Το ζήτημα της ταχύτητας και των τιμών του Ίντερνετ στη χώρα μας συζητήθηκε σε Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στη Βουλή.
Σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, οι τιμές για τις μεσαίες, υψηλές και πολύ υψηλές ταχύτητες σταθερής σύνδεσης διαδικτύου είναι από 6% έως 136% πιο ακριβές από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση στις ταχύτητες, στο ίδιο γκρουπ με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία, σύμφωνα με την βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αναστασία Γκαρά που υπογράμμισε πως η Ελλάδα φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις και στο θέμα της συνδεσιμότητας αλλά και της χρήσης οπτικών ινών.
«Την ίδια στιγμή η έκθεση της Κομισιόν για τις τιμές σταθερών συνδέσεων και κινητής τηλεφωνίας φέρνει τη χώρα μας στη λίστα με τις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά τις συνδέσεις σε μεσαίες, υψηλές και πολύ υψηλές ταχύτητες. Σε ό,τι αφορά τις μεσαίες και υψηλές, οι τιμές στη χώρα μας είναι από 6% έως 51% πιο ακριβές, ενώ στις πολύ υψηλές ταχύτητες οι τιμές είναι από 63% έως 136% πιο ακριβές», ανέφερε.
Η βουλευτής ζήτησε από την ΕΕΤΤ να αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου οι πάροχοι «να προχωρήσουν άμεσα στην αναβάθμιση των γραμμών προσφέροντας γρήγορες συνδέσεις», όπως είπε χαρακτηριστικά. Παράλληλα, κάλεσε να υπάρξει πρωτοβουλία για να μειωθεί το κόστος σύνδεσης, τουλάχιστον, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
«Υποβάθμιση των ΕΛΤΑ»
Η ίδια αναφέρθηκε στα προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί από τη συνεχόμενη υποβάθμιση των ΕΛΤΑ, κάνοντας λόγο για αύξηση των καταγγελιών σχετικά με καθυστερήσεις στην επίδοση των θεμάτων, μεταξύ άλλων.
Επικαλούμενη την σχετική έκθεση, σημείωσε ότι η ποιότητα παροχών των ΕΛΤΑ παρουσιάζουν πτώση, ενώ υπάρχουν επιδείνωση των δεικτών ταχύτητας και αξιοπιστίας.
«Από τον Δεκέμβριο του 2020, οπότε και η κυβέρνηση ψήφισε την τροπολογία για την περιβόητη αναδιάρθρωση των ΕΛΤΑ, στη Βουλή, έχουν κατατεθεί 87 ερωτήσεις και αναφορές σχετικά με την συνειδητή και εσκεμμένη υποβάθμιση των ΕΛΤΑ», τόνισε, προσθέτοντας ότι «υποκαταστήματα κλείνουν ακόμη και σε ακριτικές περιοχές όπως είναι ο Έβρος, προσωπικό απολύεται, καταστήματα ή παραμένουν υποστελεχωμένα με μειωμένες ώρες λειτουργίας, με αποτέλεσμα υπηρεσίες και οι τοπικές κοινωνίες και οι πολίτες να μένουν χωρίς ακόμη και τη βασική και αναγκαία εξυπηρέτησή τους».