Το Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσινγκτον, το οποίο προσπαθεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του δίνοντας πίσω «ύποπτα» αντικείμενα της συλλογής του, επέστρεψε ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο ηλικίας άνω των χιλίων ετών στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού διαπίστωσε ότι είχε λεηλατηθεί από ελληνικό μοναστήρι κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το μουσείο ανακοίνωσε ότι μεταβίβασε το αντικείμενο, το οποίο οι κάτοχοί του απέκτησαν σε δημοπρασία του οίκου Christie's το 2011, σε αξιωματούχο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε ιδιωτική τελετή στη Νέα Υόρκη. Το χειρόγραφο πρόκειται να επαναπατριστεί τον επόμενο μήνα στη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης ((ή Κοσινίτσης), στη βόρεια Ελλάδα, όπου είχε χρησιμοποιηθεί σε λειτουργίες για εκατοντάδες χρόνια πριν κλαπεί από τις βουλγαρικές δυνάμεις το 1917.
Η επιστροφή αυτή συνάδει με την πολιτική που ακολουθεί το «Μουσείο της Βίβλου» τα τελευταία χρόνια να διερευνά την προέλευση ολόκληρης της συλλογής του, αφού διαπιστώθηκε ότι στις πρώτες αγορές που έκαναν οι ιδρυτές του, οι ιδιοκτήτες της αλυσίδας καταστημάτων χειροτεχνίας HobbyLobby, περιλαμβάνονταν χιλιάδες αντικείμενα που είχαν λεηλατηθεί από την αρχαία Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Η εταιρεία πλήρωσε 3 εκατομμύρια δολάρια το 2017 για να διευθετήσει τις αξιώσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τη μη άσκηση της δέουσας επιμέλειας σε μια χαοτική, πολλών εκατομμυρίων δολαρίων διεθνή αγορά αρχαιοτήτων που ξεκίνησε το 2009, όπως αναφέρουν οι ΝΥΤ.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δήλωσε ότι πολλά άλλα αμερικανικά ιδρύματα εμπλουτίστηκαν με αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από το ίδιο μοναστήρι.
Η ιστοσελίδα του Μουσείου της Βίβλου παρακολουθεί την ιστορία του χειρογράφου και την αλυσίδα της ιδιοκτησίας, από τη δημιουργία του στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, μέχρι τη λεηλασία του μοναστηριού το 1917, μέσω διαφόρων πωλήσεων μετά το τέλος του πολέμου. Επαναπωλήθηκε σε δημοπρασία στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1958 και πιο πρόσφατα από τον οίκο Christie's το 2011.
«Σίγουρα η αγορά έχει τις προκλήσεις της», δήλωσε ο Τζέφρι Κλόχα, επικεφαλής επιμελητής του Μουσείου της Βίβλου, ο οποίος προσελήφθη μετά τις προβληματικές αγορές του μουσείου. «Στην αγορά κινούνται πράγματα εδώ και αρκετό καιρό, και σε ορισμένες περιπτώσεις εδώ και δεκαετίες, που έχουν προέλευση που δεν είναι νόμιμη».
Το χειρόγραφο, μερικές από τις σελίδες του οποίου έχουν γίνει πιο σκούρες από τον καπνό των προσευχών υπό το φως των κεριών και άλλες έχουν μουτζουρωθεί με την πάροδο των αιώνων από τους μοναχούς που γύριζαν τις σελίδες, ήταν ανάμεσα σε μια βιβλιοθήκη με πάνω από 400 χειρόγραφα που μεταφέρθηκαν με μουλάρια από τις βουλγαρικές δυνάμεις που εισέβαλαν στο μοναστήρι το 1917.
«Είναι σίγουρα ένα αντικείμενο που χρησιμοποιήθηκε», δήλωσε ο Κλόχα. «Θα αποτελούσε μέρος της μοναστικής ζωής σε τακτική βάση».
Το Μουσείο της Βίβλου, το οποίο άνοιξε τις πόρτες του το 2017, δεν έχει εκθέσει δημοσίως το χειρόγραφο λόγω των ερωτημάτων σχετικά με την προέλευση- το χειρόγραφο είχε συμπεριληφθεί σε μια περιοδεύουσα έκθεση στο Βατικανό το 2012.
«Νομίζω ότι το Μουσείο της Βίβλου είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει να δημιουργείται μια συλλογή, αλλά εύχομαι άλλα αμερικανικά μουσεία να ακολουθούσαν το παράδειγμά του όταν αντιμετωπίζουν τις δικές τους υπάρχουσες προβληματικές συλλογές», δήλωσε η Τες Ντέιβις, εκτελεστική διευθύντρια της Antiquities Coalition, στους ΝΥΤ, η οποία στοχεύει στην καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων. «Σε αυτή την περίπτωση, οι επιμελητές είδαν τις κόκκινες σημαίες, ακολούθησαν πού οδηγούσαν, συνειδητοποίησαν ότι το χειρόγραφο είχε κλαπεί, επικοινώνησαν με τους νόμιμους ιδιοκτήτες του και το επέστρεψαν οικειοθελώς».
