Ιδρυτικό μέλος της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών και της Κίνησης Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή», ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου είναι από τις πιο δραστήριες και δυνατές «φωνές» του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα, είναι επίσης ένας πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και θαυμάσιος συζητητής.
Μεταξύ άλλων, έχει συνεργαστεί με το Θέατρο Κωφών Ελλάδας, το Ίδρυμα Ευγενίδου, τις Νύχτες Πρεμιέρας, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έχει σχεδιάσει και οργανώσει καθολικά προσβάσιμες συναυλίες, παραστάσεις, προβολές και events, όπως τα Cinema4All και Art4All στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος σε συνεργασία με την περιφέρεια Αττικής, υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ήταν υποψήφιος, δε, με τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες ευρωεκλογές.
Δούλεψε στην τηλεόραση ως μοντέρ και βοηθός σκηνοθέτη, γύρισε ο ίδιος ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους, σκηνοθέτησε επίσης θεατρικές παραστάσεις εδώ και στο εξωτερικό. Μία από αυτές είναι και το έργο «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν» σε συνεργασία με τον Βασίλη Κουκαλάνι και τη Συντεχνία Γέλιου (Σύγχρονο Θέατρο).
Με πλέον επίκαιρη αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία στις 3/12 (που ο ίδιος θα προτιμούσε να ονομαζόταν Παγκόσμια Ημέρα Αναπήρων σκέτο) βρεθήκαμε στο «στρατηγείο» του στο Χαλάνδρι, όπου ζει με τη σύντροφό του, την ηθοποιό Άννα-Μαρία-Ελευθερία Ματζουράνη, τον γιο του Νάσο και τις δυο γάτες του, την Κλειώ και την Τζέις.
Από τον «Σούπερμαν» περάσαμε στους ανάπηρους ανθρώπους που υπολογίζονται στο 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, στις προκαταλήψεις, στις διακρίσεις και στους αποκλεισμούς που υφίστανται, στο αναπηρικό κίνημα, στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της αναπηρίας αλλά και στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή: «Η αναπηρία, ξέρεις, είναι ταυτότητα και όχι προσάρτημα… Δεν είναι η βλάβη καθαυτή αλλά το αποτέλεσμα του τρόπου που έχει δομηθεί η κοινωνία. Τα πάντα γύρω μας, οι πόλεις μας, οι δρόμοι μας κ.λπ. είναι κομμένα και ραμμένα πάνω στο ανθρωπομετρικό πρότυπο της “κανονικότητας”, κάτι που ισχύει ακόμα και όσον αφορά τα μέτρα για την πανδημία», τονίζει.
Όχι, δεν φταίνε τα πόδια μου για τον αποκλεισμό μου αλλά αυτές εδώ οι σκάλες και οι συμπεριφορές εκείνων που μας θεωρούν τους άτυχους της περίστασης. Αγαπώ το σώμα μου έτσι όπως είναι και δεν αποδέχομαι ότι τα εμπόδια που βιώνω στην καθημερινότητα σχετίζονται με αυτό.
Μιλήσαμε, ακόμα, για τον δικό του προσωπικό αγώνα αποδοχής και συνειδητοποίησης, για την ειδοποιό διαφορά μεταξύ βλάβης και αναπηρίας, τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα φλέγοντα ζητήματα αλλά και τα αιτήματα των αναπήρων, την ανάγκη για καθολική προσβασιμότητα παντού και την άρση κάθε διαχωρισμού, είτε αφορά την εκπαίδευση, είτε την εργασία, είτε τον πολιτισμό και την αναψυχή.
«Είναι δύσκολο, δεν λέω, να συμπεριλαμβάνεις όλους τους ανθρώπους παντού και πάντα, είναι όμως αυτό που οφείλει να κάνει πράξη η πολιτεία. Πρόκειται για ένα ζήτημα διαχρονικό, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, ένα ζήτημα ευαισθησίας, πολιτισμού και δημοκρατίας… Το μεγάλο διακύβευμα είναι πώς θα αποδεχτείς ισότιμα και θα εντάξεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι τους ανάπηρους και όσους άλλους πολίτες περιθωριοποιούνται, όχι πού θα τους “παρκάρεις”, ώστε να είναι αόρατοι».
