Δεν θυμάμαι πόσο καιρό έχω να βρεθώ εκτός πόλης, στην εξοχή, σκέφτομαι καθώς οδηγώ μαζί με τον Πάρι προς τα κεντρικά της βόρειας Εύβοιας. Έχουμε ήδη αφήσει πίσω την άχαρη εθνική οδό, έχουμε περάσει τη Χαλκίδα και ακολουθούμε πορεία προς το Προκόπι και το Πήλι προσπαθώντας να διασχίσουμε τον φιδίσιο δρόμο στους πρόποδες του όρους Πυξαριά, ένα βουνό γεμάτο από πυξούς- εκείνα να κοντά δέντρα που παράγουν ένα ξύλο πολύ σκληρό, συμπαγές και ανθεκτικό που στην αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πυξίδων, εξού και το όνομα.
Είναι απίστευτο πως η θέα και μόνο της εξοχής ή ενός αγροτικού τοπίου ενεργοποιεί μια αίσθηση που σχετίζεται με τη γαλήνη και την ηρεμία. Καθώς περνάμε μέσα από το δάσος με δρύες και καστανιές και διασχίζουμε δρόμους παράλληλα με ρυάκια αποφασίζουμε να κλείσουμε το air condition και να ανοίξουμε τα παράθυρα.
Όλοι τους είχαν τις σχετικές οικολογικές ανησυχίες, αγάπη για την φύση και είχαν αρχίσει να προβληματίζονται σχετικά με τον τρόπο ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ παράλληλα είχαν βρει ενδιαφέρον σε κάποια σεμινάρια φυσικής δόμησης που είχαν πραγματοποιηθεί στην Λάρισα πριν από δέκα χρόνια περίπου. Εκεί συναντήθηκαν, συγχρωτίστηκαν και άρχισαν να κουβεντιάζουν για την «μεγάλη φυγή».
Πηγαίνουμε να συναντήσουμε μια παρέα φίλων που αποφάσισαν πριν κάποια χρόνια να αφήσουν πίσω τους τη ζωή στη πόλη και να έρθουν να εγκατασταθούν σε αυτό το μέρος της Ελλάδας, χωρίς να έχουν ούτε κάποια σχέση με την περιοχή αλλά και ούτε με τη ζωή στην ύπαιθρο.
Ζουν μέσα σε κτήματα που έχουν αγοράσει κοντά στο χωριό Βλαχιά και τα σπίτια τους τα έχουν κτίσει με τα ίδια τους τα χέρια χρησιμοποιώντας αχυρόμπαλες και cob, ένα υλικό δόμησης που αποτελείται κυρίως από πηλό, άμμο, άχυρο και νερό. Πως να είναι άραγε αυτά τα σπίτια; Τα φαντάζομαι σαν αυτά των Flintstones. Θα έχουν ρεύμα; Και πώς την παλεύουν με την έλλειψη αποχέτευσης;
Κάπως έτυχε να πέσει το μάτι μου σε ένα site που έχουν δημιουργήσει, ονομάζεται «Σταγόνες», και ενημερώνει σχετικά με εκπαιδευτικές δράσεις και σεμινάρια φυσικής δόμησης που διοργανώνουν κατά καιρούς, έργα τα οποία έχουν αναλάβει, ενώ τελευταία είχαν συμμετάσχει στην έκθεση ΓΕΩμετρίες που είχε γίνει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου δούλεψαν με παιδιά από σχολεία πάνω σε κατασκευές φυσικής δόμησης.
Το σημάδι μας είναι ένα παρατημένο αυτοκίνητο έξω από το χωριό Βλαχιά όπου και φτάνουμε μετά από 2,5 ώρες περίπου οδήγησης από το κέντρο της Αθήνας. «Αυτό το μέρος είναι γεμάτο με αγριορίγανες, φασκομηλιές και θυμάρια» μας λέει σε λίγο ο Γιάννης με τον οποίο έχουμε δώσει ραντεβού στην άκρη του δρόμου.