Ο Κλόχα διατύπωσε την ελπίδα ότι η επιστροφή του χειρογράφου από το μουσείο του θα ενθαρρύνει και άλλα ιδρύματα να επιστρέψουν χειρόγραφα από το μοναστήρι που βρέθηκαν να έχουν λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία μήνυσε το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον πριν από τέσσερα χρόνια για να προσπαθήσει να ανακτήσει τέσσερα χειρόγραφα που πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι λεηλατήθηκαν από το ίδιο μοναστήρι. Η υπόθεση δεν έχει επιλυθεί. Το Πρίνστον, το 2018, δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι τα χειρόγραφα είχαν λεηλατηθεί. Το 2015, η εκκλησία ζήτησε την επιστροφή άλλων χειρογράφων που πιστεύεται ότι είχαν λεηλατηθεί από το ίδιο μοναστήρι και τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του Πανεπιστημίου Duke, της Βιβλιοθήκης Morgan και της Λουθηρανικής Σχολής Θεολογίας στο Σικάγο. Η θεολογική σχολή επέστρεψε τα χειρόγραφα που είχε στην κατοχή της το 2016.
Η Τες Ντέιβις δήλωσε ότι οι περισσότερες θρησκευτικές αρχαιότητες λεηλατούνται από αρχαιολογικούς χώρους ή τάφους ή κλέβονται από θρησκευτικά ιδρύματα. Είπε ότι οι πρόσφατοι επαναπατρισμοί έργων τέχνης -συμπεριλαμβανομένης της απόφασης της Γαλλίας να επιστρέψει αντικείμενα στο Μπενίν και της επιστροφής αντικειμένων από την Καμπότζη μετά από έρευνα της κυβέρνησης των ΗΠΑ- καταδεικνύουν τους κινδύνους της αγοράς αντικειμένων αβέβαιης προέλευσης.
«Δεν είναι μόνο οι ιδιώτες ή οι ερασιτέχνες που μπλέκουν σε μπελάδες και κάνουν λάθη», είπε. «Είναι οι κορυφαίοι οίκοι δημοπρασιών, είναι τα κορυφαία μουσεία, είναι οι κορυφαίοι συλλέκτες».
Ο Τζέφρι Κλόχα δήλωσε ότι το μουσείο του έχει μειώσει δραματικά τις αγορές του και έχει θέσει πολύ πιο αυστηρές δικλείδες ασφαλείας. «Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται τώρα είναι πολύ, πολύ αυστηρές. Αν δεν έχουμε συμπληρώσει κάθε λεπτομέρεια, απλά δεν λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο. Η διαδικασία είναι πολύ διαφορετική από ό,τι ήταν πριν από 10 χρόνια».
Σύμφωνα με την ιστορία, τη Μεγάλη Δευτέρα 27 Μαρτίου 1917, στρατιώτες του βουλγαρικού κατοχικού στρατού εισήλθαν στη Μονή που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του παγγαίου και ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας και αφού βιαιοπράγησαν κατά των μοναχών, άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία, όπου κατακρατούνται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής ήταν αποθησαυρισμένα πολλά και σημαντικά κειμήλια, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της, η οποία το 1917 αριθμούσε 1.300 τόμους βιβλίων, από τα οποία τα 400 ήταν χειρόγραφες μεμβράνες.
Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε αμέσως στη σύληση και αρπαγή των κειμηλίων. Έτσι στις 31 Μαρτίου 1917, τέσσερις ημέρες μετά τη ληστρική επιδρομή, ο τότε Νομάρχης Δράμας Ν. Μπακόπουλος υπέβαλε διαμαρτυρία προς τις κατοχικές βουλγαρικές αρχές χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1918, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή, το θέμα επιστροφής των κειμηλίων συζητήθηκε στην Ελληνική Βουλή. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την εφαρμογή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αγαθά που είχαν αρπαχθεί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Το 1923 ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Γεώργιος Σωτηρίου μετέβη στη Σόφια για να ζητήσει την επιστροφή των κλαπέντων αντικειμένων (907 ιερά λατρευτικά αντικείμενα, 430 χειρόγραφους κώδικες, 467 αρχέτυπα, κ.ά.), αλλά επεστράφησαν μόνον 7.
Όπως αποκαλύφθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, τα περισσότερα από τα κειμήλια βρίσκονται σήμερα στη Σόφια, στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας, ενώ κάποια άλλα πουλήθηκαν ή έφτασαν με άλλους τρόπους, μέσω Βουλγαρίας, σε βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.