— Ανάπηροι, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές δεξιότητες… Ποιος όρος είναι για σένα ο ορθότερος, πώς να σε αποκαλέσω χωρίς να ενοχληθείς;
Κοίτα, αν με χαρακτηρίσεις «άτομο με ειδικές δεξιότητες», θα σου απαντήσω ότι όχι, δεν έχω κάποια ειδική δεξιότητα, ότι είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι και ότι χρειάζονται συγκεκριμένα πράγματα ώστε να διαμορφωθεί το περιβάλλον μας με τρόπο που να με συμπεριλαμβάνει. Για τον ίδιο λόγο δεν έχω και ειδικές ανάγκες, γενικές είναι πάντοτε οι ανάγκες των ανθρώπων και ποτέ ειδικές. Αν π.χ. κάποιος χρειαστεί γυαλιά, αυτό είναι μια ειδική ή μια γενική ανάγκη; Αν κάποιος άλλος χρειάζεται αμαξίδιο, είναι καθηλωμένος ή μήπως καθηλωμένος είναι αυτός που δεν διαθέτει αμαξίδιο ή διαθέτει μεν, αλλά όχι το κατάλληλο;
Έχει σημασία πώς αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, προσωπικά προτιμώ να προσδιορίζομαι ως ανάπηρος και όχι κάτι από τα παραπάνω ή το πιο επίσημο «άνθρωπος με αναπηρία». Δεν λέμε π.χ. «άνθρωπος με ομοφυλοφιλία», λέμε ομοφυλόφιλος!
Η αναπηρία, εν τέλει, είναι η καταπίεση που βιώνουν τα άτομα με βλάβες στην κοινωνική τους αλληλεπίδραση. Ο διαχωρισμός της βλάβης από την αναπηρία είναι που φέρνει την κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν βάζουμε τη βλάβη/ασθένεια στο ίδιο πλαίσιο με την αναπηρία, καταλήγουμε σε έναν ιατροκεντρικό τρόπο αντίληψης αυτής της κατάστασης.
Η βλάβη μπορεί να θεραπευτεί μερικώς ή ολικώς με ιατρικά μέσα, με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, με κάποια βοηθητικά εργαλεία, η αναπηρία όχι! Κανείς γιατρός δεν μπορεί να θεραπεύσει το πώς αντιλαμβανόμαστε το στίγμα, τα στερεότυπα και τις θεσμοποιημένες μορφές διάκρισης. Αυτές τις «θεραπεύουν» η κοινωνία των πολιτών και η δημοκρατική πολιτεία καθαυτή.
Έπειτα, η αναπηρία δεν περιορίζεται στα προφανή, περιλαμβάνει από ανθρώπους με κινητικές βλάβες, κωφούς, τυφλούς, ψυχοδιαφορετικούς κ.λπ. μέχρι άτομα με χρόνιες βλάβες.
— Όσον αφορά την οροθετικότητα, νομίζω ότι το στίγμα, ο κοινωνικός ρατσισμός και οι προκαταλήψεις σχετίζονται κατεξοχήν με την αναπηρία. Το επιβεβαίωσαν πρόσφατα και οι απαράδεκτες δηλώσεις του πρώην, πλέον, προέδρου του Λιμενικού Ταμείου Τήνου-Άνδρου, τις οποίες είχες κι εσύ στηλιτεύσει.
Έτσι είναι, δυστυχώς, και σε αυτά αναφερόμαστε όταν μιλάμε για μισαναπηρισμό. «Για τους θρησκευόμενους είναι θεία τιμωρία, για τους υπόλοιπους αστοχία της φύσης», έλεγε αυτός ο κύριος. Το τελευταίο βέβαια όλως τυχαίως το έλεγε και ο Αδόλφος Χίτλερ!
— Και ο Χίτλερ και οι ντόπιοι «νοσταλγοί» του. Γι’ αυτό άλλωστε κατέθεσες ως μάρτυρας της πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής ως μέλος της Μηδενικής Ανοχής. Σωστά;
Σωστά, αλλά πριν φτάσουμε εκεί έχει σημασία να δούμε πώς αντιμετώπισαν τους ανάπηρους οι ναζί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν τα πρώτα θύματα του θηριώδους αυτού καθεστώτος στη Γερμανία και όχι μόνο μέσα από το πρόγραμμα ευθανασίας Τ4 που αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση. Προηγήθηκαν, δε, όλων των άλλων στοχοποιημένων κοινωνικών ομάδων, ακόμα και των Εβραίων. Πάνω στα ανάπηρα σώματα έμαθαν να φτιάχνουν κρεματόρια ‒ υπολογίζεται ότι χάθηκαν έτσι κάπου 275.000 ανάπηροι άνθρωποι, μάλιστα έχει ανεγερθεί και μνημείο υπέρ τους στο Βερολίνο.
