Πριν από μερικές μέρες συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας Some Kind of Monster στο Φεστιβάλ του Sundance. Το ντοκιμαντέρ των Joe Berlinger και Bruce Sinofsky με θέμα τη ψυχική κατάρρευση του φαινομενικά κραταιού οργανισμού που λεγόταν Metallica ήταν κάτι μεγαλεπήβολο (το γύρισμα κράτησε 715 μέρες και συγκεντρώθηκαν 1.602 ώρες υλικού) όσο και απροσδόκητο, και άνοιξε τον δρόμο για μια μεγάλη συζήτηση που ακόμα συνεχίζεται.
H μπάντα έπλεε για δύο χρόνια χωρίς μόνιμο μπασίστα, μετά την αποχώρηση του Jason Newsted το 2001 και πριν την άφιξη του Robert Trujillo, ενώ ο ένας εκ των δύο de facto ηγετών του γκρουπ, ο James Hetfield είχε μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης. Η ήδη περίπλοκη σχέση μεταξύ του ντράμερ Lars Ulrich (του οποίου το όραμα και η ορμή, στο στούντιο και όχι μόνο, είχαν φωτίσει τον δρόμο προς την παγκόσμια κυριαρχία) και του Hetfield (του ανθρώπου που ήταν υπεύθυνος για πολλά από τα riff που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των κομματιών των Metallica) βρισκόταν προς το παρόν σε ύφεση αλλά κανείς δεν ήξερε για πόσο.
Πώς ήταν δυνατόν μια μπάντα που είχε φέρει την επανάσταση στο τοπίο της heavy μουσικής περισσότερο από κάθε άλλη, να χρειάζεται ξαφνικά τη βοήθεια του Phil Towle, ενός “enhancement coach” (ειδικού συμβούλου σχέσεων και επιδόσεων), ο οποίος είχε προσληφθεί με 50.000 δολάρια το μήνα, προκειμένου τα μέλη της να μπορούν να επικοινωνούν ως ενήλικες; «Τους έθεσα απλά το ερώτημα ‘τι χρειάζονται οι Metallica σήμερα και πώς μπορώ να τους βοηθήσω να πετύχουν αυτό που χρειάζονται σήμερα;’», θα έλεγε μια δεκαετία μετά ο Towle, για εκείνες τις συνεδρίες. «Πώς μπορώ να βοηθήσω το συγκρότημα σήμερα με τρόπο που θα σημαίνει ότι μέχρι αύριο θα έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος; Αυτό ήταν το θέμα. Η κατάσταση μεταξύ τους ήταν τόσο πολύπλοκη ώστε δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε είχα δει ποτέ, πριν ή μετά. Και ούτε περιμένω να ξαναδώ κάτι παρόμοιο».
H μπάντα έπλεε για δύο χρόνια χωρίς μόνιμο μπασίστα, μετά την αποχώρηση του Jason Newsted το 2001 και πριν την άφιξη του Robert Trujillo, ενώ ο ένας εκ των δύο de facto ηγετών του γκρουπ, ο James Hetfield είχε μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης.
«Είμαι στους Metallica από τότε που ήμουν 19 ετών, το οποίο μπορεί να είναι ένα πολύ ασυνήθιστο περιβάλλον για κάποιον με τη δική μου προσωπικότητα», έλεγε ο Hetfield το 2004 λίγο πριν την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ. «Είναι ένα πολύ έντονο περιβάλλον. Είναι εύκολο να βρεθείς σε μια κατάσταση όπου δεν έχεις ιδέα πώς να ζήσεις τη ζωή σου έξω από αυτό το περιβάλλον, κάτι που συνέβη και σε μένα. Δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή. Δεν ήξερα ότι θα μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου με διαφορετικό τρόπο από αυτόν στο συγκρότημα».
