Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας, του οποίου τα λυρικά και έντονα μυθιστορήματα, τον ανέδειξαν στις πρώτες θέσεις της αμερικανικής μυθοπλασίας, μέσα από σκηνές αγριότητας, απόγνωσης αλλά και τρυφερότητας στα δάση του Τενεσί και τις ερήμους του Νότου, πέθανε στο σπίτι του στη Σάντα Φε. Ήταν 89 ετών.
Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από τον εκδοτικό του οίκο Penguin Random House, ενώ δεν δόθηκε συγκεκριμένη αιτία θανάτου.
Στα λιτά πλην ποιητικά, σπαρακτικά αλλά χωρίς συναισθηματισμούς μυθιστορήματά του, ο Κόρμακ Μακάρθι εξερεύνησε τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο συγγραφέας Σολ Μπέλοου εξήρε την «συγκλονιστική χρήση της γλώσσας του» και ορισμένοι κριτικοί λογοτεχνίας τον αποκάλεσαν συνεχιστή του Ουίλιαμ Φώκνερ και του Χέρμαν Μέλβιλ, συγγραφείς με τους οποίους μοιραζόταν ένα έντονο ενδιαφέρον για θέματα απώλειας, πόνου και μοίρας.
«Αν δεν αφορά τη ζωή και τον θάνατο», είπε κάποτε ο Κόρμακ Μακάρθι στο Rolling Stone, «δεν έχει ενδιαφέρον».
Στα πρώτα 25 χρόνια της καριέρας του, θεωρούνταν περισσότερο μια καλτ φιγούρα, «που αρνιόταν να μιλήσει στους δημοσιογράφους και φημολογούνταν ότι ζούσε σαν ερημίτης», γράφει η Washington Post.
Κανένα από τα πέντε πρώτα βιβλία του δεν πούλησε περισσότερα από 3.000 αντίτυπα, ενώ ακόμη και οι εγκωμιαστικές κριτικές για τα μυθιστορήματά του εστίαζαν περισσότερο στο ότι δεν ήταν και τα πιο ευχάριστα για ανάγνωση- για το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Suttree» (1979) γράφτηκε πως θυμίζει «μια καλή, μακρά κραυγή στο αυτί» και για το «Blood Meridian» (1985) ότι είναι «σαν χαστούκι στο πρόσωπο του αναγνώστη».
Με ένα εντυπωσιακά ιδιοσυγκρατικό ύφος του, απογυμνωμένο τις περισσότερες φορές από σημεία στίξης και καταργώντας εντελώς άνω και κάτω τελεία και εισαγωγικά, συνήθιζε να παιχνιδίζει με το κλασικό συντακτικό, χρησιμοποιώντας ανεπιτήδευτους και ρεαλιστικούς διαλόγους για να τοποθετεί τα βιβλία του στο χρόνο και τον τόπο.
Με την πάροδο του χρόνου, κριτικοί και αναγνώστες άρχισαν ωστόσο να νιώθουν πως η γραφή του γινόταν σταδιακά πιο προσιτή. Έλαβε το National Book Award και το National Book Critics Circle Award για το «All the Pretty Horses» (1992), ένα από τα πιο ρομαντικά γουέστερν του, και το βραβείο Πούλιτζερ (Μυθοπλασίας) για το «The Road» (2006), το οποίο μιλά για έναν πατέρα και το γιο του, που διασχίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από μια απροσδιόριστη καταστροφή.
Το 2009, έγινε ο δεύτερος συγγραφέας, μετά τον Φίλιπ Ροθ, που έλαβε το βραβείο PEN/Saul Bellow για την προσφορά του στην αμερικανική μυθοπλασία.
«Σε κάνει να νιώθεις ότι, επειδή αυτός ο τόπος είναι χειροπιαστός, αυτά τα γεγονότα θα μπορούσε να είναι αληθινά», έγραψε ο κριτικός βιβλίων των New York Times, Anatole Broyard, για το «Suttree».
«Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία», είχε πει ο Κόρμακ Μακάρθι στους Times το 1992. «Νομίζω ότι η ιδέα πως το είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι πραγματικά επικίνδυνη. Όσοι το πιστεύουν, είναι οι πρώτοι που εγκαταλείπουν την ψυχή τους, την ελευθερία τους. Η επιθυμία σας να ισχύει κάτι τέτοιο, θα κάνει εσάς σκλάβους και τη ζωή σας κενή».
Για το «Blood Meridian», το πιο ωμό ίσως βιβλίο του, έλαβε μερικές από τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του με τον κριτικό λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ να το χαρακτηρίζει ως «απόλυτο και αξεπέραστο γουέστερν».
Άλλωστε, σε αντίθεση με συγγραφείς όπως ο Προυστ ή ο Χένρι Τζέιμς, το έργο των οποίων ο Κόρμακ Μακάρθι είχε δηλώσει ότι δεν κατάλαβε ποτέ, δεν τον ενδιέφερε καθόλου να βάλει τους αναγνώστες του μέσα στο μυαλό των πρωταγωνιστών του.
Ακολουθούσε την ίδια τακτική και στη ζωή. Απέρριπτε σχεδόν όλα τα αιτήματα για συνεντεύξεις, ενώ ακόμη και όταν εμφανίστηκε στην τηλεόραση, σε συνέντευξη της Όπρα Γουίνφρεϊ προτίμησε να κατευθύνει τη συζήτηση εκτός λογοτεχνίας, μιλώντας για τη μουσική κάντρι, τη θεωρητική φυσική ή τη συμπεριφορά του κροταλία.
Και παρά τις σχετικές φήμες, δεν ήταν καθόλου ερημίτης. Συχνά επισκεπτόταν τα μπιλιαρδάδικα του Ελ Πάσο, ήταν φίλος με την παίκτρια πόκερ Μπέτι Κάρεϊ και μέλος του Santa Fe Institute στο Νέο Μεξικό, ενός επιστημονικού ερευνητικού κέντρου που συνίδρυσε ο φίλος του Μάρεϊ Γκελ-Μαν, ένας νομπελίστας φυσικός.
Αρνήθηκε να διδάξει δημιουργική γραφή, χαρακτηρίζοντάς την «απάτη», και δεν έκανε ποτέ περιοδεία ούτε δημόσιες αναγνώσεις. Όσον για τις υπογραφές βιβλίων, δήλωσε στη Wall Street Journal ότι υπέγραψε 250 αντίτυπα του «The Road» και τα έδωσε όλα στον μικρότερο γιο του, Τζον, «ώστε όταν γίνει 18 ετών να τα πουλήσει και να πάει στο Λας Βέγκας ή κάτι τέτοιο».
Την έκδηλη έλλειψη ενδιαφέροντος για την προώθηση των βιβλίων του αντιστάθμιζε μια σφοδρή αφοσίωση στη συγγραφή τους, μερικές φορές σε βάρος της οικογενειακής του ζωής. Οι τρεις γάμοι του κατέληξαν σε διαζύγιο και ο ίδιος περιέγραψε τον εαυτό του ως απόντα πατέρα για τον πρώτο του γιο, ο οποίος γεννήθηκε ενώ δούλευε πάνω στο πρώτο του μυθιστόρημα.
«Οτιδήποτε δεν σου αφαιρεί χρόνια ζωής και δεν σε οδηγεί στην αυτοκτονία, δύσκολα αξίζει τον κόπο», είπε στην εφημερίδα το 2009, εξηγώντας γιατί έγραφε μυθιστορήματα και όχι διηγήματα. Και πρόσθεσε: «Η δημιουργική εργασία συχνά καθοδηγείται από τον πόνο. Δεν είναι καλή συμφωνία. Αν ήμουν Θεός, δεν θα το έκανα με αυτόν τον τρόπο».