Αν η υπόθεση του Θεού έχει εξαντληθεί σε σημείο που να είναι πιθανό «να τον δούμε με τα μάτια μας να γλείφει τον αντίχειρά του και να σκύβει και να ξεβιδώνει τον ήλιο», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο 89χρονος Κόρμακ ΜακΚάρθι κάπου προς το τέλος του νέου του βιβλίου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο σπουδαιότερος ίσως εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας βυθίζεται στα έγκατα του κόσμου, στη δύση της ζωής του, για να γράψει τη διαθήκη του σύγχρονου πολιτισμού – ή μάλλον καλύτερα τη Βίβλο του.
Είναι γνωστό ότι η κόλαση της σύγχρονης Αμερικής αποτελεί το κεντρικό φόντο σε όλα τα βιβλία του ΜακΚάρθι αλλά εδώ, στο 600 σελίδων αριστούργημα Ο Επιβάτης –το οποίο εκδίδει, μετά από 16 χρόνια απουσίας, ο κορυφαίος συγγραφέας μαζί σχεδόν με τη συνέχειά του, Stella Maris, τα οποία κυκλοφορούν με διαφορά ενός μήνα στα ελληνικά σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή από τις εκδόσεις Gutenberg– μεταφέρεται σε έναν σκοτεινό δαντικό κόσμο, που δεν είναι μόνο ο βυθός της θάλασσας όπου βουτά ο δύτης πρωταγωνιστής του αλλά και το μυαλό των ίδιων των ηρώων του και συγκεκριμένα της οικογένειας Γουέστερν: του προικισμένου επιστήμονα πατέρα που είναι ένας από τους εφευρέτες της ατομικής βόμβας, της νεαρής κόρης Αλίσια ή Άλις, ενός απίστευτου μαθηματικού μυαλού που αυτοκτόνησε προτού καν προλάβει να ενηλικιωθεί, και του κεντρικού πρωταγωνιστή που έμεινε να περιφέρεται σαν νεκροζώντανος ανάμεσα στους λευκούς του Νότου προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο των πολλαπλών θανάτων, προβλέποντας ότι μάλλον είναι αυτός ο επόμενος.
Σε αυτά τα υπαρξιακά όρια, που δίνουν τη δυνατότητα να δει κανείς «την τρύπα ενός δαχτυλιδιού από όπου χωρά να περάσει όλη η αγέλη των σκυλιών της κόλασης», στήνει ο συγγραφέας του Ματωμένου Μεσημβρινού, του Δρόμου και του Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους (που έχουν μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο) ένα βιβλίο μπεκετικής λάμψης, σιορανικής ενατένισης και φοκνερικής έντασης, με τη φυσική και τα μαθηματικά να αποκωδικοποιούν την πιο μεταφυσικά προσδιορισμένη γήινη ποίηση, στημένη στα ξεχαρβαλωμένα σκοτεινά σύμπαντα του αμερικανικού Νότου, σαν μια απελπισμένη κραυγή που ακούγεται ως τα βάθη της αμερικανικής γενεαλογίας.
Το βιβλικό αυτό μεγαλείο που λέγεται Επιβάτης φτιάχτηκε για τα Σόδομα και Γόμμορα που εμείς κατασκευάσαμε για τον κόσμο μας και είναι παραπάνω από σαφές ότι ο συγγραφέας του το ετοίμαζε ως απάντηση στο Μόμπι Ντικ, αφήνοντας τον τελευταίο αφηγητή-επιζώντα Μπόμπι Γουέστερν (αντί για Ισμαήλ) να αφηγηθεί την απέλπιδα ιστορία της Αμερικής αλλά και του δυτικού πολιτισμού εν γένει (διόλου συμπτωματικό το επίθετο Γουέστερν).
Τυχεροί είμαστε που έχουμε αυτό το έργο σπάνιας ποίησης σε μια άξια να σταθεί στο μέγεθος του βιβλίου μετάφραση στα ελληνικά από τον Γιώργο Κυριαζή, ο οποίος αφουγκράζεται τις αντιθέσεις, ανατέμνει ποιητικά τις φράσεις, αφήνει να ακουστούν τα παραληρήματα – μια ωραία συνάντηση με τον συγγραφέα, ένα ακόμα τεκμήριο απανωτών μεταφυσικών συμπτώσεων.
O κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου Μπομπ Γουέστερν παραμένει ο αναχωρητής του δυτικού κόσμου, στα ξέφτια του οποίου συντάσσει ο Μακάρθι τη λαμπρή παρακαταθήκη του με κύριο υλικό τη θλίψη, «το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η ζωή».
