«Νεκρή γλώσσα» και μάθημα που «δεν πρέπει να διδάσκεται στους μαθητές γιατί δεν προσφέρει τίποτα», άρα θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό μόνο για όσα παιδιά επιλέγουν κλασικές σπουδές χαρακτήρισε τα αρχαία ελληνικά (καθώς και τα λατινικά) σε συζήτηση στη βουλή η Μαρία Ρεπούση σε μια ακόμα παρέμβαση-μανιφέστο που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο υπέρ όσο και κατά. Η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ διευκρίνισε ότι δεν υποτιμά τον πλούτο και τη σημασία των δύο αυτών γλωσσών, φάνηκε όμως να συνδέει την προσκόλληση στη διδασκαλία τους με τον λεγόμενο εθνολαϊκισμό. Δεν είχε κι άδικο στο τελευταίο – το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα άφησε πολλές πληγές στη χώρα αυτή τους δύο προηγούμενους αιώνες, προκάλεσε έναν ακόμα εθνικό διχασμό ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην αμορφωσιά ή την ημιμάθεια πολυάριθμων συμπατριωτών μας. «Πληγές» που δεν έχουν κλείσει ακόμα όπως διαπιστώνει κανείς όποτε τίθεται αυτό το ζήτημα – γιατί βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά.
Ιστορία έχουν αφήσει οι ομηρικοί καβγάδες μεταξύ Εμμανουήλ Ροϊδη-Γιάννη Ψυχάρη («γλωσσοαμύντορας» ο ένας, «μαλλιαρός» ο άλλος), η αλληλογραφία των οποίων γινόταν μάλιστα εις την γαλλικήν, δεκάδες οι αντίστοιχες διενέξεις που ακολούθησαν, μέχρι νεκρούς είχαμε (στα λεγόμενα Ευαγγελικά). Και σίγουρα κάποτε πρέπει να στηθεί ένα μνημείο σε εκείνα τα αγροτόπαιδα που δίχως να έχουν καν καλλιεργήσει στοιχειωδώς τη μητρική τους γλώσσα υποχρεώνονταν να μάθουν να κλίνουν η βους – της βοός...
Την υπεράσπιση της κλασικής παιδείας και του καθαρευουσιάνικου εκτρώματος - που ωστόσο άφησε έναν Παπαδιαμάντη, φλέρταρε με τον Καβάφη, άφησε ίχνη και στην καθομιλουμένη – την πήρε εργολαβία η Δεξιά, της δημοτικής γλώσσας σε συνδυασμό με έναν δικαιολογημένο, τότε, αρνητισμό απέναντι σε οποιαδήποτε «κλασικούρα», η Αριστερά - σε όλο της το φάσμα. Και εννοείται πως έβρισκε σ' αυτό πλήθος πρόθυμους υποστηρικτές, εφόσον ελάχιστοι γουστάραμε τα τριτόκλιτα και τα γερούνδια (μεταξύ μας, βέβαια, εξίσου στριφνές μου φαίνονταν κάτι απίθανες νεοπλασίες τύπου τάχα-μιλάμε-όπως-ο-απλός-λαός κάποιων ακραίων δημοτικιστών, ειδικά τα πρώτα χρόνια μετά την καθιέρωση της δημοτικής το 1976). Ήταν βέβαια κιόλα πάντα κομμάτι άκυρος ο τρόπος που διδάσκονται αρχαία και λατινικά, με την ουσία να θυσιάζεται στο βωμό μιας μηχανικής αποστήθισης ρηματικών τύπων. Αλλά μήπως είναι τα μόνα μαθήματα που διδάσκονται στρεβλά; Εδώ άλλοι μαθαίνουν πληροφορική χωρίς υπολογιστές, χημεία δίχως εργαστήρια, βιολογία χωρίς Δαρβίνο, για να μην πιάσουμε τα υπόλοιπα χάλια της παιδείας.