«Δεν ήρθαμε όλοι ξαφνικά εδώ πάνω. Είναι κάτι που έγινε σταδιακά» μας εξηγεί καθώς μας οδηγεί με το αγροτικό του αυτοκίνητο προς το κτήμα που έχουν αγοράσει μαζί με τη σύντροφό του την Ναταλία και τον φίλο τους τον Νίκο. Ένας μηχανικός, μια αρχιτέκτονας και ένας οικονομολόγος. Σε ένα δεύτερο κτήμα ζουν ακόμα δύο φίλοι τους, ο Ανδρέας και η Στέλλα (μηχανικός ήχου και μεταφράστρια αντιστοίχως) ενώ υπάρχει και ένα τρίτο κτήμα όπου κάποιοι από την παρέα καλλιεργούν ντοματίνια και ρόδια με φυσική καλλιέργεια.
Όλοι τους είχαν τις σχετικές οικολογικές ανησυχίες, αγάπη για την φύση και είχαν αρχίσει να προβληματίζονται σχετικά με τον τρόπο ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ παράλληλα είχαν βρει ενδιαφέρον σε κάποια σεμινάρια φυσικής δόμησης που είχαν πραγματοποιηθεί στην Λάρισα πριν από δέκα χρόνια περίπου. Εκεί συναντήθηκαν, συγχρωτίστηκαν και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τη «μεγάλη φυγή».
Δρόμος για το κτήμα τους στην ουσία δεν υπάρχει και το αγροτικό αναγκάζεται να σκαρφαλώνει κάθε τόσο πάνω στο βραχώδες έδαφος. Τελικά όμως φτάνουμε.
Το μέρος είναι κατάφυτο και εντελώς απομονωμένο. Αναρωτιέμαι πώς κατάφεραν να κτίσουν το σπίτι σε αυτό το σημείο και χωρίς να προλάβω να κάνω την ερώτηση μου δείχνουν ένα σύστημα με τροχαλία.
« Στην αρχή επιχειρήσαμε με τα χέρια να μεταφέρουμε τα υλικά δόμησης (τα ξύλα, τις αχυρόμπαλες και το χώμα). Είχαμε και έναν γάιδαρο για κάποιο διάστημα, τον Κοσμά, αλλά ήταν πολύ αργός γι' αυτό που θέλαμε. Οπότε από κάποια φάση κι έπειτα τον αφήσαμε να βόσκει να μας κοιτάζει που κουβαλάγαμε. Ε, μετά μπήκαμε στη διαδικασία να σκεφτούμε έναν τρόπο να μεταφέρουμε τα πράγματα κι έτσι στήσαμε το σύστημα με την τροχαλία» ξεκινά να μας εξιστορεί ο Νίκος καθώς περιεργαζόμαστε με τα μάτια μας τον χώρο: Οπωροφόρα δέντρα, μικρά μποστανάκια με ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, πιπεριές, πεπόνια, ένα τραμπολίνο, μια κούνια, αιώρες, μια υπαίθρια κουζίνα ( υπό κατασκευή) κι ένα σπίτι όχι πολύ διαφορετικό από οποιοδήποτε ταπεινό εξοχικό. Τουλάχιστον από απόσταση και απ έξω όπως το παρατηρούμε στην άφιξή μας.
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν φύγει από τις πόλεις και έχουν εγκατασταθεί σε κτήματα τα τελευταία χρόνια» μας λένε. Οι πιο πολλοί έχουν, τουλάχιστον στο πίσω μέρος του μυαλού τους, την ενεργειακή αυτονομία και την αυτονομία σε τροφή. Και φυσικά να είναι βιώσιμοι.
