Η Μ. είναι μια νεαρή ηθοποιός 27 ετών που ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο από τότε που ήταν ακόμα στη σχολή και τα τελευταία δύο χρόνια έχει συμμετάσχει σε αρκετές αθηναϊκές παραστάσεις. Ήταν το όνειρό της από παιδί και κατά κάποιον τρόπο μπορείς να πεις ότι κατάφερε να το εκπληρώσει. Εκτός από μία λεπτομέρεια: είναι αδύνατο ζήσει από τη δουλειά της ως ηθοποιού. «Το θέατρο είναι όλη μου η ζωή» λέει την ώρα που τη συναντώ στο κατάστημα καλλυντικών του μεγάλου εμπορικού κέντρου όπου δουλεύει – στέκεται μπροστά από έναν πάγκο και ψεκάζει με κολόνια τους περαστικούς, «αν ασχολείσαι αποκλειστικά με αυτό, είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις στην Ελλάδα, πρέπει να βρεις κι έναν τρόπο να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου». Η Μ. δεν ανήκει στους λίγους και τυχερούς που είναι μεγάλα ονόματα, δεν έχει συμμετάσχει σε υπερπαραγωγές και παραστάσεις που παίρνουν μεγάλες χρηματοδοτήσεις, δεν έχει πλούσιους γονείς για να τη συντηρήσουν, ανήκει στην πλειονότητα που πασχίζει να τα βγάλει πέρα μόνη της και η «απασχόληση εκτός τέχνης» είναι αναγκαίο κακό. Αλλιώς «δεν τη βγάζει με την καμία».
Στην Αθήνα με τα περισσότερα από 300 θέατρα και τις 1.000 παραστάσεις(τόσες ετοιμάζονται τη φετινή σεζόν, πέρσι ήταν 1.300!) και τόσες μουσικές σκηνές που χάνεις πια τον λογαριασμό, έχεις την εντύπωση ότι υπάρχει πολύς κόσμος που καταφέρνει να ζήσει από αυτό που αγαπάει: το θέατρο ή τη μουσική. Αν γνωρίζεις, όμως, μουσικούς, σκηνοθέτες ή ηθοποιούς και ζεις την καθημερινότητά τους, ξέρεις από πρώτο χέρι ότι οι περισσότεροι τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα. Για την ακρίβεια, είναι πολύ λίγοι αυτοί που καταφέρνουν να ζήσουν από την τέχνη τους στην Ελλάδα. Ακόμα και καλλιτέχνες που έχουν μια πετυχημένη πορεία, έχουν ακουστεί πολύ και θεωρείς ότι αυτή η δημοσιότητα τους έχει εξασφαλίσει κάποιους πόρους, αναγκάζονται να κάνουν ένα σωρό άσχετες δουλειές για να ζήσουν. Έτσι κι αλλιώς, με την ανεργία να βρίσκεται στο μεγαλύτερο ποσοστό που υπήρξε ποτέ, αυτήν τη στιγμή δεν είναι εύκολο να βρεις οποιαδήποτε δουλειά. «Ζω εις βάρος του αδερφού μου και της μάνας μου» μου έλεγε πριν από κάνα δυο μήνες σε μια συνέντευξή του ο King Elephant, ντράμερ ενός από τα πιο δημοφιλή ελληνικά συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων, των Baby Guru. «Δούλευα σε ένα καφέ, μετά βρήκα ένα DJ-λίκι, αλλά το μαγαζί δεν μάζευε κόσμο και σταμάτησα. Τώρα κάνω το πειραματόζωο, πάω σε μια εταιρεία και μου βάζουν αλοιφές στην πλάτη για να τσεκάρουν νέα δερματολογικά προϊόντα. Θα πάρω 240 ευρώ. Μουσικός-πειραματόζωο. Πραγματικά σιχαίνομαι τους πολιτικούς, όλους τους πολιτικούς, κι είμαι περίεργος να δω, μετά τον Τσίπρα, ποιος θα βγει. Και θα πάει κόσμος να τον ψηφίσει; Είμαι ένα άτομο που ούτε καπνίζω πια, ούτε πίνω έξω, ούτε τρώω έξω, δεν έχω έξοδα προσωπικά ή διασκέδασης. Μόνο την τροφή του σκυλιού πληρώνω, 11 ευρώ τον μήνα. Δεν σ' την παίζω φτωχαδάκι, αλλά είμαι 33 χρονών και δεν παλεύεται. Έχω ενέργεια, θέλω να κάνω πράγματα και δεν βρίσκω τίποτα, είμαι ακινητοποιημένος. Ζηλεύω τα ξαδέρφια μου που ζουν στη Δανία. Το ψάχνω και εύχομαι να παίξω ντραμς σε ένα ελληνικό σχήμα σαν τις Μέλισσες. Για να έχεις ελπίδα πια να βγάλεις λεφτά από τη μουσική πρέπει να σε συμπαθήσει ο κόσμος – δες τι γίνεται με το "X Factor". Είναι η εποχή των καλών παιδιών. Τα ροκ-σταριλίκια και οι μαλακίες δεν περνάνε».
