Πέθανε σε ηλικία 88 χρόνων ο εμβληματικός ηθοποιός της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ, Ζαν Πολ Μπελμοντό, σύμφωνα με ανακοίνωση του δικηγόρου του.
«Ήταν πολύ κουρασμένος εδώ και κάποιο καιρό. Πέθανε ήσυχα», διευκρίνισε ο δικηγόρος του Μισέλ Γκοντέστ.
Ένας από τους δασκάλους του είχε προβλέψει πως «ο κ. Μπελμοντό δεν θα πετύχει ποτέ με την όψη χούλιγκαν που έχει». Ο Μπελμοντό απάντησε με μια άσεμνη χειρονομία τη στιγμή εκείνη, αλλά και με ογδόντα φιλμ, τη συντριπτική τους πλειονότητα μπλοκμπάστερ, τον επόμενο μισό αιώνα, υποδυόμενος ρόλους αλησμόνητους, από ζεν πρεμιέ όπως στο «Με κομμένη την ανάσα» έως περιπετειώδεις ήρωες όπως εκείνου που κρεμόταν από ένα ελικόπτερο πάνω από τη Βενετία στον «Τυχοδιώκτη του Ρίο».
Ο «γοητευτικά άσχημος» όπως τον αποκαλούσαν οι κριτικοί σε αντιδιαστολή με τον Αλέν Ντελόν, ξεκίνησε την υποκριτική καριέρα του το 1957, αφήνοντας πίσω μια άλλη, μάλλον πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στην πυγμαχία.
Γεννημένος το 1933 στο εύπορο προάστιο Νεϊγί σουρ Σεν του Παρισιού, ήταν γιος ενός γλύπτη με ιταλικές ρίζες και μιας ζωγράφου. Πήγε σε ελίτ ιδιωτικά σχολεία, αν και οι επιδόσεις του ήταν «φτωχές». Έδειξε από νωρίς την κλίση του στα σπορ και μετά από ένα σύντομο «πέρασμα» από την πυγμαχία, τον κέρδισε η υποκριτική.
Ο «Μπεμπέλ» όπως ήταν γνωστός στο γαλλικό κοινό, έμελλε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους σταρ των '60 και '70, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες - ορόσημα του παγκόσμιου σινεμά, όπως Ο τρελός Πιερό (Pierrot le fou, 1965), Ο τυχοδιώκτης τον δύο ηπείρων (Les tribulations d'un Chinois en Chine, 1965), Οι διαρρήκτες (Le casse, 1971), Η Ατιμασμένη (La ciociara, 1960).
Πολλά έχουν γραφτεί για την αναρθόδοξη παραγωγή του «Με κομμένη την ανάσα» όπου ο Γκοντάρ φέρεται να άλλαζε τους διαλόγους καθημερινά και να έκανε τα γυρίσματα χωρίς φως ώστε να εκμαιεύει τον υποκριτικό αυθορμητισμό των ηθοποιών. Παρά τις προκλήσεις, ωστόσο, ο Μπελμοντό ανταποκρίθηκε άψογα και το φιλμ έγινε επιτυχία με την πρώτη προβολή του.
Κι ήταν αυτός ο θρίαμβος της περιπέτειας του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ που εκτόξευσε το άστρο του Μπελμοντό στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Εμφανίστηκε, μάλιστα, και στην Ατιμασμένη, διασκευή του Moderato Cantabile από τον Πίτερ Μπρου, στο πλευρό της Σοφία Λόρεν υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Βιτόριο ντε Σίκα. Ωστόσο, όπως και ο Αλέν Ντελόν, ο Μπελμοντό προστιμούσε το γαλλικό σινεμά.
«Αν είχα μια συμβουλή για τους νέους ηθοποιούς, θα ήταν να μην παραμελούν ποτέ την τεχνική: Χωρίς τεχνική, περιορίζεται η ευρηματικότητα. Όμως, δεν πρέπει να φαίνεται ποτέ. Αυτό που μετρά, είναι το αποτέλεσμα, όχι ο ιδρώτας ούτε ο πόνος που κοστίζει» έλεγε ο ίδιος.
Με ένα τσιγάρο και ένα χαμόγελο μονίμως στα χείλη, η ελκυστικότητα του Μπελμοντό, ένας συνδυασμός κυνισμού και ευαισθησίας, ζεστασιάς και αυτοπεποίθησης, «γέννησε» ένα νέο είδος ρομαντισμού στο γαλλικό Νέο Κύμα.
Με πληροφορίες από France24/Guardian/Reuters