Το 2016, σε μια συνέντευξη στον Γκάρντιαν, ο 74χρονος Πέρσι Χένσελ, εγγονός της Μαργκρέτε Άιζενμαν, μιας Εβραίας που δολοφονήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μίλησε για ένα έργο του Λούκας Κράναχ του 16ου αιώνα που θυμόταν να κρέμεται στο σπίτι των γονιών του στο Βερολίνο όταν ήταν μικρός.
Το σπίτι καταστράφηκε και ο Χένσελ που έφυγε από τη ζωή ένα χρόνο αργότερα είπε «Την τελευταία φορά που το είδαμε, κρεμόταν σε έναν τοίχο στην καγκελαρία του Χίτλερ», ενώ ήταν πεπεισμένος ότι ο θαυμάσιος θρησκευτικός πίνακας εξακολουθούσε να υπάρχει, ότι κρεμόταν στον τοίχο ή στο θησαυροφυλάκιο ενός γερμανικού ή αυστριακού μουσείου, και δήλωνε αποφασισμένος να το βρει. Αυτά συνέβησαν επτά δεκαετίες αφότου οι Ναζί έκλεψαν την περιουσία πολλών Εβραίων με ένα νέο κύμα εβραϊκών οικογενειών να επαναπατρίζει πολύτιμα αντικείμενα από τη Γερμανία και την Αυστρία.
Ο πίνακας τελικά βρέθηκε στην ιδιοκτησία του διάσημου Αμερικανού συλλέκτη Γιουτζίν Θόου, ο οποίος πέθανε τον Ιανουάριο του 2018 και οι κληρονόμοι του όπως και οι κληρονόμοι της Άιζενμαν αποφάσισαν να τον δημοπρατήσουν από κοινού μέσω του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη στις 22 Απριλίου 2021. Το έργο αναμένεται να πωληθεί για περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια.
Η Ανάσταση του Κράναχ (1530), έργο με διαστάσεις 21 3/8 ίντσες επί 15 1/8 ίντσες απεικονίζει τον Χριστό να αναδύεται από έναν πέτρινο τάφο που περιβάλλεται από κοιμισμένους στρατιώτες. Ο Κράναχ ήταν ζωγράφος των εκλεκτόρων της Σαξονίας στο Βίττενμπεργκ, μιας περιοχής στην καρδιά της αναδυόμενης προτεσταντικής πίστης, φίλος του Μαρτίνου Λούθηρου και χρησιμοποίησε την τέχνη του ως σύμβολο της νέας πίστης.
Ο οίκος Κρίστις αποκάλυψε όταν έκανε έρευνα ότι η Άιζενμαν κληρονόμησε το έργο από τον πεθερό της. Αργότερα το πούλησε ως καταβολή φόρου του εβραϊκού πλούτου που είχε εισάγει το Ναζιστικό καθεστώς (Judenvermögensabgabe), το 1938. Ο φόρος απαιτούσε από τους Γερμανούς Εβραίους με ετήσιο εισόδημα άνω των 5.000 μάρκων να πληρώσουν το 20% των περιουσιακών τους στοιχείων στο κράτος. Ο πίνακας όντως έμεινε στην Καγκελαρία στο Βερολίνο μέχρι την αυτοκτονία του Χίτλερ.
Η Άιζενμαν συνελήφθη σε ηλικία 75 ετών και στάλθηκε στο γκέτο Theriesenstandt τον Σεπτέμβριο του 1942 και τελικά σκοτώθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Treblinka. Μετά τον πόλεμο, το 1949, ο πίνακας του Κράναχ επανεμφανίστηκε σε μια πώληση του Σόθμπι στο Λονδίνο, όπου είχε αποσταλεί από τον έμπορο Χανς Λανγκ, τον επικεφαλής ενός ομώνυμου οίκου δημοπρασιών γνωστού για την εμπλοκή του σε αναγκαστικές πωλήσεις έργων τέχνης από Εβραίους. Πωλήθηκε για 700 στερλίνες. Αργότερα, πέρασε από την περίφημη αργότερα, για το σκάνδαλο των πλαστών έργων του αμερικάνικου εξπρεσιονισμού, γκαλερί Νόντλερ πριν την αγοράσει ο Θόου γύρω στο 1968. Αυτό είναι το πρώτο έργο της οικογένειας Άιζενμαν από τη συλλογή τους που έχει βρεθεί.