Με ισχυρές πυροσβεστικές δυνάμεις και την αδιάλειπτη συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, από την πρώτη στιγμή εκδήλωσής της, συνεχίζεται για 17η ημέρα, η επιχείρηση κατάσβεσης της δασικής πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στις 22 Οκτωβρίου στο Παπίκιο Όρος του Νομού Ροδόπης.
Περίπου στις 12.20 της 22ας Οκτωβρίου ειδοποιήθηκε το Κέντρο Επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής για τη φωτιά σε ένα μη διαχειριζόμενο δάσος, με πολύ έντονο ανάγλυφο, με πολύ έντονες κλίσεις, χωρίς οδικό δίκτυο για άμεση πρόσβαση, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου του Πυροσβεστικού Σώματος, αντιπύραρχο Βασίλη Βαθρακογιάννη.
«...Είναι μια πυρκαγιά που μας απασχολεί πάρα πολύ γιατί είναι πάρα πολλές οι μέρες που έχουν περάσει από τις 22 του Οκτωβρίου...Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη από την πρώτη στιγμή. Το θέμα είναι η δυσκολία στην πρόσβαση», δηλώνει συμπληρώνοντας πως εκτός από τις ισχυρές πυροσβεστικές δυνάμεις έχει μεταβεί στο σημείο και ένα μικρό συντονιστικό κέντρο με την κωδική ονομασία «Μυρτώ», ενώ για την αξιολόγηση της εξέλιξης της πυρκαγιάς χρησιμοποιούνται και συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, λόγω των δύσκολων τοπογραφικών χαρακτηριστικών ήταν άμεση η κινητοποίηση των εναέριων μέσων τα οποία ωστόσο εξαιτίας των προαναφερθέντων ιδιαιτεροτήτων της μορφολογίας της περιοχής, πραγματοποιούν ρίψεις νερού από πολύ ψηλά καθυστερώντας απλά την εξέλιξη της πυρκαγιάς χωρίς δυνατότητα άμεσης κατάσβεσης.
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι τα εναέρια μέσα δεν σβήνουν τη φωτιά αλλά μειώνουν την έντασή της προκειμένου να την προσεγγίσουν οι επίγειες δυνάμεις, στην δε έρπουσα «η βουτιά μέσα στη χαράδρα είναι κίνδυνος για την πτήση, τον πιλότο και το αεροσκάφος».
Οι ιδιαιτερότητες της επιχείρησης κατάσβεσης
Το γεγονός ότι η πυρκαγιά είναι έρπουσα σε συνδυασμό με τη μορφολογία της περιοχής η οποία είναι δυσπρόσιτη, δύσβατη, με μεγάλες κλίσεις και με έλλειψη δρόμων καθώς πρόκειται για μη διαχειριζόμενο δάσος, είναι τα δύο μεγάλα προβλήματα που δυσχεραίνουν την πρόσβαση εναέριων και επίγειων δυνάμεων κατάσβεσης στις εστίες της φωτιάς, διευκρινίζει ο κ. Παπαγεωργίου στο ΑΠΕ.
Εξηγεί πως η αναχαίτιση της έρπουσας πυρκαγιάς η οποία καίει τον υπόροφο του δάσους, επιτυγχάνεται μέσω της απομάκρυνσης της καύσιμης ύλης από τα πεζοπόρα τμήματα με χρήση σκαπτικών εργαλείων, σημειώνοντας πως η προσέγγιση των συγκεκριμένων εστιών λόγω της μη ύπαρξης δρόμων καθίσταται δύσκολη. Επίσης, οι μεγάλες κλήσεις της πληγείσας περιοχής, οι οποίες σύμφωνα με τον Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας μπορεί να φτάνουν και τις 50-60 μοίρες επιτείνουν τη δυσκολία ως προς τις ρίψεις νερού από τα εναέρια μέσα. «Όταν ξαφνικά από ένα υψόμετρο 500-600 μέτρων πρέπει να φτάσεις στα 1100-1200 μέτρα αντιλαμβάνεστε την επικινδυνότητα για τα εναέρια μέσα...», αναφέρει χαρακτηριστικά υπογραμμίζοντας ότι προτεραιότητα του όλου σχεδιασμού είναι η ασφάλεια του συνόλου των δυνάμεων που επιχειρούν.
Η εξέλιξη της πυρκαγιάς
«Το μεγαλύτερο κομμάτι της περιμέτρου αυτή τη στιγμή έχει ελεγχθεί. Μένει ένα κομμάτι το οποίο είναι σε μεγάλη κλίση και πάρα πολύ δύσβατο ανατολικά απ' το Χιονόρεμα όπου από χθες γίνεται προσπάθεια προσέγγισης από τις δυνάμεις μέσω του Καταφυγίου, το σημείο στο οποίο φτάνει ο δρόμος. Από εκεί και πέρα έχουν κάνει μία ζώνη και προσπαθούν με τα μηχανήματα έργου της Περιφέρειας και του Στρατού να τη σταματήσουν», αναφέρει ο Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας εκτιμώντας ότι θα καταστεί δυνατή άμεσα η προσέγγιση και ο έλεγχος από τις επίγειες δυνάμεις της συγκεκριμένης περιοχής.
Επισημαίνει ότι «δεν απειλείται, ούτε απειλήθηκε κάτι (σ.σ.κατοικημένες περιοχές). Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι να μην επεκταθεί η πυρκαγιά δυτικά προς Βροντή και Πόα, όπου υπήρχε ένα κομμάτι τεχνητών αναδασώσεων αλλά και ανατολικά...Από την αρχή δόθηκε βάρος στο Ανατολικό και Δυτικό κομμάτι. Στο Δυτικό καταφέραμε τον έλεγχο της πυρκαγιάς και την ορειοθέτησή της και τώρα όλη η προσπάθεια εστιάζεται στο Χιονόρεμα μία πάρα πολύ δύσκολη περιοχή». Αναφέρει πως κατά την παρουσία του στο Παπίκιο τις προηγούμενες ημέρες και στη διάρκεια πτήσης με ελικόπτερο πάνω από την πυρκαγιά διαπιστώθηκε πως η φωτιά πέρασε τη γραμμή των συνόρων και μπήκε στη Βουλγαρία, εξηγώντας πως η πορεία προς τη γείτονα ήταν αναπόφευκτη λόγω της ανυπαρξίας οδικού δικτύου. «Ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να το αποφύγουμε γιατί δεν υπάρχει πουθενά οδικό δίκτυο. Είναι πάρα πολύ απόκρημνη η οριογραμμή οπότε πέρασε στη Βουλγαρία», σημειώνει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας πως από την πρώτη στιγμή υπάρχει επικοινωνία και άριστη συνεργασία με τη γείτονα.