Αυτά που έλεγε η ναζιστική προπαγάνδα για τους «ανάξιους για ζωή», όπως θεωρούνταν οι ανάπηροι, ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με όσα λέγανε αντίστοιχα ο χερ Μιχαλολιάκος και τα «παλικάρια» του. Από τους σκληρούς δίσκους υπολογιστών μελών της οργάνωσης που κατασχέθηκαν προέκυψε οπτικοακουστικό υλικό όπου οι ανάπηροι, μαζί με τους «τοξικομανείς», τους «σχιζοφρενείς», τους επιληπτικούς και άλλους, περιλαμβάνονταν στις πληθυσμιακές ομάδες, από τις οποίες έπρεπε να «καθαρίσει» η φυλή μας με στείρωση ή ευθανασία! Μιλούσαν με άνεση δημόσια για ευγονική, αναφέροντας ότι «οι ανάπηροι δεν μπορούν να φέρουν τον τίτλο του πολίτη-οπλίτη».
Τα ίδια έλεγε και ο Ματθαιόπουλος, ενώ το ’12 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον δύο επιθέσεις σε αναπηρικούς στόχους, η μία στα γραφεία της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Αναπήρων (ΣΕΑΑΝ) στη Θεσσαλονίκη, όπου έβαψαν με σπρέι την πρόσοψη του γραφείου, σχηματίζοντας το έμβλημα της Χρυσής Αυγής και μια σβάστικα, και η άλλη στη Θράκη, όπου επιτέθηκαν στον μειονοτικό δάσκαλο ειδικής εκπαίδευσης Τζεμαλί Μλιαζίμ.
Να ευχαριστήσω εδώ ξανά τους Αιγύπτιους αλιεργάτες και τον δικηγόρο τους Θανάση Καμπαγιάννη που με κάλεσαν ως μέλος της Μηδενικής Ανοχής να καταθέσω στην υπόθεση περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, χαίρομαι δε που έβαλα ένα ακόμα λιθαράκι στην καταδίκη της εγκληματικής αυτής οργάνωσης.
— Για να έρθουμε στην παράσταση, τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν ανάπηρο «πιο δυνατό κι από τον Σούπερμαν»;
Ο Σούπερμαν είναι, ως γνωστόν, το απόλυτο πρότυπο της αρτιμέλειας, του παντοδύναμου άντρακλα. Εκείνο που μας κάνει δυνατότερους από αυτόν είναι η ισότιμη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων που ωθούνται σε ένα κοινωνικό περιθώριο: ανάπηροι, ΛΟΑΤΚΙ, πρόσφυγες, μόνες μητέρες…
Η παράσταση ξεκίνησε το ’18 στο Σύγχρονο Θέατρο και είχε μεγάλη επιτυχία, την πορεία της όμως διέκοψε η πανδημία. Με τον Βασίλη Κουκαλάνι, τον «συνσκηνοθέτη» και ψυχή της Συντεχνίας του Γέλιου, γνωριστήκαμε, ξέρεις, μια σκληρή εποχή. Μόλις είχε δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας, κάποιοι καλλιτέχνες μαζευτήκαμε τότε και είπαμε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτόν τον εφιάλτη.
Μια πρώτη ενέργεια ήταν το Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών που διοργανώσαμε στο θέατρο Εμπρός. Εκεί καταγγείλαμε δημόσια τη στάση της Χρυσής Αυγής και απέναντι στους ανάπηρους, θέσαμε δε ως Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών (ΚΑΚ) και ως Μηδενική Ανοχή αιτήματα όπως η προσβασιμότητα στις τέχνες και η κατάργηση των απαράδεκτων και αναχρονιστικών προεδρικών διαταγμάτων 336 & 370 που έθεταν την αρτιμέλεια ως προϋπόθεση για τη φοίτηση στις δραματικές σχολές ‒ αυτά καταργήθηκαν μεν από την προηγούμενη κυβέρνηση, όμως η θεατρική εκπαίδευση παραμένει δομημένη πάνω στο μη ανάπηρο σώμα.