Η ζωή μου περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στο σπίτι, επειδή δεν έχω λεφτά να βγω. Έχω κουραστεί να βλέπω ταινίες, σειρές και να παίζω παιχνίδια, άντε να πάω και στο σπίτι κάποιου φίλου. Ούτε μποέμ ούτε καλλιτεχνική ζωή, απλά βαρετή.
Σε μια χώρα όπου ο νέος καλλιτέχνης δεν έχει καμία απολύτως βοήθεια από το κράτος, η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ακόμα και για ανθρώπους που την παλεύουν για χρόνια στον χώρο της τέχνης, είναι απελπιστική. Εκτός από το επίδομα ανεργίας –το οποίο δικαιούνται όλο και λιγότεροι, γιατί η πλήρης απασχόληση ενός καλλιτέχνη είναι πολυτέλεια στην Ελλάδα, όπως και η ασφάλιση–, δεν υπάρχει καμία άλλη επιδότηση. Στη Δανία π.χ. 275 καλλιτέχνες παίρνουν επίδομα από 2.000 ευρώ τον χρόνο (μέχρι 19.000) για το υπόλοιπο της ζωής τους και στη Γαλλία, στην περιοχή του Παρισιού, δικαιούνται μέχρι 8,5 χιλιάδες ευρώ μόνο για να εξοπλίσουν το στούντιό τους.
Tέχνη για το κέφι, έσοδα ανύπαρκτα
«Ασχολούμαι με τη μουσική δέκα χρόνια σχεδόν» λέει ο Ν. «Στην αρχή φιλοδοξούσα να γίνει και επαγγελματική ασχολία, αλλά δεν κατάφερα να βγάλω ποτέ λεφτά από αυτή. Ο πρώτος μου δίσκος βγήκε σε μια μικρή εταιρεία και πούλησε 90 περίπου αντίτυπα σε ενάμιση χρόνο. Η εταιρεία μπήκε μέσα, δεν πληρώθηκα ποτέ και όσα live μου έκλεισε, δεν ήταν με αμοιβή. Ούτε ένα. Από το 2006 έχω κάνει αμέτρητες ζωντανές εμφανίσεις σε μικρούς χώρους, έχω ανοίξει διάφορα ξένα ονόματα, έχω κάνει δικές μου βραδιές, αλλά ποτέ δεν έβγαλα ούτε ένα ευρώ – θα μπορούσα να πω ότι σε αρκετές περιπτώσεις πλήρωσα και από την τσέπη μου. Η δημοσιότητα από τον Τύπο δυστυχώς δεν μεταφράζεται σε λεφτά, η αναγνώριση είναι μόνο ηθική, άντε να έρθουν και πέντε άγνωστοι να σε δουν στα live. Συνήθως δουλεύεις μόνο με τους φίλους σου. Από το 2010 εργάζομαι σε μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, προσπαθώ να πείσω τον κόσμο να αλλάξει πάροχο και η μουσική είναι η διέξοδός μου. Θα ήθελα να είναι η κύρια ασχολία μου, αλλά είναι αδύνατον να σε ζήσει στην Ελλάδα αν δεν απευθύνεσαι σε μεγάλο κοινό, κι αν δεν είσαι λιγάκι κωλόφαρδος (έως πολύ). Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου χωρίς μουσική. Ασχολούμαι όσο ασχολιόμουν πάντα, ετοιμάζω δίσκο, σχεδιάζω να κλείσω live, αλλά δεν περιμένω τίποτα πια από αυτήν, μου αρκεί που μπορεί να δίνει νόημα στη ζωή μου. Υπάρχουν κι άλλοι, με πιο ακριβά χόμπι. Ζω με τους γονείς μου γιατί τα λεφτά που βγάζω είναι πολύ λίγα. Είναι κάτι που με περιορίζει πολύ στην προσωπική μου ζωή, αλλά δεν έχω και πολλές επιλογές. Αφού