Πριν από μερικά χρόνια η Λιν Νότατζ, δυο φορές βραβευμένη με Πούλιτζερ θεατρική συγγραφέας, στο πλαίσιο μιας πρωτοβουλίας που ανέπτυσσε για να αναγνωριστεί η συμβολή των γυναικών στο θέατρο, αποφάσισε να τιμηθεί η Λορέιν Χάνσμπερι ως η πρώτη μαύρη γυναίκα θεατρική συγγραφέας του Μπρόντγουεϊ.
Πριν από τέσσερα χρόνια ανέθεσαν στην Άλισον Σάαρ να φιλοτεχνήσει ένα άγαλμα της θεατρικής συγγραφέως, σε φυσικό μέγεθος. Η Χάνσμπερι κρατά μια άσβεστη φλόγα ενώ περιβάλλεται από πέντε καρέκλες που αντιπροσωπεύουν πτυχές της ζωής της και προσκαλούν τους ανθρώπους «να καθίσουν και να σκεφτούν μαζί της», όπως λέει η καλλιτέχνιδα.
Το άγαλμα θα αποκαλυφθεί στην Times Square στις 9 Ιουνίου, όπου και θα παραμείνει ως τις 12 Ιουνίου και στη συνέχεια θα ξεκινήσει περιοδεία σε όλη τη χώρα, κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, καθ' οδόν προς τη μόνιμη θέση του στο Σικάγο, τη γενέτειρα της Χάνσμπερι.
Η πρωτοβουλία έχει και ένα δεύτερο σκέλος, μια υποτροφία για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης δύο μη λευκών γυναικών ή non binary μεταπτυχιακών φοιτητών, συγγραφέων που δημιουργούν για τη σκηνή, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Από το επόμενο έτος, το ταμείο υποτροφιών ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων θα δίνει στους πρώτους αποδέκτες του 25.000 δολάρια ετησίως, για έως και τρία χρόνια – την τυπική διάρκεια ενός μεταπτυχιακού προγράμματος.
Μάλιστα η Λιν Νότατζ, σε μια δήλωση για τη σημασία της υποτροφίας, είπε πως όταν ήταν στο Yale School of Drama έμαθε ότι θα μπορούσε να πάρει δημόσια βοήθεια για να πληρώσει τα ψώνια και το ηλεκτρικό ρεύμα, και όταν έδειξε στο τμήμα πρόνοιας στο New Haven το εισόδημά της τής είπαν «Ναι, ζεις κάτω από το όριο της φτώχειας», ενώ την ίδια περίοδο τα μεγάλα ιδρύματα έδιναν πλουσιοπάροχα οικονομική βοήθεια σε εύπορους σπουδαστές μεγάλων πανεπιστημίων.
Το άγαλμα θα αποκαλυφθεί στην Times Square στις 9 Ιουνίου, όπου και θα παραμείνει ως τις 12 Ιουνίου και στη συνέχεια θα ξεκινήσει περιοδεία σε όλη τη χώρα, κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, καθ' οδόν προς τη μόνιμη θέση του στο Σικάγο, τη γενέτειρα της Χάνσμπερι.
Η Λορέιν Χάνσμπερι έγραψε ιστορία το 1959, όταν έγινε η πρώτη μαύρη γυναίκα της οποίας θεατρικό έργο ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ. Γεννήθηκε το 1930 και το πιο γνωστό της έργο είναι το «A raisin in the sun», ένα ημι-αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα που αφηγείται την ιστορία μιας αφροαμερικανικής οικογένειας που ζει υπό καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού στη νότια πλευρά του Σικάγο. Το έργο, που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1959 με τον Σίντνεϊ Πουατιέ στο καστ, κέρδισε το βραβείο καλύτερου θεατρικού έργου του Κύκλου Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης, καθιστώντας τη Χάνσμπερι, στα 29 της χρόνια, τη νεότερη Αμερικανίδα και την πρώτη μαύρη αποδέκτη του βραβείου.
Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια που είχε δώσει μάχη κατά του φυλετικού διαχωρισμού, με πατέρα μεσίτη και μητέρα δασκάλα οδήγησης, η Χάνσμπερι αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη εργάστηκε στην εφημερίδα «Freedom» του παναφρικανιστικού κινήματος, όπου συνεργάστηκε με άλλους διανοούμενους όπως ο Paul Robeson και ο W. E. B. Du Bois. Μεγάλο μέρος του έργου της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αφορούσε τους αφρικανικούς αγώνες για απελευθέρωση και τον αντίκτυπό τους στον κόσμο, αλλά και το ότι ήταν γκέι γυναίκα και την καταπίεση της ομοφυλοφιλίας. Η οικογένειά της ανήκε σε ένα κύκλο στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο ποιητής Langston Hughes, ο τραγουδιστής, ηθοποιός και πολιτικός ακτιβιστής Paul Robeson, ο μουσικός Duke Ellington και ο χρυσός ολυμπιονίκης Jesse Owens. Ήταν νονά της κόρης της Νίνα Σιμόν, η οποία έγραψε για αυτήν το τραγούδι «To Be Young, Gifted and Black».
Το 1950 η Χάνσμπερι αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα της ως συγγραφέας στη Νέα Υόρκη, όπου φοίτησε στο New School. Μετακόμισε στο Χάρλεμ το 1951 και συμμετείχε σε ακτιβιστικούς αγώνες, όπως ο αγώνας κατά των εξώσεων.