Ξεχασμένος προ πολλού από την ελπίδα, που τον εγκατέλειψε μαζί με τη μικρή του αδελφή, μανιακός με την ταχύτητα –οι περιγραφές των παλιών αυτοκινήτων από τον ΜακΚάρθι είναι σχεδόν ερωτικές– και τις μαθηματικές εξισώσεις, ο κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου Μπομπ Γουέστερν παραμένει ο αναχωρητής του δυτικού κόσμου, στα ξέφτια του οποίου συντάσσει ο Μακάρθι τη λαμπρή παρακαταθήκη του με κύριο υλικό τη θλίψη, «το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η ζωή».
Ίσως να είναι το απαραίτητο συνοδευτικό της ανθρώπινης ευφυΐας αυτού του απελπισμένου Οδυσσέα, «τσακισμένου στον τροχό της αφοσίωσης», ενός Άμλετ που έχει χάσει προ πολλού την πριγκιπική και ευγενική του αίγλη – και ας συνηθίζουν να τον λένε όλοι του οι φίλοι «Ιππότη».
Αυτός ξέρει ότι αντί για άλογο έχει μια παλιά Μαζεράτι και αντί για πριγκιπικό μανδύα την καταδυτική του στολή, πράγματα που χάνει στο τέλος για να καταλήξει φτωχός και έκπτωτος να περιφέρεται ανάμεσα σε βρόμικα παραπήγματα, τρώγοντας αποξηραμένα βερίκοκα και ελάφια που φτάνει να γδέρνει σχεδόν ζωντανά και να τα τρώει σε καρότσες από διαλυμένα αυτοκίνητα (είναι γνωστή η εμμονή του ΜακΚάρθι με την εξάλειψη κάθε εκδοχής του σύγχρονου πολιτισμού ως απόλυτο κριτήριο της δράσης).
Σε παράλληλη, υποθετική συνομιλία με την ευφυή/σχιζοφρενή αδελφή του Αλίσια, της οποίας οι εσωτερικοί μονόλογοι/φανταστικοί διάλογοι παρατίθενται με πλάγια γράμματα ως μια διεστραμμένη εκδοχή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, παρακολουθούμε όλη την ιστορία του Μπομπ Γουέστερν από το πώς βρέθηκε, στην αρχή του μυθιστορήματος, να βουτάει στον Κόλπο του Μεξικού μαζί με τον φίλο του Όιλερ, έναν βετεράνο του Βιετνάμ –«οι πλούσιοι πήγαιναν στα πανεπιστήμια και οι φτωχοί στον πόλεμο», λέει ο τελευταίος σε κάποιο σημείο του μονολόγου του–, για να ανακαλύψουν πως από το αεροσκάφος Τζέτσταρ, που βυθίστηκε στη θάλασσα, λείπουν όχι μόνο το μαύρο κουτί, ένα όργανο από τον πίνακα αλλά και ο ένατος επιβάτης.
Από εκεί αρχίζει να εξελίσσεται το θρίλερ, με τον Γουέστερν να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με άγνωστους άνδρες που ξεπροβάλλουν ξαφνικά στον διάβα του, τους εμπλεκόμενους έμμεσα ή άμεσα φίλους του να εξαφανίζονται ή να πεθαίνουν και τον ίδιο να βρίσκει μοναδική παρηγοριά στη φιλία του με μια τρανς γυναίκα, με την οποία μοιράζονται τους μοναδικούς τρυφερούς διαλόγους του βιβλίου, καθώς προσπαθεί να γλιτώσει από αυτούς τους αγνώστους που τον κυνηγούν και είναι οι ίδιοι που παραβίασαν το πατρικό του παίρνοντας έγγραφα που προφανώς αφορούσαν τις επικίνδυνες ανακαλύψεις του πατέρα του. Ή μήπως όχι;
Αυτή είναι η μια εκδοχή του πώς μπορεί να διαβαστεί το μεταφυσικό αυτό θρίλερ με διαρκείς φιλοσοφικές αφορμές για ενδελεχή επισκόπηση γύρω από τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού –τα αποσπάσματα που παραπέμπουν σε πολιτικό θρίλερ αλά Ελρόι δεν είναι το ίδιο πετυχημένα– αλλά μια καλύτερη ματιά δείχνει ότι στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται ένα σαιξπηρικών διαστάσεων ερωτικό δράμα που ως ήρωες, αντί για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, έχει τα δυο αδέλφια, Αλίσια και Μπομπ, των οποίων τον έρωτα κατάφερε να χωρίσει μονάχα ο θάνατος.