Ο Hetfield έκανε ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε και με όποιον ήθελε. Κάτι έπρεπε να αλλάξει. Η απόφασή του να δώσει προτεραιότητα σε ένα κυνηγετικό ταξίδι στη Σιβηρία (στο οποίο η βότκα ήταν μέρος του πρωινού μενού) αντί για το πάρτι των πρώτων γενεθλιών του δεύτερου γιου του, τον έδιωξε από την οικογενειακή εστία. «Μου είπε τελικά η γυναίκα μου: Άκου να δεις, δεν είμαι ένα από τα τσιράκια που έχεις στις περιοδείες – σήκω και φύγε τώρα!». Στην κλινική αποτοξίνωσης, ο Hetflield έμαθε τη σημασία των προτεραιοτήτων.
Όταν όμως επιτέλους επέστρεψε, ο Hetfield επέμενε να δουλεύει στο στούντιο η μπάντα μόνο τέσσερις ώρες κάθε μέρα, ώστε να μπορεί να περνάει περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Μέχρι εδώ καλά. Αλλά η μετέπειτα απαίτησή του να συμφωνήσουν τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ να μην ακούνε καν τα αποτελέσματα των ηχογραφήσεων κατά την απουσία του προκάλεσε χάος, όπως αποκαλύφθηκε στο Some Kind Of Monster που σε διάφορα σημεία του ζητά από τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην «ομάδα Ulrich» και την «ομάδα Hetfield». Σίγουρα, η ταινία είναι πιο συναρπαστική της όταν εξετάζει τα όρια της ανοχής του ντράμερ σε πρακτικές που θεωρούσε επιζήμιες για το συγκρότημα και τη δημιουργικότητά του.
«Δεν καταλαβαίνω ποιος είσαι», λέει ο Ulrich στον Hetfield στην πιο κομβική ίσως σκηνή της ταινίας. «Όλοι αυτοί οι κανόνες και όλα αυτά τα σκατά, φίλε. Αυτό είναι ένα γαμημένο rock'n'roll συγκρότημα. Δεν θέλω γαμημένους κανόνες... Δεν καταλαβαίνω αυτό το πρόγραμμα επανένταξης. Δεν καταλαβαίνω τίποτα όλα αυτά τα πράγματα». Και ολοκληρώνει το ξέσπασμά του με μια φράση ήρεμης απόγνωσης. «Συνειδητοποιώ τώρα ότι τόσα χρόνια δεν σε ήξερα στην πραγματικότητα», του λέει.
Μια δεκαετία αφότου η αυτοκτονία του Kurt Cobain απέδειξε για μια άλλη φορά ότι η ευημερία δεν συνδέεται απαραίτητα με την εμπορική επιτυχία, οι Metallica επέτρεψαν στους δημιουργούς αυτού του ιστορικού ντοκιμαντέρ να αφηγηθούν την ιστορία ενός συγκροτήματος που η επιτυχημένη αναζήτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας οδήγησε τα μέλη του στην παράνοια. Το Some Kind Of Monster αξίζει τα εύσημα επειδή είναι το πρώτο ντοκουμέντο, σε πραγματικό χρόνο, της περιδίνησης ενός συγκροτήματος στα σκοτάδια της ψυχικής ασθένειας, ατομικής και συλλογικής. Ήταν η εισαγωγή σε μια συζήτηση που σήμερα έχει γίνει κοινός τόπος ανάμεσα στους μουσικούς.
Αναπόφευκτα, δεν συμφώνησαν όλοι οι παροικούντες στον αλεξίσφαιρο κόσμο του metal με την απόφαση της μπάντας να ρίξει φως σε σκοτεινές χαραμάδες και να βγάλει τα άπλυτά της στη φόρα. «Θαύμαζα τους Metallica [αλλά] δεν έχω καμία διάθεση να τους βλέπω την ώρα που κάνουν γαμημένη ψυχοθεραπεία», είχε δηλώσει τότε ο Kerry King, κιθαρίστας των Slayer. «Δεν πρόκειται να δω αυτή την ταινία γιατί δεν θέλω να τους σκέφτομαι έτσι. Θέλω να σκέφτομαι τα τραγούδια τους όπως το Battery και Damage ή το Ride The Lightning. Δεν θέλω να τους βλέπω ως εύθραυστους κωλόγερους που δεν μπορούν από φόβο να πιουν ούτε ένα κοκτέιλ πια».
Metallica: Some Kind Of Monster (2004) - Trailer
Με στοιχεία από The Telegraph