Ο θάνατος του βαρυποινίτη Βαγγέλη Ρωχάμη, του μετρ των αποδράσεων, του βαρυποινίτη που ισχυριζόταν ότι ποτέ του δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Για κάποιους τελειώνει η περίοδος που ακόμη και οι εγκληματίες είχαν κάποιου είδους κώδικα τιμής. Για άλλους ο Ρωχάμης ήταν ένας στυγνός εγκληματίας, καταδικασμένος για βιασμούς, ληστείες, συμμετοχή σε δολοφονίες.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης παραδεχόταν πως είχε κάνει τα πάντα, αλλά άνθρωπο δεν είχε σκοτώσει. Για περισσότερο από δύο δεκαετίες ηδονιζόταν να προκαλεί την Αστυνομία, μοιράζοντας τη ζωή του μεταξύ κελιού και κλεμμένης ελευθερίας. Είχε αποδράσει έξι φορές από τις φυλακές και άλλες τόσες μέσα από τα χέρια των αστυνομικών, που προσπαθούσαν να τον συλλάβουν για λόγους τιμής. «Η παρανομία είναι γλυκιά σαν μια όμορφη γυναίκα», έλεγε.
Στα 9 του χρόνια, το αγόρι από το Λευκαντί, ένα παραλιακό χωριό έξω από τη Χαλκίδα, έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής, «δραπετεύοντας» από την αποθήκη του σχολείου όπου τον είχε κλείσει η δασκάλα για τιμωρία!
Παράτησε μικρός τα γράμματα και αναζήτησε μεροκάματο στις οικοδομές της Εύβοιας και αργότερα στην Αθήνα, για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του.
Στα 18 του γνώρισε για πρώτη φορά τη φυλακή για 25 ημέρες, επειδή δεν είχε χρήματα για να εξαγοράσει την ποινή που του επιβλήθηκε για κλοπή ενός μοτοποδήλατου, που ποτέ δεν παραδέχθηκε. Από τότε οι φυλακές έγιναν το... δεύτερο σπίτι του, απ’ όπου δραπέτευε με χαρακτηριστική άνεση.
Μέχρι από το πειθαρχείο του ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι το έσκασε όταν υπηρετούσε τη θητεία του, κόβοντας τα κάγκελα, για να κάνει Πάσχα με τη γυναίκα του, Αναστασία, που είχε την ονομαστική της εορτή!
Τα επόμενα χρόνια έχτισε το μύθο του «Πεταλούδα» που του απέδωσαν οι εφημερίδες, καθώς απέδρασε τρεις φορές από τις φυλακές Χαλκίδας, όπου εξέτιε ποινές κάθειρξης για κλοπές και ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς που τον αναζητούσαν για την απαγωγή μιας 26χρονης κοπέλας από την Αγία Παρασκευή και τον βιασμό της στην περιοχή του Σχίνου Λουτρακίου, μαζί με τους φίλους του, Κώστα Μπεληγιάννη και Γιώργο Τσέπερη, τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου 1980. Οι τρεις άνδρες παρακολουθούσαν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο νεαρές γυναίκες και τις σταμάτησαν με πρόσχημα ότι είχαν μείνει από βενζίνη. Η μία κατόρθωσε να γλιτώσει, όμως η φίλη της δεν ήταν το ίδιο τυχερή… Και οι τρεις συνελήφθησαν, αλλά ο «Πεταλούδας» δικαιολόγησε για μια ακόμη φορά το παρατσούκλι του, δραπετεύοντας τον
Σεπτέμβριο του 1983.
Η συμμετοχή του Ρωχάμη σε ληστεία μετά φόνου και τα ισόβια
Τρεις μήνες αργότερα, ο Βαγγέλης Ρωχάμης έμπλεξε και σε ληστεία μετά φόνου. Ήταν πρωί, 29 Δεκεμβρίου 1983, όταν δύο κουκουλοφόροι μπήκαν στο ισόγειο διαμέρισμα της οικογένειας Καγεώργη, στην οδό Συρακουσών 5 στο Γαλάτσι, με στόχο τις εισπράξεις του εμπόρου καυσίμων Ζαφειρόπουλου.