«Έτσι κι εμείς, προσπαθούμε να ζούμε όσο πιο απλά μπορούμε με απώτερο σκοπό να φτάσουμε στο σημείο να χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα για να επιβιώσουμε. Το ρεύμα το παίρνουμε από τα φωτοβολταϊκά πάνελ (έχουμε κανονικά ψυγείο, πλυντήριο τα πάντα) και για νερό δεν χρειαζόμαστε την ΕΥΔΑΠ. Το παίρνουμε από μια πηγή που υπάρχει στα δύο χιλιόμετρα και το έχουμε κατεβάσει μέχρι εδώ. Όλη η διαχείριση του νερού μέσα στο κτήμα γίνεται με τη βαρύτητα δηλαδή δεν υπάρχουν αντλίες ή οτιδήποτε τέτοιο. Το νερό φτάνει με φυσική ροή μέχρι τη δεξαμενή που έχουμε στήσει στο υψηλότερο σημείο του κτήματος και από εκεί πλέον μοιράζεται μέσα στο κτήμα: στα δέντρα, στο περιβόλι και στα πάντα. Έχουμε και ένα backup με το δίκτυο του χωριού αλλά κατά κύριο λόγο (90-95%) χρησιμοποιούμε το νερό της πηγής. Έχουμε και ίντερνετ φυσικά. Από δορυφόρο. Ενεργειακά είμαστε σχεδόν εντελώς αυτόνομοι χειμώνα-καλοκαίρι» εξηγεί ο Γιάννης.
«Γιατί επιλέξατε την φυσική δόμηση;» τους ρωτάω καθώς μπαίνουμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Το κεντρικό δωμάτιο είναι η κουζίνα και δεξιά κι αριστερά υπάρχουν άλλα δύο δωμάτια που στεγάζουν τις δύο οικογένειες. Είναι όμορφα, απλά και πολύ γήινα με στρογγυλεμένους τοίχους που δημιουργούν την αίσθηση της ζεστασιάς του σπιτικού.
«Η συμβατική δόμηση είναι από τις πιο ενεργοβόρες δραστηριότητες των ανθρώπων. Με τη φυσική δόμηση οι κατασκευές που βλέπετε εδώ, όταν διαλυθούν, τα πάντα θα επιστρέψουν στη φύση: τα ξύλα θα λιώσουν και οι τοίχοι θα ξαναγίνουν χώμα. Έτσι καταφέρνουμε να έχουμε ένα οικολογικό ενεργειακό αποτύπωμα. Επίσης, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά και ιδίως το cob σου επιτρέπει να φτιάξεις μορφές οι οποίες έχουν ένα πολύ οργανικό σχήμα. Ξεφεύγουμε λίγο από τα πολύ τετραγωνισμένα σπίτια. Οι αχυρόμπαλες από την άλλη μας βοηθούν να έχουμε χαμηλό ενεργειακό κόστος διότι δημιουργούν μια καλή μόνωση από το κρύο και τη ζέστη. Τέλος, τα συμβατικά σπίτια επειδή έχουν χτιστεί με υλικά που έχουν υποστεί πολλές επεξεργασίες έχουν χημικά υπόλοιπα που δημιουργούν αυτό που ονομάζεται sick building syndrome. Το άσθμα για παράδειγμα έχει να κάνει εν πολλοίς με το ότι κατοικούμε μέσα σε σπίτια που έχουν χημικά και σιγά-σιγά μας σκοτώνουν. Και είναι ένας αργός θάνατος. Δεν το παίρνεις χαμπάρι» λέει ο Γιάννης.
Ένα άλλο θετικό στοιχείο είναι ότι για να κτίσουν τα σπίτια τους χρησιμοποιούν υλικά που βρίσκουν σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από το κτήμα τους. «Τα ξύλα για παράδειγμα τα πήραμε από έναν τύπο που έχει κυπαρίσσια εδώ στην περιοχή, τις αχυρόμπαλες από κάποιον άλλον επίσης της περιοχής. Είναι όλα υλικά που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία από μεσάζοντες κι έτσι μεταφέρουμε το κόστος του κτισίματος στους ανθρώπους και όχι στις εταιρείες».
Η γνώμη της Ναταλίας, που είναι και αρχιτέκτονας είναι ότι η φυσική δόμηση έχει άλλους ρυθμούς και διαφορετικό τρόπο διάδρασης με τα υλικά. «Αυτό δίνει την ευχέρεια στον χτίστη και στον τελικό χρήστη να δει και να οραματιστεί τη λειτουργία του οικοδομήματός του όχι μόνο με τα μάτια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Άρη το Ζαμπίκο να λέει πόσο στενάχωρο είναι όταν έρχονται οι πελάτες με τα post-it στα Μaison Decoration και σου λένε "θέλω αυτό". Έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε μόνον την αρχιτεκτονική που γράφει καλά στο φακό, που ευφραίνει μονάχα την όραση. Στην πραγματικότητα όμως ο ρόλος ενός οικοδομήματος είναι να διεγείρει συνολικά όλες τις αισθήσεις.
