«Είχε σχέση ο Μπασκιά με τις Άλπεις;» θα αναρωτηθούν εύλογα όσοι διαβάσουν την είδηση για την πρώτη του έκθεση στην Ελβετία, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Απόλυτα συνυφασμένος με τη νεοϋορκέζικη καλλιτεχνική σκηνή, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, που πέθανε σε ηλικία 27 ετών, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στην Ιστορία της Τέχνης. Το όνομά του συζητιέται σήμερα με την ίδια ένταση όπως όταν έδειξε τις πρώτες του δουλειές, τα έργα του πωλούνται σε δυσθεώρητες τιμές, ενώ η πλαστογράφησή τους αποτελεί έναν σταθερό λόγο αντιδικιών γύρω από το όνομά του, δείχνοντας την επιθυμία των συλλεκτών να έχουν ένα κομμάτι του στη συλλογή τους.
Η έκθεση που οργανώνει η Hauser & Wirth St. Moritz έχει ως επίκεντρο τα ελάχιστα γνωστά ταξίδια του Μπασκιά στις χιονισμένες αλπικές κορυφές της Ελβετίας. Πρόκειται για ένα απροσδόκητο κεφάλαιο στην καριέρα του, με τη βαθιά επιρροή των ελβετικών Άλπεων να τον οδηγεί σε ένα μοναδικό σώμα έργων που έχει τις ρίζες του σε αυτό το καθηλωτικό τοπίο. Έως τις 29 Μαρτίου 2025 οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορούν να δουν μέσα από έναν «αλπικό φακό» τη σταθερή αξία που αποτελεί η κληρονομιά του Μπασκιά.
Ο Μπασκιά επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελβετία το 1982, μια κομβική χρονιά για τη μετεωρική άνοδό του. Μετά το ντεμπούτο του στην Galerie Bruno Bischofberger την ίδια χρονιά στη Ζυρίχη, επέστρεψε πάνω από δώδεκα φορές στη χώρα, και πάλι στη Ζυρίχη, στο St. Moritz, στο Appenzell και στη Βασιλεία, ιδιαίτερα στην περιοχή Ενγκαντίν, γοητευμένος από τη μαγευτική φυσική ομορφιά και την πολιτιστική ιστορία της. Η ησυχία των Άλπεων ήταν σαν αντίδοτο στην ξέφρενη ενέργεια της Νέας Υόρκης. Αυτή η μοναδική αντίθεση μεταξύ της «ανακάλυψης της βραδύτητας» στο Ενγκαντίν και της «ισχυρής ταχύτητας» της Νέας Υόρκης έγινε ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο έργο του.
Την ίδια χρονιά, το 1982, έγινε ένας από τους νεότερους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην Documenta που πραγματοποιήθηκε στο Kassel.
Τα έργα του σε αυτή την έκθεση μας φέρνουν σε επαφή με ένα υβριδικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τον συνδυασμό της εικαστικότητας των βουνών της Ελβετίας με το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό του στυλ. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα που προβάλλονται στην ελβετική γκαλερί είναι οι «Ολλανδοί Έποικοι» (1982), ένας μνημειώδης πίνακας με εννέα καμβάδες-πάνελ που απεικονίζουν τα έλατα του Ενγκαντίν, τους ορεινούς δρόμους, τα αγριοκάτσικα μαζί με τα σύμβολα της αφρικανικής διασποράς. Αυτό το «eye rap», όπως το περιγράφει ο ιστορικός τέχνης Robert Storr, αποτελεί παράδειγμα της ικανότητας του καλλιτέχνη να συνδυάζει ανόμοιες πολιτιστικές και ιστορικές αναφορές σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα.
