Εδώ και δεκαετίες οι Ευρωπαίοι εργάζονται λιγότερες ώρες από τους Αμερικανούς. Τώρα, δουλεύουν ακόμη λιγότερο από ό,τι πριν από την πανδημία- σχεδόν μία εβδομάδα λιγότερο από ό,τι οι Αμερικανοί το 2021. Αλλά αυτό, τις περισσότερες φορές, δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής τους.
Από την αρχή της πανδημίας, αυξήθηκαν οι ώρες εργασίας των Αμερικανών περίπου 1% κατά μέσο όρο. Των Ευρωπαίων μειώθηκαν περίπου κατά 2%, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ από τις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες προσπάθησαν να αποφύγουν τις απολύσεις που σχετίζονται με την πανδημία, μειώνοντας τις ώρες εργασίας των υπαλλήλων τους. Σχεδόν δύο εκατομμύρια Ευρωπαίοι είναι ακόμη σε προγράμματα αναστολής και οι κυβερνήσεις καλύπτουν ένα ποσοστό των αποδοχών που έχασαν.
Η οικονομία των ΗΠΑ ανέκαμψε πιο γρήγορα από την πανδημία και πολλοί Αμερικανοί, που κράτησαν τη δουλειά τους ή βρήκαν καινούρια, συνέχισαν να εργάζονται τις ίδιες ή περισσότερες ώρες.
Η εικόνα της αγοράς εργασίας την περίοδο της πανδημίας αποκαλύπτει ότι οι διαφορές ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν είναι πάντα ζήτημα επιλογής και ιδιαίτερα στον νότο της «γηραιάς» ηπείρου. Πάνω από τους μισούς υπαλλήλους μερικής απασχόλησης στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα και σχεδόν το ένα τρίτο στη Γαλλία θέλουν να δουλέψουν περισσότερες ώρες, αλλά δεν μπορούν, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το ποσοστό της ακούσιας μερικής απασχόλησης στη νότια Ευρώπη έχει εκτιναχθεί τα τελευταία 15 χρόνια, λόγω διαδοχικών οικονομικών κρίσεων. Περίπου το 10% του ιταλικού εργατικού δυναμικού είναι σε θέσεις μερικής απασχόλησης, επειδή δεν μπορούν να βρουν δουλειές πλήρους. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ είναι 0,6%. Στον αντίποδα, στη Γερμανία σχεδόν το ένα τέταρτο των εργαζομένων δουλεύουν λιγότερες από 30 ώρες την εβδομάδα, αλλά αυτό είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα επιλογής, σύμφωνα με τα στοιχεία.
Ο δείκτης απασχόλησης στην Ευρώπη έχει ανέβει πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ στις ΗΠΑ είναι ακόμη κάτω από αυτό το επίπεδο. Αλλά οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι δουλεύουν λιγότερο. Ο μέσος Αμερικανός εργαζόμενος δούλεψε 34,5 ώρες την εβδομάδα πέρυσι, αριθμός που έχει αλλάξει ελάχιστα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που περιλαμβάνουν τόσο τη μερική όσο και την πλήρη απασχόληση.
Η μέση ευρωπαϊκή εβδομάδα εργασίας είναι αρκετές ώρες μικρότερη σε σύγκριση με πριν από 20 χρόνια. Στη Γερμανία, περιορίστηκε στις 25,9 ώρες το 2021, από 28 ώρες το 2001, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Στην Ιταλία μειώθηκε από 35,6 ώρες σε 32,1 ώρες και στη Γαλλία από 29,6 ώρες σε 28,7 ώρες, μέσα στην ίδια χρονική περίοδο.
Κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων η γερμανική, αντιστάθμισαν τις λιγότερες ώρες δουλειάς την εβδομάδα επεκτείνοντας το εργατικό δυναμικό, προσθέτοντας περισσότερους μεγαλύτερης ηλικίας και γυναίκες, συχνά σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Όμως, αυτή η στρατηγική φτάνει στα όριά της σε πολλά μέρη και σε πολλούς τομείς εμφανίζονται ελλείψεις εργαζομένων.
Στη Γερμανία, όπου υπήρχαν περίπου 1,7 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας το πρώτο τρίμηνο, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις λένε ότι οι ελλείψεις αποτελούν εμπόδιο για τη λειτουργία τους. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με την απώλεια εκατομμυρίων εργαζομένων, λόγω συνταξιοδοτήσεων. Είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν αυτές οι ελλείψεις με περισσότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα, παρά με αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, επεσήμανε ο Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ, πρόεδρος βιομηχανικής ένωσης.
Όμως, κάποιες ευρωπαϊκές εταιρείες έπρεπε να περιορίσουν το εργασιακό κόστος, λόγω μείωσης της ζήτησης. Πάνω από το ένα τρίτο των 3,3 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν στην Ιταλία το πρώτο εξάμηνο του 2021 ήταν μερικής απασχόλησης. Κάτι που συνήθως ορίζεται ως λιγότερες από 30 ώρες την εβδομάδα, κυρίως λόγω περιορισμού του κόστους από τις εταιρείες και όχι από επιλογή των εργαζομένων.
Στη Γερμανία, πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι- και περίπου το 4% εκείνων που απασχολούνται σε αυτοκινητοβιομηχανίες- είναι σε αναστολή. Και πρόσφατα οι κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας επέκτειναν τα προγράμματα αναστολής, κυρίως για να αντιμετωπιστεί το οικονομικό πλήγμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Με πληροφορίες από WSJ