»Η φυσική δόμηση δίνει την ευκαιρία σε όλες τις αισθήσεις να είναι ενεργές· ακροάζεσαι το ρυθμό της οικοδομής (χωρίς το θόρυβο πολλών βαριών μηχανημάτων), οσφραίνεσαι το άχυρο, μπορείς να κυλίσεις το σώμα σου στο χαρμάνι, ακόμα και να γευτείς τον πηλό. Η αισθητηριακή αυτή προσέγγιση δημιουργεί ένα άλλο μέσο σκέψης, το σκεπτόμενο σώμα σε αντίθεση με τη μονοδιάστατη συνθήκη του σκεπτόμενου νου. Ένα δρων-σκεπτόμενο σώμα είναι αναπόφευκτα παρών. Και η παρουσία αυτή συνεπάγεται μια εξερευνητική στάση ως προς τις προσωπικές ανάγκες. Η αναγνώριση των αναγκών, η αξιολόγηση και η αλληλουχία εξυπηρέτησής τους είναι η βάση κάθε καλού σχεδιασμού. Και όταν ο χρήστης εμπλέκεται σε αυτό, μπορεί το δημιούργημά του πιο εύκολα να τον εκφράσει και να το οικειοποιηθεί, να δει τον εαυτό του στο χώρο, να δηλώσει μία ενεργητική παρουσία στην κοινωνία». Την ακούω και χαϊδεύω τους «στρουμπουλούς» τοίχους του δωματίου.
Πως είναι όμως για τους νέους ανθρώπους, όπως είναι κι αυτοί, να αφήνουν πίσω τους τις ανέσεις της πόλης και να πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο ζωής τους από το μηδέν;
«Η μετάβαση έγινε για όλους κάπως "βουρ στο ψητό". Δηλαδή δεν το μελετήσαμε και πολύ πριν κάνουμε το μεγάλο βήμα» σπεύδει να απαντήσει η Ναταλία.
«Θα είναι εντελώς παραπλανητικό αν πούμε ότι όλα είναι ρόδινα στον τρόπο που έχουμε επιλέξει να ζούμε. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Αν δεν κόψεις ξύλα δεν θα έχεις να ζεσταθείς τον χειμώνα, αν δεν φροντίσεις τα δέντρα και το μποστάνι σου δεν θα έχεις να φας τους καρπούς τους. Όμως ο μόχθος της καθημερινότητας κινείται γύρω από πιο ανθρώπινους και φυσικούς ρυθμούς, παρ όλες τις δυσκολίες» λέει ο Γιάννης.
«Υπήρξαν στιγμές, κυρίως τα πρώτα χρόνια, όταν αισθανόμασταν μόνοι σαν την καλαμιά στον κάμπο, που αναρωτιόμουν "τι στο καλό κάνω;". Το να αφήσει κανείς την ασφάλεια του γνωστού, τη σιγουριά της δουλειάς, του οικείου περιβάλλοντος, είναι μια απόφαση ζωής που ξεδιπλώνεται σε βάθος χρόνου. Παρά τις φορές που η αμφιβολία ταλάνιζε το μυαλό μου, δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω. Και το γεγονός πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή μαζί μας δηλώνουν πως εμπνέονται και παίρνουν δύναμη απ' το παράδειγμά μας, μας δίνει το κουράγιο να συνεχίζουμε. Το μόνο που μου λείπει, ολοένα και πιο έντονα, είναι η ενασχόληση με την ηχοληψία, τη μουσική, που αποτελούσαν την επαγγελματική μου δραστηριότητα στην πόλη» μου λέει λίγη ώρα αργότερα ο Ανδρέας όταν επισκεπτόμαστε και το δικό του κτήμα λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω.