Άλλα παραδείγματα της «ελβετικής έμπνευσης» του Μπασκιά είναι τα έργα «Skier» (Σκιέρ) και «Lake» (Λίμνη), ζωγραφισμένα στο St. Moritz το 1983. Αυτά ήταν μέρος μιας σειράς που αρχικά προοριζόταν για ένα κυνηγετικό καταφύγιο, αλλά αργότερα κόσμησε την τραπεζαρία της οικογένειας Bischofberger στο St. Moritz. Ο «Σκιέρ», με την κωμική φιγούρα του σε έντονο κόκκινο φόντο, και η «Λίμνη», μια νυχτερινή απεικόνιση του αλπικού τοπίου, παρουσιάζουν την παιχνιδιάρικη απόδοση της ζωής στις Άλπεις από τον Μπασκιά.
Η ομάδα του Hauser & Wirth σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1983-1984 γεννήθηκε στο St. Moritz μια πρωτοποριακή καλλιτεχνική συνεργασία ανάμεσα στον Μπασκιά, τον Άντι Γουόρχολ και τον Φραντσέσκο Κλεμέντε. Τα κοινά έργα της τριάδας, συμπεριλαμβανομένου του «In Bianco» (1983), τονίζουν την ικανότητα του Μπασκιά να προσαρμόζεται και να αντιδρά στη δημιουργική επίδραση των άλλων, διατηρώντας παράλληλα την ξεχωριστή φωνή του. Αυτή η συνεργασία σηματοδότησε μια μεταμορφωτική περίοδο στην καριέρα του, υπογραμμίζοντας τη σημασία της Ελβετίας όχι απλώς ως πηγής έμπνευσης αλλά και ως χωνευτηριού της καλλιτεχνικής καινοτομίας.
Η πολύπλευρη ενασχόληση του Μπασκιά με την περιοχή Ενγκαντίν είναι εμφανής σε έργα όπως το «Big Snow» (1984), όπου αντιπαραθέτει μοτίβα χιονιού και σκι σε ιστορικά θέματα όπως ο θρίαμβος του Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Η αλληλεπίδραση της αλπικής εικονογραφίας με την αφροαμερικανική ιστορία αποτελεί παράδειγμα της μοναδικής ικανότητας του καλλιτέχνη να ενσωματώνει προσωπικές και συλλογικές αφηγήσεις στην τέχνη του και να στοχάζεται πάνω στις εμπειρίες του και στις ευρύτερες πολιτιστικές και ιστορικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη ζωή και την πρακτική του.
Τα βουνά, τα αθλήματα και οι παραδόσεις της περιοχής έγιναν σημαντικό μέρος της εικαστικής του γλώσσας. Ακόμα και το τοπικό Βratwurst βρήκε τη θέση του σε αυτήν. Ο Μπασκιά σχεδίασε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο, αυτό της κοιλάδας Ενγκαντίν, ενώ σε μεταγενέστερες επισκέψεις το έργο του πήρε έναν πιο ενδοσκοπικό τόνο. Η μονοχρωματική σειρά «To Repel Ghosts» (1986) εξερευνά θέματα κενού και πνευματικότητας, βασιζόμενη στον χρόνο που πέρασε στη Ζυρίχη και στο St. Moritz. Αυτά τα έργα αποκαλύπτουν έναν καλλιτέχνη που βρισκόταν σε μια απροσδόκητη και κομβική στιγμή δημιουργικά.
Γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1960 και μεγαλωμένος στην καλλιτεχνική σκηνή του κέντρου της πόλης, μέσα στο post-punk, τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Μπασκιά άντλησε από την ποικιλομορφία και την ένταση της Νέας Υόρκης για να εμπλουτίσει την πολύπλευρη πρακτική του. Οι εκφραστικοί πίνακές του συνδυάζουν τολμηρό κείμενο με λέξεις που αναφέρονται στην αφρικανική διασπορά και τη σκλαβιά, εικόνες από τις εκτεταμένες προσλαμβάνουσες που είχε από την τέχνη, τον κινηματογράφο, την ιστορία και τη μουσική, καθώς και τις εμπειρίες του από τον ρατσισμό που βίωνε καθημερινά ως νεαρός μαύρος στις ΗΠΑ.
Με στοιχεία από Designboom.