δεν έχω σχεδόν καθόλου έξοδα για το σπίτι, τα κουτσοφέρνω βόλτα. Έτσι κι αλλιώς, βγαίνω σπάνια. Όταν δεν φτιάχνω τραγούδια, χαζεύω στο laptop ή πάω σε σπίτια φίλων να λιώσουμε στον καναπέ. Τα έξοδά μου είναι γύρω στα 400 ευρώ τον μήνα, μου μένουν και κάτι λίγα για να χώσω στη μουσική. Προς το παρόν, δεν σκέφτομαι να κάνω οικογένεια, δεν σκέφτομαι ούτε καν να φύγω από το σπίτι, παρόλο που έχω περάσει τα 30».
Ο Π.Α. είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Κάνει αξιόλογες δουλειές, οι παραστάσεις του συζητιούνται, παίρνει καλές κριτικές, παρ' όλα αυτά τα έσοδά του από το θέατρο είναι σχεδόν ανύπαρκτα. «Αν αναλογιστούμε τη βασική προτροπή των γονιών "πάρε πρώτα ένα πτυχίο και μετά κάνε το κέφι σου", αντιλαμβανόμαστε αμέσως την αντίληψη που επικρατεί για τους ηθοποιούς, και εν γένει για τους ανθρώπους της τέχνης, στην ελληνική κοινωνία» λέει. «Το επάγγελμα του ηθοποιού στην Ελλάδα δεν έχει την αναγνώριση που του αναλογεί, καθώς λογίζεται περισσότερο ως χόμπι ή καπρίτσιο ή εναλλακτική ενασχόληση ανθρώπων που ολοκλήρωσαν την πορεία τους σε άλλους κλάδους, που συμπτωματικά είχαν προβολείς. Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός ρατσισμός που δεχόμαστε από την επιθυμία μας να ασχοληθούμε με την τέχνη είναι μεγάλος, ο οποίος, σε συνδυασμό με την πληθώρα των άνεργων καλλιτεχνών και τα πενιχρά μεροκάματα, κάνουν την καθημερινότητα πραγματικά δύσκολη. Παλεύοντας να ασκήσω την τέχνη μου με σεβασμό προς τον εαυτό μου και τους άλλους, δεν μένει χρόνος για δεύτερη απασχόληση. Είμαι αναγκασμένος να ζω με δανεικά ή με την αρωγή φίλων και γνωστών. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι οικογένεια του συντρόφου μου μας έχει προμηθεύσει με τα τρόφιμα του μήνα. Οι φίλοι μου είναι οι άνθρωποι που πιστεύουν σ' εμένα και η ποικιλότροπη συνδρομή τους είναι καταλύτης. Οι αμοιβές είναι χαμηλότατες και πλέον μετριούνται βάσει ποσοστών. Έχω αναγκαστεί να κλείσω το μπλοκάκι με τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών διότι ήταν αδύνατον να αντέξω τη φορολογία. Συν τοις άλλοις, πολλές παραστάσεις μου τις έχω χρηματοδοτήσει προσωπικά, είτε με ρευστό, είτε με αντικείμενα προσωπικής συλλογής, είτε με συνεισφορές φίλων. Δεν έχω τη δυνατότητα να πληρώσω τους συνεργάτες μου, πράγμα που με κάνει να αισθάνομαι πολύ άσχημα – βασίζομαι στην καλή τους πρόθεση και την εμπιστοσύνη που δείχνουν στο πρόσωπό μου. Οι πρόβες, οι πολλές ώρες συζητήσεων, συσκέψεων, τα ξενύχτια, η μελέτη, δεν πληρώνονται – είναι σαν να μην υπάρχουν. Οι περισσότερες δουλειές πλέον ξεκινάνε