1847
Η πρώτη φορά που κινήθηκε η διαδικασία ήταν επίσης για υπουργό Οικονομικών. Ο Ν. Πονηρόπουλος, ο οποίος υπήρξε αγωνιστής του 1821 και προσωπικός φίλος του Θ. Κολοκοτρώνη, κατηγορήθηκε για πλαστογραφία πρωτοκόλλων για την τιμή των σιτηρών. Τελικώς, η Βουλή δεν τον περέπεμψε.
1875
Όλα τα μέλη της κυβέρνησης του Δημητρίου Βούλγαρη, πλην του Νικολάου Παπαμιχαλόπουλου, παραπέμφθηκαν από τη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1875 για αντιποίηση αρχής, πλαστογραφία και εκλογικές παραβάσεις σχετικά με την υπόθεση των «Στηλιτικών». Η δίκη, μετά από δύο αναβολές, έληξε με αθώωση για τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και αντιποίησης αρχής και παρέμεινε εκκρεμής ως προς τις κατηγορίες για εκλογικές παραβάσεις.
1876
Παραπέμφθηκε ο υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλος και ο υπουργός Δικαιοσύνης Β. Νικολόπουλος για τα λεγόμενα «Σιμωνιακά», μια πολύκροτη υπόθεση. Τρεις υποψήφιοι μητροπολίτες δωροδόκησαν με χρήματα, μετοχές, κοσμήματα κ.ά. τους δύο υπουργούς του Δ. Βούλγαρη για να εκλεγούν σε τρεις μητροπόλεις που ήταν κενές εκείνη την περίοδο. Ο Βαλασόπουλος κατηγορήθηκε για δωροδοκία και εκβίαση και ο Νικολόπουλος (γαμπρός του πρωθυπουργού Δ. Βούλγαρη) για συναυτουργία, και μάλιστα προφυλακίστηκαν. Κατά τη διάρκεια της δίκης οι δύο κατηγορούμενοι αντάλλαξαν ύβρεις και γρονθοκοπήθηκαν. Και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι. Στον Ι. Βαλασόπουλο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους, τριετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και καταβολή 56.200 δραχμών υπέρ του Πτωχοκομείου, στον δε Νικολόπουλο φυλάκιση δέκα μηνών. Οι μητροπολίτες καταδικάστηκαν σε πρόστιμο διπλάσιο από το ποσό που ο καθένας είχε καταβάλει ως δωροδοκία.
1892
Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης κατηγορήθηκε για μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και παράνομη δανειοδότηση και ξεκίνησε η διαδικασία παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο, κάτι που τελικώς δεν ολοκληρώθηκε.
1916
Ξεκίνησε η διαδικασία για όλα τα μέλη της κυβέρνησης Σ. Σκουλούδη, όμως δεν παραπέμφθηκαν τελικά.
1930
Μετά την ανατροπή του Θεόδωρου Πάγκαλου και αφού δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν βαρύτερες κατηγορίες εναντίον του (καθώς ο τρόπος που κατέλαβε την εξουσία ήταν σε ένα επίπεδο συνταγματικός), παραπέμφθηκε για τα σκάνδαλα της κυβερνήσεώς του. Στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθη σε δίκη με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, με την κατηγορία της απιστίας για την υπόθεση του καζίνο της Ελευσίνας. Κατηγορήθηκε ότι εκχώρησε την άδεια λειτουργίας σε φίλο του επιχειρηματία έναντι χαμηλότερου αντιτίμου απ' ό,τι προσέφερε ο πλειοδότης. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
1950
Ο υπουργός Μεταφορών Π. Χατζηπάνος παραπέμφθηκε για την «υπόθεσιν των καυσίμων» ή αλλιώς το «σκάνδαλο Χατζηπάνου». Ο υπουργός αποφάσισε το 1949 να αναθέσει τη διανομή του πετρελαίου απευθείας σε μια εταιρεία, παραβλέποντας τον σχετικό διαγωνισμό. Στη συγκεκριμένη εταιρεία συμμετείχε και μια γνωστή του υπουργού. Τελικώς, παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή αναστολή, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι με την απόφασή του ο Χατζηπάνος ζημίωσε μεν το Δημόσιο, δεν αποκόμισε όμως προσωπικό όφελος.
1962
Ξεκίνησε η διαδικασία παραπομπής για μέλη της υπηρεσιακής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δόβα (αντιστράτηγου και υπασπιστή του Βασιλιά), η οποία διαδέχτηκε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών. Ήταν οι εκλογές που έμειναν στην ιστορία ως εκλογές «βίας και νοθείας». Τελικά, δεν παραπέμφθηκαν.