Τα γράμματα που ανταλλάσσουν οι δυνάμει αιμομείκτες, ο εσωτερικός διάλογος που στήνει αριστοτεχνικά ο ΜακΚάρθι αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο γρίφος του ερωτικού δράματος, κυρίως μέσα από την εκδοχή της σχιζοφρενούς Αλίσια, θα λυθεί στο επόμενο βιβλίο Stella Maris, η απόγνωση, τα πάντα αποκαλύπτονται μέσα από σαιξπηρικών διαστάσεων εκδοχές, όπως οι αριστουργηματικές περιγραφές που ορίζουν τον έρωτα του Ρόμπερτ Γουέστερν για την παρανοϊκή, αυτόχειρα αδελφή του:
«Την έβλεπε στα όνειρά του μερικές φορές να έχει ζωγραφισμένο στα χείλη ένα χαμόγελο που εκείνος προσπαθούσε να το θυμάται, και του έλεγε, σχεδόν τραγουδιστά, λέξεις που εκείνος δεν καταλάβαινε. Ήξερε ότι το όμορφο πρόσωπό της σύντομα δεν θα υπήρχε παρά μόνο στις αναμνήσεις του και στα όνειρά του, και λίγο πιο μετά δεν θα υπήρχε καθόλου πουθενά. Εμφανιζόταν ημίγυμνη με μακρύ μεταξωτό φόρεμα που σερνόταν πίσω της, ή ίσως με αρχαιοελληνικό μανδύα, διασχίζοντας μια πέτρινη σκηνή μέσα στο φως και τον καπνό των αυτοσχέδιων φώτων, ή κατέβαζε την κουκούλα της και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς έσκυβε από πάνω του εκεί που ήταν ξαπλωμένος μέσα στα υγρά και ιδρωμένα σεντόνια και του ψιθύριζε, θα μπορούσα να είμαι η φωλιά σου, η οικοδέσποινα του μοναδικού σπιτιού όπου είναι ασφαλής η ψυχή σου. Και στο μεταξύ ηχούσε μια κλαγγή, σαν μηχανήματα σε χυτήριο, και φαίνονταν σκοτεινές φιγούρες γύρω από τις αλχημικές φωτιές, τις στάχτες και τους καπνούς. Το δάπεδο ήταν γεμάτο από τις θνησιγενείς μορφές των προσπαθειών τους, και παρ’ όλα αυτά συνέχιζαν να δουλεύουν με την ακατέργαστη ημισυναισθανόμενη λάσπη να τρέμει κατακόκκινη στον κλίβανο. Μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό άδυτο, σκαλίζοντας την κάμινο, σπρώχνοντας και φλυαρώντας, ενώ το βαθύ αιρεσιαρχικό σκότος μέσα στον γεμάτο πτυχώσεις μανδύα του τους παροτρύνει στην προσπάθειά τους. Και μετά ένα πράγμα ακατανόμαστο ξεπροβάλλει μέσ’ από την κρούστα και τον κάλυκα, μέσ’ από εκείνη τη μαρινάδα της κόλασης. Ξύπνησε ιδρωμένος, άναψε το λαμπατέρ στο κομοδίνο, κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα και κάθισε με το πρόσωπο στα χέρια. Μη φοβάσαι για μένα, του είχε γράψει. Έβλαψε ποτέ κανέναν ο θάνατος;».
Πρόκειται για ένα από τα αριστουργηματικά αποσπάσματα με τη γνωστή, κεντημένη πάνω σε έναν εκλεπτυσμένο εκφραστικό μανδύα από παράδοξες λέξεις και σπάνια σχήματα γλώσσα του ΜακΚάρθι, ο οποίος επιμένει να στήνει έναν τραγικής υπόστασης, ανδρικής δύναμης και ευθραυστότητας κόσμο – τουλάχιστον στον βαθμό που αναλογεί στην οπτική γωνία του πρωταγωνιστή.
Τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα ωραία, γευστικά κρασιά και τα πούρα που απολαμβάνουν οι κωμικοτραγικές φιγούρες-φίλοι του Μπομπ Γουέστερν είναι ίσως το μοναδικό αντιστάθμισμα αισθητικής έξαρσης σε έναν σκοτεινό κόσμο που καταρρέει, αποδεικνύοντας τη σουρεαλιστική γελοιότητα του ανθρώπινου δράματος και των ηθικών ορίων της ανθρώπινης ενατένισης.
Εν ολίγοις, εκτός από τη διαρκή δίψα του Γουέστερν για δικαιοσύνη –ως αυτοτιμωρία για τις αμαρτίες του πατέρα του; Ως αναζήτηση του χαμένου επιβάτη, μια μεταφορική εκδοχή του χαμένου τρένου της ύπαρξης– παρακολουθούμε αυτές τις εκφραστικές εναλλαγές και τις στιγμιαίες λάμψεις της εκφραστικής ιδιοφυΐας που καταυγάζουν ομορφιά έναν κόσμο απόλυτα σκοτεινό και μαύρο.
«Ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες», γράφει με υπαρξιακή ενάργεια ο ΜακΚάρθι στον Επιβάτη. Η συνέχεια στο Stella Maris, σε λιγότερο από έναν μήνα από τώρα, με ένα δίπτυχο έργο που ανυψώνει τη λογοτεχνία στα πραγματικά της μεγέθη.