από προσωπική προτροπή, διαφορετικά από στόμα σε στόμα. Η μεγαλύτερη δυσκολία με την οποία έρχομαι συχνά αντιμέτωπος είναι η έλλειψη ευκαιριών. Έχω διάθεση, έχω πάθος, έχω όρεξη, αλλά δεν έχω καμία πόρτα έστω και μισάνοιχτη για να μπορέσω να αποδείξω ποιος είμαι ακόμα και τώρα, που μετά από 20 χρόνια στον χώρο, οι δουλειές μου μιλάνε πριν από εμένα για εμένα. Όπως φαίνεται, όλα είναι θέμα δικτύωσης και γνωριμιών, οι οποίες δυστυχώς απευθύνονται σε μια κλειστή κάστα χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις (γνώσεις, ταλέντο κ.λπ.). Το μέλλον μου δεν μπορώ να το φανταστώ, αλλά το δυστύχημα είναι ότι πλέον δεν μπορώ να το ονειρευτώ. Αγαπώ την τέχνη και δεν είμαι έτοιμος να την εγκαταλείψω, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο και για τη χώρα μου».
Ποσοστό επί των εσόδων: 2-4%
«Το ποσοστό που παίρνoυν συνήθως ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός σε μια "μικρή" παράσταση είναι από 2 έως 4% επί των εσόδων κάθε βραδιάς» λέει ο Σ., ένας νεαρός ηθοποιός που μόλις τέλειωσε τη σχολή και ξεκίνησε πέρσι να συμμετέχει σε παραστάσεις. «Όλοι ζουν από καβάτζες, από τους γονείς, από το σπίτι που νοικιάζουν σε Airbnb, από το DJ-ιλίκι. Τα λεφτά που έβγαλα την περσινή σεζόν ήταν 330 ευρώ και ήμουν από τους τυχερούς. Τους πιο πολλούς νέους ηθοποιούς τους παίρνουν να δουλέψουν αμισθί, εγώ τουλάχιστον έβγαλα τους καφέδες μου. Ακούγονται πολλά, ότι παίρνουν σε θέατρα παιδιά από δραματικές σχολές και φτιάχνουν δύο γκρουπ, ένα που πληρώνεται και ένα που δουλεύει "για την εμπειρία". Είχα τρεις προτάσεις να δουλέψω "για την εμπειρία". Αν δεν είχε προκύψει η πληρωμένη δουλειά, θα έπρεπε αναγκαστικά να επιλέξω από αυτές – πρέπει με κάποιον τρόπο να μπεις στον χώρο και να κάνεις γνωριμίες. Χωρίς γνωριμίες, είσαι χαμένος από χέρι. Δεν ξέρω τι θα κάνω στο μέλλον. Βλέπω από φίλους μου ότι αν έχεις άλλη δουλειά και πρέπει να γεμίζεις ράφια σε σούπερ μάρκετ ή να σερβίρεις σε μπαρ, δεν σου μένει χρόνος να κάνεις αυτό που αγαπάς. Χρειάζεται τις θυσίες της η τέχνη, αλλά δεν ξέρω πόσος χρόνος σου μένει να της διαθέσεις. Η ζωή μου περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στο σπίτι, επειδή δεν έχω λεφτά να βγω. Έχω κουραστεί να βλέπω ταινίες, σειρές και να παίζω παιχνίδια, άντε να πάω και στο σπίτι κάποιου φίλου. Ούτε μποέμ, ούτε καλλιτεχνική ζωή, απλά βαρετή».
Η δημοσιότητα από τον Τύπο, δυστυχώς, δεν μεταφράζεται σε λεφτά, η αναγνώριση είναι μόνο ηθική, άντε να έρθουν και πέντε άγνωστοι να σε δουν στα live. Συνήθως δουλεύεις μόνο με τους φίλους σου.