Μεγάλη εντύπωση μου κάνει που και τα τρία ζευγάρια (η σύντροφος του Νίκου μπορεί να μην μένει μόνιμα εδώ αλλά έρχεται αρκετά συχνά) έχουν παιδιά. To ένα είναι λίγων μηνών και τα υπόλοιπα έχουν ηλικίες από 4-10.
Ο Ανδρέας και η Στέλλα ήταν οι πρώτοι που ήρθαν στην περιοχή πριν από δέκα χρόνια περίπου. «Όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε στο κτήμα το χτίσιμο του σπιτιού δεν είχε ολοκληρωθεί. Η Ζωούλα ήταν μόλις 33 ημερών και περνούσε τις μέρες της χαρούμενη μέσα στο μάρσιπο, στην αγκαλιά μου. Ευτυχώς υπήρχε ένα τροχόσπιτο που μας καλοδέχτηκε. Αυτό το «πρώτο σπίτι» παραμένει το αγαπημένο μου μέχρι και σήμερα. Μείναμε σε αυτό για πέντε μήνες και συγχρόνως προσπαθούσαμε να ολοκληρώσουμε τις εργασίες στο σπίτι για να μπορέσουμε να μετακομίσουμε πριν έρθει ο χειμώνας, ο οποίος και ήρθε με μία χιονόπτωση που κάλυψε τα πάντα για εβδομάδες» θα μας πει η Στέλλα όταν την ρωτάω πόσο δύσκολο ήταν να πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί σε ένα κτήμα με το νεογέννητο παιδί τους.
«Τα παιδιά δε χρειάζονται ανέσεις για να νιώσουν χαρούμενα. Αγάπη, τρυφερότητα, χρόνο και αποδοχή χρειάζονται. Οι ανέσεις είναι για τους γονείς. Η χαρά είναι φυσικό συναίσθημα στα παιδιά, αρκεί να τα αφήνουμε να ξεδιπλώσουν τον πλούτο των συναισθημάτων τους. Το φυσικό περιβάλλον και το ότι έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε κοντά στο παιδί μας βοηθάει πολύ. Η ποιότητα ζωής που θέλαμε για το παιδί μας ήταν από τους κυριότερους λόγους που μας οδήγησαν να αφήσουμε την πόλη πίσω μας. Ωστόσο, επιθυμούμε να έχει εικόνα και της ζωής στην πόλη. Γι' αυτό και επισκεπτόμαστε Αθήνα και Θεσσαλονίκη συχνά».
Την ακούω και χαζεύω τα παιδιά που παίζουν τρέχοντας πάνω-κάτω. Στο κτήμα αυτές τις μέρες φιλοξενούν κάποιους φίλους τους που είναι κι αυτοί νέοι γονείς κι έτσι τα παιδιά έχουν κι αυτά παρέα. Σε κάποια φάση έρχονται όλα μαζί να μας ανακοινώσουν πως θα πάνε να μαζέψουν μούρα και φεύγουν χαρωπά με τα καλαθάκια τους.
«Κοίτα είναι εύκολο και δύσκολο μαζί. Τα παιδιά χαίρονται που βρίσκονται μέσα στη φύση αλλά είναι δύσκολο σε ότι αφορά στην κοινωνικοποίηση τους κυρίως κατά την διάρκεια του χειμώνα. Το καλοκαίρι τα πράγματα είναι πάντα πιο ευχάριστα. Έχουμε πολλούς επισκέπτες» λέει ο Γιάννης.
Το γεγονός ότι είναι όλοι τους οικογενειάρχες έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στη σχέση τους με την τοπική κοινωνία. Τα πρώτα χρόνια κατά κάποιο τρόπο περνούσαν εξετάσεις. Η επιλογή τους να πάρουν τα βουνά, το ότι δεν παρακολουθούσαν τηλεόραση και ο λιτός τρόπος ζωής, φάνταζαν περίεργα. Βοήθησε όμως το γεγονός πως ήταν (και είναι) καλά παιδιά, δουλευταράδες και κυρίως η έλλειψη τουπέ που συχνά συνοδεύει τους πρωτευουσιάνους. «Όμως το ότι είχαμε ένα μωρό και στην πορεία ακολούθησαν κι άλλα, έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο απ όλους. Μας έβλεπαν σταδιακά με άλλο μάτι γιατί ίσως κατάλαβαν πως δεν αστειευόμαστε. Έχουμε έρθει εδώ για να μείνουμε» μου λένε.