1965
Τέθηκαν σε εφαρμογή οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών για τους υπουργούς του Καραμανλή, Ν. Μάρτη, Α. Πρωτοπαπαδάκη, Π. Παπαληγούρα, Δ. Χέλμη, Λ. Μπουρνιά και για τον ίδιο τον Καραμανλή με την κατηγορία της εκ προθέσεως βλάβης των συμφερόντων του κράτους, όμως τελικώς δεν παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο. Την ίδια χρονιά ένας ακόμη υπουργός της κυβέρνησης του Καραμανλή, ο Ε. Αβέρωφ, και δύο υφυπουργοί, ο Α. Γεροκωστόπουλος και ο Δ. Δαβάκης, κατηγορήθηκαν για παράνομη διαχείριση και διάθεση μυστικών κονδυλίων, επίσης χωρίς να παραπεμφθούν τελικά.
1990
Ο Νίκος Αθανασόπουλος, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το «σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού», με τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργειας σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου του Λιμεναρχείου Καβάλας. Οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση βάφτισαν ελληνικούς 9.000 τόνους καλαμποκιού που προέρχονταν από το Κόπερ της Γιουγκοσλαβίας και τους μετέφερε φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Με την ενέργεια αυτή απέφυγαν την πληρωμή της αντισταθμιστικής εισφοράς, ύψους 182 εκατ. δρχ, και επιπροσθέτως θα επωφελούντο από την υψηλή τιμή της πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων, με κυρίως ζημιωμένη την τότε ΕΟΚ. Όταν ανακαλύφθηκε το σκάνδαλο από την ΕΟΚ, ο Αθανασόπουλος είπε σε Βέλγο αξιωματούχο της Κοινότητας τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Όταν εμείς οι Έλληνες χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς οι βάρβαροι τρώγατε βελανίδια». Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών, η Βουλή όμως στις 17 Ιανουαρίου 1994 συγκατατέθηκε στην άρση των έννομων συνεπειών αυτής της καταδίκης.
1992
Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας Π.Ρουμελιώτης, Οικονομικών Δ. Τσοβόλας, Δικαιοσύνης Μένιος Κουτσόγιωργας και ο υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας Γ. Πέτσος δικάστηκαν για το «σκάνδαλο Κοσκωτά». Συγκεκριμένα: ο Αν. Παπανδρέου παραπέμφθηκε για ηθική αυτουργία σε απιστία, δωροληψία και δολία αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και αθωώθηκε. Ο Π. Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, όμως δεν δικάστηκε, λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν ευρωβουλευτής. Ο Δ. Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμισι ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, η Βουλή, όμως, το1993, του απένειμε χάρη. Ο Μ. Κουτσόγιωργας παραπέμφθηκε, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, παθητική δωροδοκία και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια. Απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Γ. Πέτσος παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα μηνών με τριετή αναστολή και σε διετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το πρώτο αδίκημα, ενώ αθωώθηκε για το δεύτερο.
1994
Ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης παραπέμφθηκε για υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, όμως η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής στις 16/01/1995. Για την ίδια υπόθεση είχε ζητηθεί και η παραπομπή της τότε υπουργού Πολιτισμού Ντ. Μπακογιάννη, αλλά καταψηφίστηκε στη Βουλή. Την ίδια χρονιά ο Κ. Μητσοτάκης, ο υπουργός Οικονομικών Ι. Παλαιοκρασάς και Εμπορίου Α. Ανδριανόπουλος παραπέμφθηκαν για την υπόθεση της πώλησης της ΑΓΕΤ – ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε απιστία, παθητική δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος και οι άλλοι δύο για απιστία και παράβαση καθήκοντος. Και αυτή η δίωξη ανεστάλη το 1995.
2015
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, υπουργός Οικονομικών του Γ. Παπανδρέου, κατηγορήθηκε ότι έσβησε από τη «λίστα Λαγκάρντ» τα ονόματα δύο συγγενικών του προσώπων, ώστε να μην ελεγχθούν από τις αρμόδιες αρχές για φοροδιαφυγή. Παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο με την κατηγορία της νόθευσης εγγράφου και απόπειρας απιστίας. Το απόγευμα της περασμένης Τρίτης κρίθηκε ένοχος για το πρώτο σε βαθμό πλημμελήματος, ενώ αθωώθηκε για το δεύτερο. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με τριετή αναστολή.
Αυτό που αναφέρουμε απλά ως «Ειδικό Δικαστήριο» είναι το ειδικό δικαστήριο αρμόδιο για υποθέσεις ποινικής ευθύνης υπουργών, το οποίο παλαιότερα ήταν γνωστό ως «Υπουργοδικείο». Στο δικαστήριο αυτό εκδικάζονται μόνο ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν από μέλη της κυβέρνησης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μπορούν να παραπεμφθούν με απόφαση της Βουλής υπουργοί, υφυπουργοί, ο πρωθυπουργός, ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με αυξημένη όμως πλειοψηφία. Η διαδικασία έχει κινηθεί από συστάσεως του ελληνικού κράτους μόνο 15 φορές, με μόλις 4 εκ των υποθέσεων να έχουν εκδικαστεί τελικά.
σχόλια