βέβαια, είναι σαφές ότι αυτή είναι πλέον απόφαση της Ελλάδας αν θα παραμείνει στην Ευρωζώνη ή όχι. Αν κάποιος θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη θα πρέπει να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Ήταν δύσκολο για την Ελλάδα. Εγώ παρακολουθούσα πάντα με σεβασμό τις πολιτικές διαδικασίες και τις αντιστάσεις και την αντίθεση του λαού. Αλλά ήταν αναπόφευκτο. Πάντως ήταν απόφαση των Ελλήνων», επισημαίνει.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο εφιάλτης έχει τελειώσει»
Ο γερμανός πρώην υπουργός διευκρίνισε ότι πλέον δεν βλέπει κανένα λόγο για έξοδο της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση. «Ο όρος Grexit αναφέρεται πάντοτε σε εκείνες τις εποχές κατά τις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε λάβει τη σχετική απόφαση. Εφόσον δεν την έλαβε και εφόσον στην παρούσα κατάσταση, χάρη στις θετικές εξελίξεις δεν είναι αναγκαίο να το πράξει, το ζήτημα δεν τίθεται», είπε.
Στο μέτωπο του χρέους, εμφανίστηκε αρνητικός στο ενδεχόμενο λήξης νέων μέτρων από το φθινόπωρο του 2018, μετά το πέρας του τρέχοντος Μνημονίου. Παραδέχτηκε ότι το Eurogroup έχει καθορίσει τα επόμενα βήματα που θα ληφθούν για το χρέος εάν κριθεί αναγκαίο. «Θεωρούμε όμως ότι δεν θα καταστεί αναγκαίο να ληφθούν και άλλα μέτρα», είπε.
Ο κ. Σόιμπλε εμφανίστηκε επίσης αρνητικός στο ενδεχόμενο χαλάρωσης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, αν και άφησε αυτή τη συζήτηση στους διαδόχους του.
Σε ερώτηση πότε θα τελειώσει ο «εφιάλτης» στην Ελλάδα, ο Σόιμπλε απάντησε λακωνικά: «Μα πιστεύω ότι έχει τελειώσει, το 2017 τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πράγματα ανακάμπτουν».