Για τους δικούς τους ανθρώπους, τις οικογένειές τους, ήταν πιο δύσκολο στην αρχή να κατανοήσουν για ποιο λόγο πήραν την απόφαση να φύγουν. «Θεωρούσαν ότι προσπαθούσαμε να κρυφτούμε από την ζωή και να αποτραβηχτούμε. Για εμάς ήταν απλά η ανάγκη μας να επαναπροσδιορίσουμε την καθημερινότητα μας έχοντας σαν βασικό μας άξονα την οικολογία».
«Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι, ακόμα και από τον στενότερο κοινωνικό και οικογενειακό κύκλο που καταλαβαίνουν και επικροτούν αυτό που κάνουμε» λέει η Ναταλία. «Για την προηγούμενη γενιά που πάσχισε να ξεφύγει από τις δυσκολίες της αυτοεξυπηρέτησης και κατέκτησε με ιδρώτα τη συνθήκη πατάω κουμπί - ανάβει φως, όλα αυτά φαντάζουν επιστροφή στο παρελθόν και απαξίωση των κόπων τους. Παρ' όλ' αυτά δεν υπάρχει καταλληλότερη εποχή για να κατοικείς την ύπαιθρο. Τώρα έχεις την τεχνολογία για να είσαι δικτυωμένος όταν θες, για να είσαι αυτόνομος ενεργειακά, για να μετακινηθείς γρηγορότερα, την παιδεία για να καλλιεργήσεις και να κτίσεις με σεβασμό προς τη φύση» συμπληρώνει συνοψίζοντας την ολιστική προσέγγιση που έχει ολόκληρη η παρέα η οποία εξέλιξε την ανάγκη τους για επιστροφή στη φύση σε έναν ολιστικό τρόπο επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους με αυτή.
«Υπάρχουν όμως στιγμές που η Θεσσαλονίκη μού λείπει πολύ» μου εκμυστηρεύεται η Στέλλα. Καμιά φορά της λείπει λέει η ατμόσφαιρα της πόλης, η ανοιχτωσιά της παραλίας, τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα στο Θερμαϊκό και οι ποδηλατάδες στην παραλία. «Όταν επισκέπτομαι την οικογένειά μου περνάω πάντα πολύ καλά. Συναντώ φίλους, πηγαίνω τη Ζωούλα στο θέατρο και στον κινηματογράφο, της δείχνω τα μέρη που μεγάλωσα και εργάστηκα. Μετά από λίγες μέρες όμως αποζητώ τη γαλήνη και τους ήχους της φύσης. Με ενοχλεί η ηχορύπανση».
Ο Γιάννης από την άλλη αισθάνεται σαν τουρίστας στην Πάτρα, την πόλη που μεγάλωσε. «Η αλήθεια είναι ότι μόνο έτσι μου αρέσει πλέον να βιώνω τις πόλεις. Πολλά φαντάζουν περίεργα αλλά νομίζω το βασικότερο από όλα είναι ότι ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αρέσει στους ανθρώπους να ζουν ο ένας πάνω στον άλλο!».
Για την Ναταλία η ζωή στην πόλη είναι πολύς χαμένος χρόνος. «Τρέχεις για να δουλέψεις, να βγάλεις λεφτά, να πληρώσεις το ρεύμα για να μπορείς να ζεστάνεις το νερό σου. Εδώ η ικανοποίηση των περισσοτέρων αναγκών, και σίγουρα όχι όλων, είναι πολύ πιο άμεση και προσωπική. Κόβεις ξύλα, ανάβεις φωτιά και ζεσταίνεις το νερό σου. Σε κάποια βασικά πράγματα δεν εξαρτάσαι από το αν θα πληρωθείς. Από την άλλη βέβαια, αισθάνομαι πως χρειάζομαι τακτικές επισκέψεις στην Αθήνα για να τροφοδοτήσω κάποιες ανάγκες μου κοινωνικές, εικαστικές και υλικές. Και έχω να πω ότι τα δρώμενα που καταφέρνω πλέον να παρακολουθήσω είναι πολύ περισσότερα απ' ότι όταν κατοικούσα εκεί, καθώς πηγαίνω πιο στοχευμένα και εκτελεστικά. Δεν υπάρχει η αναβολή του "ε, πάμε και αύριο". Δεν θα μπορούσα όμως με τίποτα να επιστρέψω μόνιμα».
