Την δική τους ιστορία για το καθεστώς Ερντογάν εξιστόρησαν Τούρκοι πρόσφυγες που κατέφυγαν και διαμένουν στην Θεσσαλονίκη.
Ο Σαμπαχατίν Τοπράκ και ο Ραγκίπ Ντουράν μίλησαν στην DW για τη δική τους περιπέτεια ο καθένας με το καθεστώς Ερντογάν.
Ο πρώτος έχει ένα μικρό εστιατόριο κοντά στη Ροτόντα. Ο δεύτερος είναι δημοσιογράφος.
Ο Τοπράκ κατηγορήθηκε ότι σχετιζόταν με το κίνημα Γκιουλέν. Έφυγε από την Τουρκία πριν από πέντε χρόνια και πλέον δεν μπορεί να επιστρέψει.
«Ο κουνιάδος μου και ο ανιψιός μου είναι στη φυλακή. Η Τουρκία δεν είναι ασφαλής», λέει στην DW. «Συμπεριφέρονται σαν τη Μαφία» τονίζει αναφερόμενος στο πώς αντιμετωπίζει το καθεστώς Ερντογάν τον κάθε έναν που θα θεωρήσει αντίπαλό του με οποιονδήποτε τρόπο. Τότε υπάρχουν συνέπειες, λέει.
Ο Τοπράκ θεωρεί τη Θεσσαλονίκη σπίτι του, παρά το ότι η πολιτική κατάσταση μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Αν και ήρθε σπάνια αντιμέτωπος με ανοιχτή εχθρότητα εκ μέρους Ελλήνων, θεωρεί πως οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν δημιουργήσει αβεβαιότητα στις σχέσεις.
«Πολλοί από τους φίλους μου εδώ είναι τρομοκρατημένοι με την κατάσταση. Δεν ξέρουν τι πρόκειται να συμβεί ή πώς να συμπεριφερθούν. Δεν μπορείς να αισθάνεσαι ασφαλής υπό αυτές τις συνθήκες, γι' αυτό τον λόγο πολλοί έχουν εγκαταλείψει και την Ελλάδα» σημείωσε.
Ο ίδιος δεν θεωρεί ότι υπάρχει ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης. Ωστόσο υπάρχουν φήμες ότι στην περίπτωση συμφωνίας μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, ενδεχομένως Τούρκοι πρόσφυγες, για τους οποίους υπάρχει υποψία ότι ανήκουν στο κίνημα Γκιουλέν θα εκδοθούν στη συνέχεια στην Τουρκία.
Ανάλογη και η περίπτωση του Τούρκου δημοσιογράφου Ραγκίπ Ντουράν, που ζει τα πέντε τελευταία χρόνια, από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν, τον Ιούλιο του 2016, στην Θεσσαλονίκη.
Επί 40 και πλέον χρόνια εργάστηκε κυρίως για ξένα ΜΜΕ. Μεγάλα ονόματα όπως το AFP ή η Liberation παρείχαν κάποια προστασία έναντι της κυβερνητικής επιρροής αλλά το 2016 η κατάσταση άλλαξε.
«Δεν είμαι πλέον πολιτικός πρόσφυγας. Είμαι απλώς ένας ξένος δημοσιογράφος που εργάζεται εδώ» λέει ο ίδιος στην DW.
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ήταν αδύνατον να εργαστεί κανείς ως δημοσιογράφος στην Τουρκία, σημειώνει.
«Η δημοσιογραφία έχει απαγορευτεί στη χώρα», λέει γελώντας. «Το καθεστώς του Ερντογάν καταστέλλει κάθε είδους αντιπολίτευση, δημοσιογράφους, επιστήμονες, συνδικαλιστές, γενικά διανοούμενους που αρνούνται να υποταχθούν στην εξουσία».
Μόλις έφτασε στην Θεσσαλονίκη, έμαθε ότι είχε καταδικαστεί σε 18 μήνες φυλάκιση στην Τουρκία. Αλλά η ετυμηγορία αυτή έχει αλλάξει πια.
«Αυτή τη στιγμή εκκρεμεί δικαστήριο εναντίον μου επειδή συμμετείχα σε μία δράση αλληλεγγύης για μια κουρδική εφημερίδα: 56 δημοσιογράφοι ανέλαβαν συμβολικά υπηρεσία αρχισυνταξίας για μία ημέρα».