Κρατάει χρόνια αυτή η «κολόνια» με τη γλώσσα κι εξακολουθεί να ξυπνά άγρια πάθη όποτε την ανακινείς. Είχα, θυμάμαι, γράψει κι εγώ σε έκθεση στις τότε πανελλήνιες (αρχές δεκαετίας '80) με στόμφο και ζέση επαναστατική πόσο άχρηστα έβρισκα τα αρχαία και τα λατινικά, κι ας ήμουνα του 19 και στα δύο. Παραδόξως μάλιστα πήρα καλό βαθμό! Όμως με τον καιρό κατάλαβα πως δεν είχα και τόσο δίκιο. Αναφορικά με τα αρχαία, οι στοιχειώδεις εκείνες γνώσεις με βοήθησαν συχνά στην κατανόηση δύσκολων κειμένων και εννοιών αλλά και την ετυμολογία λέξεων, όρων και νοημάτων. Αφήνω κατά μέρος πόσοι φιλοσοφικοί κι επιστημονικοί όροι στηρίζονται σε αυτά, όπως και στα λατινικά.
Εντάξει, υπάρχει η ένσταση ότι η επαρκής γνώση της νέας ελληνικής είναι από μόνη της υπεραρκετή, ωστόσο η τριβή με τον αρχαίο της πρόγονο που τυχαίνει κι από τις πληρέστερες σωζόμενες γλώσσες σίγουρα προσφέρει κάτι παραπάνω. Άλλωστε οι διαδρομές της σκέψης χαράζονται πάνω στην εκμάθηση και την κατανόηση των γλωσσικών μας εργαλείων. Το να μπορείς, εξάλλου, να διαβάσεις μια σωζόμενη αρχαιοελληνική επιγραφή ακόμα και μακριά από τη χώρα σου είναι από μόνη της μια ξεχωριστή συγκίνηση που καμία σχέση δεν έχει με ηλίθιες εθνικοφροσύνες. Το ίδιο ισχύει για τα λατινικά, βάση των περισσότερων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών. Αν ξέρεις κάτι παραπάνω από το Regina rosas amat μαθαίνεις αρκετά ευκολότερα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά κ.λπ., ενώ μπορείς να «πιάσεις» λέξεις, κουβέντες και νοήματα ακόμα και σε λατινογενείς γλώσσες που δεν γνωρίζεις, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω και σε πολλά ταξίδια.
Τα νέα ελληνικά είναι σίγουρα μια υπέροχη γλώσσα, ζωντανή, αυτάρκης και ως τέτοια εξελίσσεται διαρκώς. Με τους ιδιωματισμούς, τις νέες λέξεις/εκφράσεις που σκαρώνει η κάθε γενιά, τις ξενικές προσθήκες (αρβανίτικες, τούρκικες, σλάβικες κ.λπ.), τις «αγγλικούρες», ακόμα και τα greeklish. «Μήτρα» τους ωστόσο είναι πάντα τα αρχαία ελληνικά, με τον ίδιο τρόπο που είναι τα λατινικά για τις λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες. Καμιά γλώσσα που συνεχίζει να εξελίσσεται και να μεταλλάσσεται δεν μπορεί να νοείται νεκρή.
Καλή μας κ. Ρεπούση, σε πολλά σας πάω αλλά όχι, ούτε άχρηστα, ούτε ξεπερασμένα, ούτε ντεμοντέ είναι – και μάλλον δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ.
Το αν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά μόνο για όσους μαθητές επιλέξουν κλασικές σπουδές ή αν θα πρέπει με κάποιο τρόπο να έρχονται σε επαφή με αυτά και οι υπόλοιποι, είναι σίγουρα ένα θέμα συζητήσιμο. Όσο, όμως, δίκιο και να είχατε στο «διά ταύτα», το χάνετε με τις «μαλλιαρές» σας εμμονές, κατάλοιπο του διχασμού που αναφέρω παραπάνω. Το πρόβλημα είναι – ειδικά για τα αρχαία – ότι συχνά η εκμάθησή τους θυμίζει κατήχηση σε ένα δόγμα εθνικής ταυτότητας και (ψωρο)περηφάνιας, κάτι σαν «μέθεξη» στα δήθεν ιερά και τα όσια της φυλής. Εκτιμώ, όμως, ότι οι κλασικές σπουδές και η κλασική παιδεία γενικότερα σε μια εποχή που όποια σπουδή δεν μπορεί να επενδυθεί ικανοποιητικά στο ισχύον πολιτικοοικονομικό μοντέλο απαξιώνεται, όσο σημαντική κι αν είναι, είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για να το αφήσουμε κοψοχρονιά στη μαύρη συντήρηση.
σχόλια