Κατά της «Μαύρης Παρασκευής» ως καταναλωτικό πρότυπο τάσσεται η εφημερίδα «Αυγή», αλλά και το Τμήμα Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικό είναι το σημερινό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που αναφέρεται στην «μαύρη όψη της κατανάλωσης» και υποστηρίζει ότι «μαυρίζοντας ακόμη πιο πολύ τη ζωή των εργαζομένων, μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων και παραρτήματα πολυεθνικών κολοσσών εισάγουν στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έναν θεσμό καταναλωτικού παροξυσμού».
Προσθέτει στη συνέχεια ότι: «Σε μια εποχή που η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών έχει μετατρέψει την πλειονότητα των καταναλωτών σε ‘‘κυνηγό προσφορών’’, τα πολυκαταστήματα εφαρμόζουν τον θεσμό της Black Friday σε μια προσπάθεια να ξεπουλήσουν το μεγάλο τους στοκ, το οποίο μόνο αυτές έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν, στοχεύοντας παράλληλα στον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό του μεριδίου των ‘‘μικρών’’ ανταγωνιστών τους».
Τονίζεται επίσης το Τμήμα Μικρομεσαίων ΣΥΡΙΖΑ Μαγνησίας που εκδηλώνει «την αντίθεσή του στις πρακτικές περαιτέρω απαξίωσης της ζωής μας», μιλά για «στρεβλώσεις που προκαλούν τέτοιας μορφής καταναλωτικές συνήθειες» και καλεί «τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές με την στάση τους, (μη συμμετοχή, αποχή κλπ), να μην επιτρέψουν την καθιέρωση τέτοιων μορφών εμπορικότητας».
Η εφημερίδα φιλοξενεί και την επίσης αντίθετη θέση του Τμήματος Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις αντιδράσεις της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος που σε ανακοίνωσή της αναφέρει: «η Μαύρη Παρασκευή είναι εντελώς αμερικάνικος θεσμός, ο οποίος υποτίθεται ότι κηρύσσει την έναρξη των χριστουγεννιάτικων αγορών και προκαλεί υστερία στους καταναλωτές (κυρίως χαμηλής αγοραστικής δύναμης) με τις «απίθανες προσφορές». Στην ουσία, η Μαύρη Παρασκευή στοιβάζει αξημέρωτα έξω από τα καταστήματα πλήθη καταναλωτών, που στο τέλος ποδοπατούνται μεταξύ τους για να αγοράσουν, ενώ οι εργαζόμενοι βρίσκονται να είναι ακόμα μια φορά τα εξιλαστήρια θύματα της εργασιακής δουλείας. Όλα αυτά στο βωμό του κέρδους και του ανταγωνισμού των μεγάλων εμπόρων, οι οποίοι θέλουν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο τζίρο από μια αγορά που δεν έχει εισοδήματα, από μια αγορά όπου η φτώχεια και η ανεργία κάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών “κυνηγό προσφορών”».