Άρχισε, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η δίκη του επιχειρηματία στον χώρο των κατασκευών, Ιωάννη Καρούζου, και των συγκατηγορουμένων του, μεταξύ των οποίων και ο εφοπλιστής Βίκτωρ Ρέστης, που δικάζεται για σκέλος της υπόθεσης, σχετικά με νομιμοποίηση παράνομων χρημάτων μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων και δανείων.
Στο βούλευμα που παραπέμπει την υπόθεση σε δίκη (αριθμός 1372/2015), αναφέρεται πως ο βασικός κατηγορούμενος και η πρώην σύζυγός του, Ρεβέκκα Σκαφτούρα, από το 2004 και για περίπου εννιά χρόνια, χρησιμοποίησαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα για να νομιμοποιούν μεγάλα χρηματικά ποσά, ενώ τους καταλογίζεται μεγάλη φοροδιαφυγή, που υπολογίζεται σε 30 εκατομμύρια ευρώ.
Ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης μετήχθη το πρωί στο δικαστήριο, καθώς είναι κρατούμενος για άλλες υποθέσεις, εμφανώς καταβεβλημένος και σε αναπηρικό αμαξίδιο, ενώ απούσα από το εδώλιο ήταν η συγκατηγορουμένη πρώην σύζυγός του.
Μαζί με τους πρώην συζύγους δικάζονται για σκέλος της υπόθεσης οι υπεύθυνοι της εταιρίας ΦΑΝΤΟΜ, που εμπλέκεται στην αγορά από τον βασικό κατηγορούμενο, δύο ακινήτων έναντι τιμήματος 5 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που κατά τους εφέτες είναι εικονικό, με το πραγματικό να αγγίζει τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για τους Χρήστο Ρεκούμη, Αθανάσιο Παναγιωτόπουλο και Ιωάννη Παναγιωτόπουλο, καθώς και τον εφοπλιστή, Βίκτωρα Ρέστη, που κατά την δικαστική κρίση είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της ΦΑΝΤΟΜ.
Κατά περίπτωση, τα αδικήματα που αποδίδονται στους κατηγορούμενους αφορούν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, φοροδιαφυγή, ηθική αυτουργία στη φοροδιαφυγή και έκδοση εικονικών τιμολογίων. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δύο πρώην σύζυγοι:
«είχαν διαμορφώσει κατάλληλη υποδομή, με την ίδρυση και τη χρησιμοποίηση μεγάλου αριθμού εταιριών, την κατάρτιση σειράς εικονικών συμβάσεων επί σκοπώ δικαιολογήσεως τραπεζικών συναλλαγών με αντικείμενο ιδιαιτέρως υψηλά χρηματικά ποσά, το άνοιγμα και τη διατήρηση πολλών λογαριασμών ατομικών και εταιρικών σε πιστωτικά ιδρύματα, με μεθοδευμένες παντελώς παράτυπες πρακτικές που αντέβαιναν στο Γενικό Λογιστικό Σχέδιο και την ίδρυση εξωχώριων εταιριών με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης με σκοπό πορισμού εισοδήματος...».
Ο επιχειρηματίας ισχυρίζεται ότι την ευθύνη για όσα καταλογίζονται στις εταιρίες του Ομίλου του, την έχει η πρώην σύζυγός του, η οποία «ενδιαφερόταν για κοσμοπολίτικη ζωή» και είχε τον απόλυτο έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης.
Στο δικαστήριο κατέθεσε η πρώην γραμματέας και ταμίας του Ομίλου, η οποία απαντώντας σε ερωτήσεις της πλευράς Καρούζου, επιβεβαίωσε πως ενημέρωνε την κ. Σκαφτούρου «γιατί ήταν υπεύθυνη για όλα τα χρήματα της εταιρίας». Η φράση αυτή της μάρτυρος σχολιάστηκε μεγαλόφωνα από τον ιδρυτή του ομίλου: «Εδώ χρειαζόμουν έγκριση για να μου δώσει ένα χαρτζιλίκι. Υπάρχει ένα ιδιόχειρο σημείωμα για 2.000 ευρώ, που ζητήθηκε η έγκριση Σκαφτούρα για να δοθούν στον πρόεδρο της εταιρίας» είπε ο κ. Καρούζος αναφερόμενος στον εαυτό του.
Η μάρτυρας κατέθεσε πως ενημέρωνε την Σκαφτούρα για κάθε ποσό άνω των 500 ευρώ και πρόσθεσε και οι δύο, τότε σύζυγοι, ασχολούνταν με τον όμιλο και ότι για μεγάλα ποσά που αφορούσαν αγοραπωλησίες ακινήτων μιλούσε και με τους δύο κατηγορούμενους. Αναφέρθηκε επίσης, κατόπιν ερωτήσεων, σε οικογενειακές σχέσεις που είχαν οι τότε σύζυγοι με πρόσωπα από τον χώρο της Δικαιοσύνης και της πολιτικής. Τέλος, υποστήριξε ότι σε χρόνο μεταγενέστερο από την πώληση των ακινήτων στην εταιρία ΦΑΝΤΟΜ, η Σκαφτούρα της είχε πει ότι η εταιρία ανήκει στον κ. Ρέστη.