Ο επιχειρηματίας έμενε στον πρώτο όροφο και άφηνε κάθε πρωί τα χρήματα στην κουνιάδα του, για να τα παραδώσει στην χρηματαποστολή της Εμπορικής
τράπεζας. Όταν ο 24χρονος υπάλληλος του ΝΑΤ Κώστας Καγεώργης ξύπνησε και βρέθηκε αντιμέτωπος με τους κακοποιούς, ένας απ’ αυτούς τον πυροβόλησε
και τον τραυμάτισε σοβαρά στο λαιμό, αρπάζοντας ταυτόχρονα δύο σχολικές τσάντες με 1.595.000 δραχμές και επιταγές αξίας 81.000 δραχμών. Ο άτυχος
νεαρός ξεψύχησε μετά από 27 ημέρες στον «Ευαγγελισμό».
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης «φώναζε» από την πρώτη στιγμή ότι δεν συμμετείχε στη ληστεία, αλλά ήταν απλώς ο τσιλιαδόρος. Ωστόσο το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, όπως και τους φυσικούς αυτουργούς, Βαγγέλη Μητσόπουλο 30 ετών και Παναγιώτη Μηλιτσόπουλο 26 χρόνων. Δικαιώθηκε αργότερα στο εφετείο, αλλά βρισκόταν ήδη πίσω από τα κάγκελα ως βαρυποινίτης και έπαιρνε μαθήματα στο «σχολείο της φυλακής», όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Η περούκα, το ψεύτικο μουστάκι και η 4η απόδραση
Στις 7 Απριλίου 1986 ο 45χρονος κατάδικος απέδρασε για τέταρτη φορά και μάλιστα σαν κύριος από τις φυλακές Κορυδαλλού. Κανείς δεν υποπτεύθηκε ότι ετοίμαζε το μεγάλο «κόλπο», όταν κατέβηκε στο απογευματινό επισκεπτήριο ντυμένος στην «τρίχα», ενώ συνήθως φορούσε μια φόρμα. Η περούκα και το ψεύτικο μουστάκι του πέρασαν απαρατήρητα. «Μπερδεύτηκε» ανάμεσα στους επισκέπτες, βγήκε από την κύρια είσοδο, πήρε ταξί και έγινε «καπνός»!
Τέσσερις μήνες αργότερα, ξημερώνοντας 2 Αυγούστου 1986, μετά από άφθονη κατανάλωση αλκοόλ στο νυχτερινό κέντρο «Αραπάκια» στο Βασιλικό, όπου διασκέδαζε με τον 23χρονο Κώστα Κουτελιέρη, τον 26χρονο Διονύση Φούκα και τρεις γυναίκες του μαγαζιού, άνοιξε πυρ με αυτόματο όπλο επειδή σταμάτησαν τα όργανα! Οι τρεις άνδρες άρπαξαν τις γυναίκες και τράπηκαν σε φυγή με μια κλεμμένη “BMW”. Συνέχισαν την πορεία τους προς τον πορθμό του Ευρίπου και δεν σταμάτησαν ούτε τη στιγμή που μία από τις γυναίκες άνοιξε την πόρτα και πήδηξε από το αυτοκίνητο, ξεφεύγοντας τραυματισμένη! Οδήγησαν τις άλλες δύο σε ερημική περιοχή στον Κάλαμο,
τις βίασαν και τις εγκατέλειψαν το πρωί στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Τα ξημερώματα της 17ης Σεπτεμβρίου 1986 ο σκοπός του Αστυνομικού Τμήματος Χαϊδαρίου εγκατέλειψε έντρομος το πόστο του, όταν είδε τον συνοδηγό ενός διερχόμενου ταξί να βγάζει από το παράθυρο ένα αυτόματο όπλο και να «γαζώνει» την πρόσοψη του κτιρίου. Ο αξιωματικός υπηρεσίας σήμανε συναγερμό και μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στην Ιερά Οδό δεκάδες περιπολικά, προς αναζήτηση των δραστών. Ο άγνωστος οπλοφόρος είχε σημαδέψει ψηλά και οι τρύπες από τις σφαίρες πάνω από τα παράθυρα του Αστυνομικού Τμήματος ήταν ορατές. Πριν προλάβει να καταλαγιάσει ο πανικός, το τηλεφωνικό κέντρο της Αμέσου Δράσεως «άναψε» και πάλι, 15
λεπτά αργότερα, όταν σημειώθηκε παρόμοια επίθεση στο Αστυνομικό Τμήμα της Ανθούπολης, στην οδό Αγίου Ιεροθέου! Το διπλό χτύπημα ήταν, όπως αποδείχθηκε, άλλη μια επίδειξη δύναμης και θράσους του Βαγγέλη Ρωχάμη, o οποίος είχε αρπάξει το ταξί μαζί με τον Κουτελιέρη και τον Φούκα, αφού έδεσαν τον οδηγό σ’ ένα δέντρο στον Ασπρόπυργο!