Πρόκειται για μία δικαστική υπόθεση με ξεκάθαρα πολιτικά κίνητρα, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το κράτος δικαίου, όπως σημειώνει. «Και, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες δικαστικές υποθέσεις στην Τουρκία, υπάρχουν ισχυρισμοί περί τρομοκρατίας. Περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι έχουν κατηγορηθεί για υποτιθέμενη τρομοκρατική προπαγάνδα».
Οι υποστηρικτές του Τούρκου προέδρου μειώνονται, συμπεριλαμβανομένου του κόμματός του AKP, εκτιμά η DW. Η Τουρκία είναι διεθνώς απομονωμένη ενώ η πανδημία έχει βυθίσει τη χώρα στην κρίση.
Η τουρκική λίρα κατρακυλά, οι σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί, συνεχίζει το άρθρο.
Ωστόσο, οι Βρυξέλλες και η ΕΕ εμμένουν στην εκτίμησή τους ότι η Τουρκία είναι μια ασφαλής τρίτη χώρα για τους πρόσφυγες.
Την ίδια ώρα Ελλάδα και Τουρκία αλληλοκατηγορούνται ότι χρησιμοποιούν τους πρόσφυγες για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Αυτή τη στιγμή στην Τουρκία βρίσκονται τέσσερα με πέντε εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες.
«Οι άνθρωποι στην Τουρκία δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με την παρουσία όλων αυτών των μεταναστών», επιβεβαιώνει ο Ραγκίπ Ντουράν, τονίζοντας ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να επωφεληθεί στο εσωτερικό της χώρας του, κατηγορώντας δημόσια την ΕΕ για τη μεταναστευτική κρίση.
«Ο Ερντογάν ξέρει πολύ καλά πώς να παίζει με τον φόβο της Ευρώπης. Το έχει κάνει ξεκάθαρο δημόσια πολλές φορές: Πρέπει να μου δώσεις χρήματα, διαφορετικά θα ανοίξω τα σύνορα και θα τους αφήσω όλους να φύγουν με προορισμό την Ελλάδα. Δεν νοιάζεται για τους μετανάστες. Τους χρησιμοποιεί για τα δικά του επιθετικά συμφέροντα».
«Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία χειροτερεύει σταθερά, τόσο για τους πολίτες της χώρας όσο και για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες», αναφέρει σε συνέντευξή της στην DW η Μπεγκίμ Μπασντάς η οποία διδάσκει στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο και ερευνά τα μεταναστευτικά φαινόμενα.
Εδώ και χρόνια επικρίνει την απόφαση της ΕΕ να αναγνωρίσει την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα. Εκτιμά ότι οποιαδήποτε δημόσια κριτική στην κυβέρνηση οδηγεί σε αυθαίρετες συλλήψεις και κατασκευασμένες ποινικές κατηγορίες, χωρίς πρόσβαση σε ένα δίκαιο, ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα.
Επιπλέον, «Οι αιτούντες άσυλο που δεν προέρχονται από χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν απολαμβάνουν πλήρη διεθνή προστασία εξαιτίας των γεωγραφικών περιορισμών στη Σύμβαση της Γενεύης», τονίζει η Μπασντάς.
«Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφέρουν επίσης επαναπροωθήσεις Σύρων και Αφγανών πίσω στις πατρίδες τους, παρόλο που η ζωή τους εκεί είναι σε κίνδυνο», υπογραμμίζει η ερευνήτρια.
Η αποτυχία της ΕΕ στη μεταναστευτική πολιτική οδηγεί όλο και περισσότερο σε πιο αντιδημοκρατικές και ξενοφοβικές συμπεριφορές στην Τουρκία, όπως εκτιμά η ίδια.
«Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν βάλει στο στόχαστρο μετανάστες και πρόσφυγες. Δεν ζουν πλέον μόνο με τον φόβο της απέλασης, αλλά διατρέχουν άμεσο κίνδυνο να δεχτούν επίθεση σε καθημερινή βάση», λέει χαρακτηριστικά.
Προειδοποιεί δε, λέγοντας πως αν οι Βρυξέλλες συνεχίσουν να αγνοούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό θα οδηγήσει σε ρήξη με τις βασικές αρχές της ΕΕ σχετικά με την προστασία των ανθρώπων, ενισχύοντας την ακροδεξιά ρητορική και στην Ευρώπη.
Με πληροφορίες της DW