Ενώ διεξαγόταν το φεστιβάλ, λοιπόν, μου λέει κάποια στιγμή ο Βασίλης «σου έχω κάτι» και μου δείχνει την αγγλική έκδοση του ομώνυμου βιβλίου του Ρόι Κιφτ. Αρχικά δεν μου άρεσε ο τίτλος, ένα έργο με επίκεντρο τα ζητήματα των αναπήρων δεν μπορεί να φέρει τον τίτλο αυτό! Διαβάζοντάς το όμως ενθουσιάστηκα, κατανόησα ότι λειτουργεί προβοκατόρικα και συμφώνησα αμέσως να το διασκευάσουμε σε θεατρικό.
Έτσι, λοιπόν, προέκυψε ένα παιδικό έργο που όμως απευθύνεται εξίσου σε ενήλικες. Ονομάσαμε, μάλιστα, τον κεντρικό ήρωα, που είναι ένα ανάπηρο παιδί μονογονεϊκής οικογένειας, Άρη προς τιμή του σπουδαίου ανάπηρου ποιητή Άρη Ταστάνη, φίλου μου καλού και από τα ιδρυτικά μέλη της ΚΑΚ, που έφυγε το 2013. Πραγματεύεται το δικαίωμα στο παιχνίδι, το δικαίωμα επίσης του παιδιού να πάει στο σχολείο της γειτονιάς του και όχι σε κάποιο ειδικό, δεν αφορά δε μόνο τους ανάπηρους αλλά τον καθένα μας, την κοινωνία όλη.
Ενδιαφέρουσα είναι και η αντιστροφή που κάνει, τα παιδιά π.χ. ονειρεύονται ότι ζουν σε έναν φανταστικό πλανήτη, τον Κύλα-Κύλα, όπου όλοι οι κάτοικοι τσουλάνε με αμαξίδια και αν συναντήσουν κάποιον «περπατένιο», του δίνουν προτεραιότητα! Εννοείται ότι η παράσταση είναι καθολικά προσβάσιμη, όπως άλλωστε και το θέατρο, από τα ελάχιστα ανάλογα στην Ελλάδα.
— Θυμάμαι ότι είχατε καταγγείλει τις προάλλες τον σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό για μισαναπηρικές διακρίσεις, πράγμα που ο ίδιος σε συνέντευξή του στη LiFO διέψευσε κατηγορηματικά.
Ο Λιβαθινός είναι αναμφίβολα ένας σπουδαίος θεατράνθρωπος, όμως η συμπεριφορά του απέναντι σε ανάπηρους υπήρξε πράγματι κακοποιητική. Αν διαβάσει κανείς την καταγγελία που βγάλαμε ως ΚΑΚ, θα αντιληφθεί ότι όσα έκανε και είπε ήταν πολύ χοντρά και δυστυχώς αληθεύουν. Αυτά που ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε για τους ανάπηρους προέκυψαν από δική μας πίεση, ήταν εξάλλου υποχρέωσή του, βάσει της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 το Θέατρο Κωφών Ελλάδας και άλλες ομάδες αναπήρων πίεζαν να καταργηθούν τα ρατσιστικά προεδρικά διατάγματα.
Δεν θέλω να συνεχίσω την αντιπαράθεση, άλλωστε δεν είναι πια καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό. Και ενώ ισχυρίζεται ότι κόπτεται για τα δικαιώματά μας, η παράσταση που ανεβάζει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων είναι καθολικά μη προσβάσιμη σε αναπήρους. Κρίμα, μας αποκλείει από το να την παρακολουθήσουμε.
— Εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας Ατόμων με Αναπηρία, όπως είναι ο επίσημος τίτλος της ‒φαντάζομαι, βέβαια, ότι θα προτιμούσες να λεγόταν Παγκόσμια Ημέρα Αναπήρων‒, στις 3/12, πού βρισκόμαστε σήμερα όσον αφορά τα δικαιώματα και την προσβασιμότητα και τι επιπλέον ζητάμε;
Να πούμε καταρχάς ότι το «αρχιτεκτονικό απαρτχάιντ» που επικρατεί στις πόλεις μας, που τις θέλει λειτουργικές μόνο για τα ικανά σώματα, σίγουρα δεν είναι τόσο απόλυτο όσο λίγες μόλις δεκαετίες πριν, έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι, όμως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Τα πεζοδρόμια και οι διαβάσεις της Αθήνας είναι άλλωστε προβληματικά ακόμα και για τους μη ανάπηρους συμπολίτες μας!
Όσον αφορά τα αιτήματά μας, ζητάμε καταρχάς να διασφαλιστεί ότι θα συνεχίσουμε να λαμβάνουμε κανονικά τα επιδόματα και τις συντάξεις που δικαιούμαστε, συν κάποιες αυξήσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί το κύμα ακρίβειας. Αξιώνουμε, επίσης, από το κράτος να συμβάλει περισσότερο οικονομικά όσον αφορά τα εργαλεία της αξιοπρέπειάς μας (τεχνητά μέλη, αμαξίδια κ.λπ.).
Σημαντικό είναι, επιπλέον, να θεσμοθετηθεί άμεσα ο προσωπικός βοηθός με όρους που θα θέσουμε οι ίδιοι οι ανάπηροι – έχει δρομολογηθεί ήδη ένα σχετικό πιλοτικό πρόγραμμα, επείγει όμως να δρομολογηθεί κανονικά, γιατί ο προσωπικός βοηθός είναι απαραίτητος για ανάπηρα άτομα με σοβαρές βλάβες και κινητικές δυσκολίες.
Εντούτοις, η ανεξάρτητη, ολιστική διαβίωση ενός ανάπηρου είναι κάτι ευρύτερο, δηλαδή υπάρχει μια ολόκληρη «αλυσίδα» και οι διεκδικήσεις δεν σταματούν, γιατί υπάρχουν πισωγυρίσματα, στη Βρετανία π.χ. οι Τόρις κατήργησαν κάποια σημαντικά αναπηρικά benefits που είχαν θεσμοθετήσει οι Εργατικοί.
Ζητάμε, πάνω απ’ όλα, περισσότερες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και συνακόλουθα στην αγορά εργασίας. Αναλογικά πολύ λίγοι ανάπηροι εργάζονται κανονικά –ούτε ένα 10%‒ και οι περισσότεροι είναι χαμηλά αμειβόμενοι, καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα καλύτερης μόρφωσης.
Υπόψη ότι ως μόρφωση εδώ δεν εννοούμε τα λεγόμενα ειδικά σχολεία αλλά το δικαίωμα να σπουδάζουμε στα ίδια σχολεία με τα μη ανάπηρα παιδιά και να έχουμε ίση πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Ξέρω, δεν είναι πάντα εύκολο αυτό, αλλά είναι υποχρέωση μιας δημοκρατικής πολιτείας να το κάνει πράξη.
— Μια άλλη διεκδίκηση είναι και η ίση πρόσβαση στον πολιτισμό.
Εννοείται, γιατί έχει κι αυτό ζωτική σημασία. Και όταν λέμε ίση πρόσβαση στον πολιτισμό, δεν την εννοούμε μόνο ως θεατές/καταναλωτές (διάδρομοι, ράμπες, τουαλέτες, θέσεις πάρκινγκ και τα λοιπά) αλλά και ως δημιουργοί, ως τεχνικοί, ως ηχολήπτες και πάει λέγοντας. Διότι αν βελτιώθηκε σε κάποια θέατρα και συναυλιακούς χώρους η δυνατότητα προσέλευσης και παρακολούθησης ενός δρώμενου, η πρόσβαση στη σκηνή, τα παρασκήνια, τα καμαρίνια κ.λπ. παραμένει ζητούμενο.
Έπειτα, αν μιλάμε για καθολική πρόσβαση σημαίνει ότι η εκάστοτε προβολή ή παράσταση πρέπει να διαθέτει υπέρτιτλους, ακουστική περιγραφή, διερμηνεία κ.λπ.
— Πότε αρχίζουν οι ανάπηροι να οργανώνονται και να διεκδικούν συλλογικά πράγματα στην Ελλάδα;
Ήδη από την Κατοχή, με «πρωταγωνιστές» ανάπηρους του Αλβανικού Μετώπου. Μιλάμε για πάνω από 15.000 ανθρώπους. Την πρώτη οργανωμένη αντίδραση πραγματοποιούν ανάπηροι ΕΑΜίτες που ζητούν ιατροφαρμακευτικό υλικό και τρόφιμα και συμμετέχουν στις διαδηλώσεις κατά της γενικής επιστράτευσης και του λοιμού.