1986: Η προσυμφωνημένη παράδοση στον Δροσογιάννη και ο μύθος για την αμοιβή 20 εκατ.δραχμές
Στις 7 Οκτωβρίου 1986 ο Ρωχάμης συνελήφθη στο διαμέρισμα μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο. Ο ίδιος μίλησε για «προσυμφωνημένη παράδοση», άγνωστο με τι ανταλλάγματα. Σε επιστολή του στον υπουργό Δημόσιας Τάξης Αντώνη Δροσογιάννη είχε μιλήσει για 20 εκατομμύρια δραχμές που του πρόσφερε η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ για να... απαλλαγεί από την παρουσία του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ποτέ. Ακολούθησε, στις 13 Μαΐου 1992, η πέμπτη κατά σειρά απόδρασή του, μαζί με τον Μηλιτσόπουλο, από τις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού. Έσπρωξαν τον θυρωρό της κεντρικής πύλης, που ήταν ανοιχτή εκείνη την ώρα για να μεταφερθούν στο εργαστήριο της φυλακής τα ξύλα που είχαν φτάσει με φορτηγό και απομακρύνθηκαν σαν να έκαναν... τζόκινγκ!
Ο Ρωχάμης δεν χάρηκε για πολύ την ελευθερία του. Πέντε ημέρες αργότερα συνελήφθη στην Αγία Γαλήνη και είπε ότι απέδρασε για να εκδικηθεί το σύστημα. Η δίκη του σε δεύτερο βαθμό για τη ληστεία μετά φόνου στο Γαλάτσι έπαιρνε τη μία αναβολή μετά την άλλη κι έτσι δεν μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του, ώστε να «σπάσουν» τα ισόβια και να αποφυλακιστεί συντομότερα. Πράγματι τα ισόβια μετατράπηκαν σε κάθειρξη 25 ετών, αλλά ο «Πεταλούδας», που θα αποφυλακιζόταν μετά από λίγους
μήνες, προτίμησε να μην επιστρέψει μετά από πενθήμερη άδεια στις φυλακές Αγίου Στεφάνου. Όπως είπε αργότερα, περίμενε μια ευνοϊκή ρύθμιση του υπουργείου Δικαιοσύνης και μετά θα επέστρεφε.
Η σύλληψη στην Οινόη και η παραδοχή του «έπαιξα κι έχασα»
Στις 12 Μαΐου 1996 ο Βαγγέλης Ρωχάμης κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό δεκάδων αστυνομικών, που έκαναν έφοδο στο κρησφύγετό του στις Αφίδνες μετά από πληροφορίες ότι ο «Πασχάλης» που κυκλοφορεί στην περιοχή είναι ο καταζητούμενος δραπέτης. Η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο και η Αστυνομία κατάφερε να συλλάβει άλλο ένα... κλεμμένο αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε. Ωστόσο δεν στάθηκε τυχερός δύο μήνες αργότερα, όταν πιάστηκε στον ύπνο και συνελήφθη στην Οινόη. «Έπαιξα κι έχασα», είπε στους αστυνομικούς τη στιγμή που του περνούσαν χειροπέδες.
Η τελευταία εκκρεμότητα του Βαγγέλη Ρωχάμη με τη δικαιοσύνη «τακτοποιήθηκε» τον Οκτώβριο του 1999, όταν αθωώθηκε για την ηρωίνη και τα δενδρύλλια χασίς που είχαν βρεθεί στα κρησφύγετά του. «Και τι δεν έχω κάνει... Αλλά με αδικούν!», είπε μετά την ολοκλήρωση της δίκης. Στις 25 Απριλίου 2000, στα 49 του πλέον, πέρασε την πύλη των φυλακών, χωρίς οι σκοποί να… σηκώσουν τα όπλα! Στο χέρι του κρατούσε την υφ’ όρων απόλυση, που έγινε δεκτή μετά την πέμπτη αίτηση αποφυλάκισης που είχε καταθέσει η δικηγόρος του, Φωτεινή Βερνέζη. Εκείνη τη φορά «έπαιξε και κέρδισε»!