Το 1953 όταν παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ Νεμίροφ, έναν Εβραίο εκδότη, τραγουδοποιό και πολιτικό ακτιβιστή, διαμαρτυρήθηκαν για την εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ –τη νύχτα, μάλιστα, του γάμου τους– και έγραψαν το τραγούδι «Cindy, Oh Cindy», που η επιτυχία του της επέτρεψε να αφοσιωθεί στη συγγραφή.
Το 1937, όταν χώρισε με τον Νεμίροφ, ήρθε σε επαφή με την οργάνωση για τα δικαιώματα των λεσβιών με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, συνεισφέροντας δύο επιστολές στο περιοδικό τους «The Ladder», οι οποίες δημοσιεύτηκαν με τα αρχικά της. Όμως δεν έκανε ποτέ coming out, παρά μόνο στο τέλος της ζωής της δήλωσε ότι έχει δεσμευτεί «στο θέμα της ομοφυλοφιλίας».
Αυτό το ζήτημα έμεινε στο σκοτάδι γιατί μετά τον θάνατό της το 1965 ο πρώην σύζυγός της δώρισε όλα τα προσωπικά και επαγγελματικά αντικείμενά της στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Με τον τρόπο αυτό, απέκλεισε την πρόσβαση σε όλο το υλικό που αφορούσε την ομοφυλοφιλία της, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας μελετητής ή βιογράφος δεν είχε πρόσβαση για περισσότερα από 50 χρόνια.
Γραμμένο και ολοκληρωμένο το 1957, το έργο «A raisin in the sun» (Μια σταφίδα στον ήλιο) έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Ethel Barrymore στις 11 Μαρτίου 1959. Η 29χρονη συγγραφέας ήταν υποψήφια για το Βραβείο Τόνι Καλύτερου Θεατρικού Έργου, μεταξύ των τεσσάρων βραβείων Τόνι για τα οποία ήταν υποψήφιο το έργο το 1960.
Η Χάνσμπερι έγραψε δύο σενάρια βασισμένα στο «Raisin», τα οποία απορρίφθηκαν ως αμφιλεγόμενα από την Columbia Pictures. Το 1960 το NBC της ανέθεσε να δημιουργήσει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για τη δουλεία, το «The Drinking Gourd» που χαρακτηρίστηκε «εξαιρετικό», αλλά επίσης απορρίφθηκε.
Το 1963 συμμετείχε σε μια συνάντηση με τον υπουργό Δικαιοσύνης Ρόμπερτ Φ. Κένεντι που είχε οργανώσει ο Τζέιμς Μπάλντουιν.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Fanon Che Wilkins, «η Χάνσμπερι πίστευε ότι η κατάκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η ανεξαρτησία στην αποικιοκρατική Αφρική ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που παρουσίαζαν παρόμοιες προκλήσεις για τους Αφρικανούς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Όσον αφορά την τακτική, η Χάνσμπερι πίστευε ότι οι μαύροι «πρέπει να ασχοληθούν με κάθε μέσο αγώνα: νόμιμο, παράνομο, παθητικό, ενεργητικό, βίαιο και μη βίαιο... Πρέπει να παρενοχλούν, να συζητούν, να υποβάλλουν αιτήματα, να δίνουν χρήματα σε δικαστικούς αγώνες, να κάθονται, να ξαπλώνουν, να απεργούν, να μποϊκοτάρουν, να τραγουδούν ύμνους, να προσεύχονται στα σκαλιά – και να πυροβολούν από τα παράθυρά τους όταν οι ρατσιστές περνούν από τις κοινότητές τους».
Το 1959, η Χάνσμπερι σχολίασε ότι οι γυναίκες που «καταπιέζονται δύο φορές» μπορεί να γίνουν «δύο φορές μαχητικές».
Το FBI άρχισε να την παρακολουθεί όταν ετοιμαζόταν να πάει στη διάσκεψη ειρήνης στο Μοντεβιδέο. Το γραφείο της Ουάσινγκτον έψαξε τους φακέλους των διαβατηρίων της «σε μια προσπάθεια να αποκτήσει όλο το διαθέσιμο ιστορικό υλικό σχετικά με το θέμα, κάθε υποτιμητική πληροφορία που περιέχεται σε αυτό, καθώς και μια φωτογραφία και πλήρη περιγραφή», ενώ οι αξιωματικοί στο Μιλγουόκι και στο Σικάγο εξέτασαν το ιστορικό της ζωής της. Αργότερα, ένας αξιολογητής του FBI για το «A raisin in the sun» αξιολόγησε τις αναφορές της στον παναφρικανισμό ως «επικίνδυνες».
Η Χάνσμπερι πέθανε από καρκίνο του παγκρέατος πολύ νέα, στα 34, και ο Τζέιμς Μπάλντουιν πίστευε ότι «δεν είναι καθόλου τραβηγμένο να υποπτευθούμε ότι αυτά που είδε συνέβαλαν στην πίεση που τη σκότωσε, γιατί η προσπάθεια στην οποία ήταν αφιερωμένη η Λορέιν είναι κάτι παραπάνω από αρκετή για να σκοτώσει έναν άνθρωπο». Το μήνυμα που έστειλε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγραφε ότι «η δημιουργική της ικανότητα και η βαθιά κατανόηση των σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα θα παραμείνουν έμπνευση για τις γενιές που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη».