Πέθανε σε ηλικία 83 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος ο οποίος νοσηλευόταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση τις τελευταίες ημέρες σε ιδιωτικό θεραπευτήριο έχοντας υποστεί εγκεφαλικό.
Ο 83χρονος προέρχεται από τον οίκο Γλύξμπουργκ και γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1940 στα Ανάκτορα του Παλαιού Ψυχικού. Γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Β΄, και η πριγκίπισσα της Ελλάδας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Φρειδερίκη.
Η οικογένειά του κατά τις παραμονές της ναζιστικής προέλασης στην Αθήνα, μαζί με την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, μέσω της Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη «Κυβέρνηση της Αιγύπτου». Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β΄, ο πατέρας του ανέβηκε στον θρόνο και ο Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης.
Το 1960 στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον μαζί με τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη που αποτελούσαν το πλήρωμα του σκάφους «Νηρεύς». Υπήρξε το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912.
Η πρώτη περίοδος της βασιλείας
Στις 6 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Β'.
Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του Παπανδρέου, το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο του στρατού όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά. Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των ανακτόρων.
Το Μάιο του 1965 ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού Εθνικής Αμύνης, βασικού χρηματοδότη του αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο.
Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή επιστολών σε υψηλούς τόνους. Τελικά, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και κατόπιν έντονης λογομαχίας υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των «Αποστατών», με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων. Τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πολιτών που διαδήλωναν καθημερινά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, γνωστά και ως Ιουλιανά.
Η Κωνσταντίνος και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών
Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και η αναποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου για τη στάση που θα πρέπει να κρατήσει αντικατοπτρίζεται στις τηλεφωνικές συνομιλίες του από τα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε.
Τελικά, ακολούθησε τη συμβουλή του Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ανέφερε ότι προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά τη φωτογράφιση της «επαναστατικής» κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος αν και εξήγησε το κίνητρο της φωτογράφισης, παραδέχθηκε ότι δεν πέτυχε τον σκοπό της.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του τότε αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγου, υπήρχε άμεση επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας μεταξύ συνταγματαρχών και παλατιού.
Στην προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς δημοκρατίας».
Στις 13 Δεκεμβρίου συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον πρωθυπουργό Κ. Κόλλια ο Κωνσταντίνος αποπειράθηκε αντικίνημα. Ενώ το ναυτικό και η αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο στρατός παρέμεινε πιστός στη χούντα. Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη.
Το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα
Τέλη Μαΐου του 1973, ανώτεροι αξιωματικοί τού κατά ένα μεγάλο μέρος φιλοβασιλικού Ελληνικού Ναυτικού οργάνωσαν το αποτυχημένο Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο Παπαδόπουλος σε απάντηση εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε «Προεδρική Δημοκρατία», την 1 Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από ένα δημοψήφισμα τον Ιούλιο. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Αυτό το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από κανένα πολιτικό κόμμα.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ο Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη λύση του πολιτειακού. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης.
Η πρώην βασιλική περιουσία και η διεκδίκησή της
Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο εξωτερικό μέχρι το 1981 όπου επέστρεψε για να παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, Φρειδερίκης.
Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου, και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια. Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δια της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.
Στην Κέρκυρα, πολίτες πραγματοποίησαν κατάληψη στο ανάκτορο Μον Ρεπό διαδηλώνοντας κατά της συμφωνίας και δηλώνοντας ότι το ανάκτορο ανήκει στον κερκυραϊκό λαό και όχι στον μονάρχη.
Επιπλέον, το 1992 μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες. Τα κοντέινερ με τα οποία μεταφέρθηκαν τα κινητά αντικείμενα από το Τατόι προκάλεσαν την κατακραυγή της κοινής γνώμης.
Το 1993 ο Κωνσταντίνος έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια.
Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενάντια στο νόμο της κυβέρνησης Παπανδρέου. Τελικά το 1997 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε με το ΣτΕ δεχόμενο ότι ο νόμος είναι συνταγματικός.
Στις 21 Οκτωβρίου 1994 κατέθεσε, μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο εν λόγω νόμος παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο.
Με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Πάντως, στην προσφυγή ο τέως βασιλιάς και τα υπόλοιπα μέλη υπολόγιζαν τη βασιλική περιουσία σε 161 εκατομμύρια ευρώ.