Οι δραστηριότητες που γίνονται καθημερινά στους χώρους των κτήματων έχουν ως βάση την περιποίηση των δέντρων και των κηπευτικών (πότισμα, συγκομιδή και καθαρισμός). Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φυσικής καλλιέργειας, εξυπηρετούν διατροφικά μονάχα τις οικογένειές τους. Πολύ συχνά μάλιστα οι καρποί δεν φτάνουν για να γεμίσουν το καθημερινό τους τραπέζι. «Είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να πει κανείς ότι είμαστε αυτάρκεις. Όμως αυτό που προσπαθούμε είναι να κάνουμε το αποτύπωμά μας πάνω στην γη όσο πιο ελαφρύ γίνεται».
Γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα μακριά βρίσκεται και το τρίτο κτήμα όπου υπάρχουν φυσικές καλλιέργειες με υπαίθριες ντομάτες, ντοματίνια και ρόδια. Για την επεξεργασία των ροδιών μάλιστα έχουν στήσει ένα πρότυπο τυποποιητήριο στο οποίο παίρνουν, δια της ψυχρής έκθλιψης, το χυμό των ροδιών, τον συσκευάζουν και τον φρεσκοκαταψύχουν.
«Οι ώρες της μέρας μας μοιράζονται μεταξύ χτισίματος και καλλιεργειών. Είναι σκληρή δουλειά όμως είναι ο μόνος τρόπος για να περάσουμε από τη θεωρία στη πράξη. Επίσης, πιστεύουμε στην ιδέα του ενεργού πολίτη, ότι για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο δεν αρκεί μία ψήφος κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά ενεργή συμμετοχή στις τοπικές κοινωνίες. Κάθε χρόνο κάνουμε τουλάχιστον μία δράση που σκοπό έχει να βελτιώσει ή να ενδυναμώσει την τοπική κοινωνία. Φέτος διοργανώσαμε μια ημερίδα για να δούμε πως θα καταφέρουμε να ξανανοίξει το σχολείο της Βλαχιάς. Μπορεί να μην το έχουμε καταφέρει ακόμα αλλά η προσπάθεια μας είναι να εμπλέξουμε όσο περισσότερο κόσμο από την τοπική κοινωνία και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα πιο όμορφο, φιλικό, ζωντανό χωριό» μου λένε λίγο πριν φύγουμε.
Παίρνωντας το δρόμο της επιστροφής αναλογίζομαι πόσες φορές έχω φτάσει σε κατάσταση «ασφυξίας» στην Αθήνα. Αναρωτιέμαι ποια είναι η ποιότητα της δικής μου ζωής και τι θα μπορούσα να κάνω για την βελτιώσω. Σίγουρα η μετεγκατάσταση στην ύπαιθρο δεν είναι μια λύση για όλους. Όμως έστω και μια βόλτα έξω από τη πόλη σε κάνει να δεις τα πράγματα αλλιώς.
Info:
Οι Σταγόνες δημιουργήθηκαν πριν από λίγα χρόνια από μία ομάδα ανθρώπων που θέλησε να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο ζωής της και να λειτουργήσει με άξονα τον σεβασμό στη φύση και στους ανθρώπους. Ζουν σε δύο κτήματα (το Κάτω-χωρι και το Άνω-χωρι) στις παρυφές του όρους Πυξαριά στη βόρεια Εύβοια, όπου καλλιεργούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της τροφή τους, κτίζουν, συλλέγουν βότανα και γενικότερα πειραματίζονται στο να ζουν «ελαφρά» πάνω στη γη. Επίσης, διοργανώνουν εργαστήρια Φυσικής Δόμησης για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν βιωματικά.
σχόλια