Στο λεγόμενο μπλόκο των νοσοκομείων στις 30/11/43, ταγματασφαλίτες συλλαμβάνουν εκατοντάδες ανάπηρους και τους παραδίδουν στους Γερμανούς. Οδηγούνται στα στρατόπεδα Χαϊδαρίου και Χατζηκώστα. Μέχρι την Απελευθέρωση θα εκτελεστούν εκατοντάδες ανάπηροι πολέμου – πριν από λίγες μέρες μάλιστα, σε εκδήλωση μνήμης και τιμής που διοργάνωσε η Μηδενική Ανοχή, στην επέτειο του εν λόγω πογκρόμ παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Ευγενίδου το βιβλίο του Φρίξου Β. Θεοφανίδη «Ανάπηροι οι πρωτοπόροι της λεφτεριάς», το οποίο αναφέρεται σε εκείνα τα γεγονότα. Μεταπολεμικά ξεκινάνε και οι πρώτες μαζικές διεκδικήσεις των αναπήρων διεθνώς.
Μία ακόμα ιστορική στιγμή του εγχώριου αναπηρικού κινήματος είναι ο αγώνας των τυφλών το 1977, που ξεκινά όταν 300 άτομα με σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, όχι επαιτεία» καταλαμβάνουν τον Οίκο Τυφλών, αξιώνοντας αλλαγή του καθεστώτος διοίκησης και διαχείρισης που ως τότε διατηρούσε η Εκκλησία. Έχει γυριστεί και ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ από τη Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού.
Την εποχή εκείνη δημιουργείται το Εθνικό Αναπηρικό Κίνημα και άλλες συναφείς οργανώσεις και συλλογικότητες, θεατρικές ομάδες κ.λπ. Ξέρεις όμως κάτι; Ακόμα κι αν θεσπίσουμε τους καλύτερους δυνατούς νόμους –και το νομικό μας οπλοστάσιο είναι πια αρκετά αναπτυγμένο‒, η εφαρμογή τους θα παραμένει ζητούμενο.
Λέει π.χ. ο νομοθέτης ότι το 5% των οριοθετημένων θέσεων ενός δημοτικού πάρκινγκ προορίζεται για αναπήρους. Πόσοι δήμοι το τηρούν αυτό και πόσοι μη ανάπηροι συμπολίτες μας το σέβονται; Το ίδιο ισχύει για τις οδεύσεις τυφλών και πάει λέγοντας. Το να μην υπολογίζεις όμως το 15% του πληθυσμού συνιστά αντικοινωνική συμπεριφορά και οι νοοτροπίες αυτές δεν αλλάζουν μόνο με νόμους, χρειάζεται να καλλιεργηθεί και μια σχετική παιδεία. Οι ζωές των αναπήρων μετράνε.
— Οι ανάπηροι είναι από εκείνες στις κοινωνικές ομάδες που έπληξαν ιδιαίτερα τα μέτρα κατά της πανδημίας και η νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε.
Δυστυχώς, και αυτό συνέβη λίγο-πολύ παγκόσμια. Βρεθήκαμε ξανά σε καθεστώς εξαίρεσης. Δεν ήταν μόνο ότι και για μας η πρόσβαση σε κλινικές, νοσοκομεία και υπηρεσίες υγείας δυσκόλεψε πολύ –χάθηκαν άνθρωποι έτσι‒ αλλά και ότι τα μέτρα που λαμβάνονταν, στα lockdowns ας πούμε, δεν εξυπηρετούσαν καθόλου ούτε τους αναπήρους ούτε τους βοηθούς-φροντιστές όσων από εμάς τους χρειάζονται.
Στην Ελλάδα, καθώς η θέση του βοηθού αναπήρου δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμα, πολλοί προσλαμβάνουν γι’ αυτόν τον λόγο μετανάστες χωρίς χαρτιά, η εργασία των οποίων είναι αδήλωτη. Το να βγουν να ψωνίσουν τρόφιμα και άλλα χρειαζούμενα οι άνθρωποι αυτοί στις καραντίνες, όταν γίνονταν έλεγχοι στοιχείων, ήταν μεγάλο πρόβλημα. Αν τυχόν συλλαμβάνονταν, οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι που πρόσεχαν θα έμεναν ξεκρέμαστοι. Η τηλεκπαίδευση, πάλι, παραμένει σε μεγάλο βαθμό μη προσβάσιμη σε ανθρώπους με αισθητηριακές βλάβες, το ίδιο και η τηλεργασία.
— Ο δικός σου αγώνας για αυτοσυνείδηση και αποδοχή του εαυτού σου ως ανάπηρου πόσο δύσκολος ήταν;
Αποφεύγω γενικά να μιλάω βιωματικά, ταλαιπωρήθηκα όμως αρκετά στην αρχή. Μεγάλα στηρίγματα αποδείχτηκαν όχι μόνο κάποια κοντινά μου πρόσωπα αλλά και διαβάσματα, όπως το βιβλίο του Μάικλ Όλιβερ «Αναπηρία και πολιτική» (εκδ. Επίκεντρο), που με βοήθησε να κατανοήσω το κοινωνικό μοντέλο για την αναπηρία.
Όταν, λοιπόν, ξεπέρασα το πρώτο στάδιο, τον πόνο, τον οικτιρμό κ.λπ., άρχισα να λέω «για στάσου, τώρα, το ότι με βλέπει κάποιος στον δρόμο με το αμαξίδιο και κάνει τον σταυρό του ή φτύνει στον κόρφο του, είναι κανονικό;». Μπήκα έτσι σε μια διαδικασία έρευνας πάνω στο τι σημαίνει η αναπηρία τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Όχι, δεν φταίνε τα πόδια μου για τον αποκλεισμό μου αλλά αυτές εδώ οι σκάλες και οι συμπεριφορές εκείνων που μας θεωρούν τους άτυχους της περίστασης. Αγαπώ το σώμα μου έτσι όπως είναι και δεν αποδέχομαι ότι τα εμπόδια που βιώνω στην καθημερινότητα σχετίζονται με αυτό. Αυτό που έχω καταφέρει, νομίζω, είναι να μην εξοργίζομαι όπως παλιά.
Η εμπλοκή μου με τον αναπηρικό ακτιβισμό αποτέλεσε μια τεράστια δεξαμενή γνώσης και συνειδητοποίησης. Πλέον, όταν με προσβάλλουν, ακόμα και άθελά τους με αφορμή τη βλάβη μου, δεν βρίσκω τον λόγο να γίνομαι έξαλλος. Η ενέργειά μου εξαντλείται στο πώς θα επέμβουμε στις αιτίες που μας αποκλείουν και πώς θα απορροφήσουμε εμείς οι ανάπηροι πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Όταν πήγα πέρσι στην Ακρόπολη ως συντονιστής αναπηρικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ να δω από κοντά τις υποδομές που είχαν προβλεφθεί για τους ανάπηρους, λέω σε έναν φύλακα «πού να αφήσω το αυτοκίνητό μου, δεν βλέπω κανέναν οριοθετημένο χώρο στάθμευσης». «Το αυτοκίνητο θα το πάρει ο οδηγός σας, αφού σας αφήσει εδώ, στην είσοδο», απάντησε, λες και όλοι οι ανάπηροι έχουμε σοφέρ ή δεν υπάρχουν ανάπηροι οδηγοί! Όλοι όμως έχουμε δικαίωμα στην κυκλοφορία, η διαφορά είναι στα εμπόδια που συναντάμε και στις αντιλήψεις.
— Γεγονός είναι ότι, όπως έχεις ξαναπεί κι εσύ, η προσβασιμότητα από μόνη της δεν αρκεί, όπως δεν αρκούν μόνο οι νόμοι.
Προφανώς. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας, κουλτούρας, παραδείγματος. Όταν γύρισα το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ μου, τα «Αιγαίου Κύματα» (2005), που προβλήθηκαν σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, άρχισαν να με καλούν σε σχολεία. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παιδαγωγική εμπειρία. Σε μια τέτοια παρουσίαση, λοιπόν, πετάχτηκε ένας μαθητής, λέγοντάς μου: «Κύριε, εγώ τρόμαξα που είδα ανθρώπους με κομμένα χέρια και πόδια και θέλω να μου εξηγήσετε γιατί συμβαίνει αυτό».
Αυτή την παρέμβαση, λοιπόν, που αρχικά με αιφνιδίασε, τη βρήκα εξαιρετική και απολύτως ειλικρινή, διόλου δεν προσβλήθηκα. «Άκου», του απάντησα, «αυτό συμβαίνει επειδή, εκτός από πράγματα που μπορεί να ακούσουμε και στο οικογενειακό τραπέζι τύπου “πω πω, ο τάδε σακατεύτηκε σε ένα ατύχημα κι έμεινε κουτσός ο κακομοίρης” και να το καταπιείς κι αυτό μαζί με το φαγητό ως μια νορμάλ θεώρηση των πραγμάτων, στο σχολείο σου δεν έχεις ανάπηρους συμμαθητές. Διότι αν υπήρχαν και τους είχες συναναστραφεί, δεν θα είχες τέτοιες απορίες».
Το παιδί εκείνο κατανόησε απόλυτα τι του είπα, πόσοι ενήλικοι όμως θα συμμερίζονταν την ιδέα να μην υπάρχουν ειδικά σχολεία που ευνοούν τους διαχωρισμούς και την ιδρυματοποίηση, αλλά τα παιδιά να σπουδάζουν όλα μαζί, ανεξάρτητα από τη σωματική ή άλλη κατάστασή τους;
— Πόσο εύκολο θα ήταν, όμως, στην πράξη ένα σχολείο για όλους;
Εύκολο δεν είναι, διότι δεν αποτελεί προτεραιότητα. Διαθέτουμε, εντούτοις, την παιδαγωγική γνώση να δημιουργήσουμε και να λειτουργήσουμε ένα πιο δημοκρατικό, πιο ανθρώπινο σχολείο, όπου θα μπορούν να μορφώνονται όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως. Όταν οι ανάπηροι αξιώνουμε ένα σχολείο για όλους, μας παραπέμπουν κατευθείαν στις πιο «ακραίες περιπτώσεις βλάβης». Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τα ειδικά σχολεία προστατεύουν τα ανάπηρα παιδιά από το μπούλινγκ ή αναμασούν την καραμέλα περί ανέτοιμης κοινωνίας.
Όμως και συμπεριληπτικά εκπαιδευτικά εργαλεία υπάρχουν και τρόποι ομαλής ένταξης και δημιουργικής συνύπαρξης. Η πολιτική και παιδαγωγική βούληση είναι το πρώτο ζητούμενο, το κόστος αλλά και η άρση των προκαταλήψεων ένα δεύτερο. Για παράδειγμα, όταν φτιάχνεται μια «παιδική χαρά για ΑμεΑ», διαφημίζεται ως μέγα επίτευγμα με τεράστια ευαισθησία για «ΑΥΤΑ» τα παιδιά! Πώς, όμως, θα μας φαινόταν μια παιδική χαρά που να προορίζεται μόνο για αλλοδαπά, ή Ρομά, ή «γκέι» παιδιά;
Το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα ιδρύματα, το να βάψεις με χαρούμενα χρώματα τους τοίχους και να προσλάβεις περισσότερο προσωπικό δίχως να αμφισβητήσεις τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας τους αποτελεί κενό γράμμα. Το μεγάλο διακύβευμα είναι πώς θα αποδεχτείς ισότιμα και θα εντάξεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι τους ανάπηρους και όσους άλλους πολίτες περιθωριοποιούνται, όχι πού θα τους «παρκάρεις», ώστε να είναι αόρατοι.
Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν
Κείμενο: Roy Kift
Μετάφραση / Διασκευή: Βασίλης Κουκαλάνι, Αντώνης Ρέλλας
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κουκαλάνι , Αντώνης Ρέλλας
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου, Αριστοτέλης Καρανάνος
Τραγούδια Παράστασης: Φοίβος Δεληβοριάς, Χατζαφραγκέτα, Τζούλιο Κατσής
Επιμέλεια Κίνησης: Εριφύλη Στεφανίδου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Γιώργος Αγιανίτης
Διανομή: Μικές Γλύκας, Γεωργία Μαυροιδοπούλου, Βασίλης Κουκαλάνι, Τάνια Παλαιολόγου, Θάνος Αλεξίου, Φώτης Λαζάρου, Αντώνης Χρήστου
Σύγχρονο Θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Κάθε Κυριακή στις 14:30