Η Ι. είναι τραγουδίστρια σε μαγαζί του κέντρου, όχι σε κάποια μεγάλη σκηνή, αλλά είναι από τις τυχερές γιατί δεν αναγκάζεται να κάνει κι άλλη δουλειά για να ζήσει. «Ασχολούμαι με τη μουσική 12 χρόνια, από τότε που τελείωσα το σχολείο» λέει. «Δουλεύω 5-6 φορές την εβδομάδα και ανάλογα με το μαγαζί και την ημέρα, το μεροκάματο κυμαίνεται από 50 ως 80 ευρώ, αν και ποτέ δεν είναι σίγουρα, γιατί αν το μαγαζί δεν έχει κόσμο, ο ιδιοκτήτης μπορεί με μεγάλη ευκολία να σου πει "σόρι, φίλε, βλέπεις και μόνος σου, τα λέμε την άλλη εβδομάδα". Τα έξοδά μου κάθε μήνα, μαζί με την ιδιωτική ασφάλεια που κάνω, γιατί τα ένσημα τα κυνηγάμε με ανιχνευτή χρυσού, είναι γύρω στα 600 ευρώ. Σε έναν μήνα γίνεται η παρουσίαση της πρώτης μου δισκογραφικής δουλειάς, την παραγωγή της οποίας έκανε δισκογραφική. Επίσης, ετοιμάζουμε και τον δεύτερο δίσκο, τον οποίο πληρώνει ένας άλλος παραγωγός. Θεωρώ πως η Αθήνα έχει πολλούς χώρους για live, ανάλογα με τη μουσική που παίζεις. Εγώ ασχολούμαι με το ρεμπέτικο και το λαϊκό και κάθε μαγαζί που ανοίγει θέλει μουσική-κράχτη. Οι μουσικές σκηνές είναι λίγες και δεν πληρώνουν αν δεν είσαι όνομα. Για να πάρεις ένα μεροκάματο της προκοπής πρέπει να πάρεις όποιον γνωστό η άγνωστο έχεις για να έρθει να σε δει. Οι πρόβες, εννοείται, δεν πληρώνονται».
Ο Γ. είναι μουσικός και παραγωγός και κάποτε είχε δική του δισκογραφική εταιρεία. Ασχολείται με ένα είδος που έχει περισσότερη ανταπόκριση στο εξωτερικό απ' ό,τι στην Ελλάδα, έτσι χρειάζεται να κάνει πολλές μετακινήσεις για να βγάλει ένα ικανοποιητικό εισόδημα. «Για κάποιον που ασχολείται με τη μουσική, το να έχει έδρα την Αθήνα, να ζει και να δημιουργεί σε αυτήν ας πούμε ότι δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο» λέει. «Ζω αποκλειστικά από τη μουσική εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά και από πολλά σχετικά με αυτή. Είναι η βασική μου ασχολία. Χρησιμοποιώ το στούντιο όχι μόνο για να κάνω δική μου μουσική αλλά και για παραγωγή και μείξεις σε κομμάτια άλλων καλλιτεχνών, παραγωγές σε διαφημιστικά σποτ, jingles, παίζω μουσική τα βράδια ως DJ. Βγάζω τα προς το ζην δουλεύοντας συνεχώς. Κατά καιρούς έχω κάνει βίντεο και ήχο σε τηλεοπτικές σειρές, έχω κάνει τον courier, τον ηχολήπτη σε διαφημιστικά, τον πωλητή σε δισκάδικα και σε εταιρεία δίσκων, έχω δουλέψει ως βοηθός μάγειρα, ως πωλητής σε χρωματοπωλείο, ως πορτιέρης σε σκυλάδικο (στο Λονδίνο). Αυτήν τη στιγμή το βασικό έσοδο κάθε μουσικού είναι τα live. Οι πωλήσεις των δίσκων μου έχουν βγάλει αρκετά λεφτά, αλλά παραμένουν στα ταμεία των δισκογραφικών που τους κυκλοφόρησαν. Σε προηγούμενους δίσκους, στις "καλές εποχές" πριν από την κρίση, παίζανε και προκαταβολές, τώρα είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ιδιαίτερα αν κινείσαι σε χώρο "ανεξάρτητο". Δεν ξέρω όμως αν μπορεί να υπολογίσει κάποιος τα έσοδα που έχει από έναν δίσκο μόνο από τις πωλήσεις του πλέον. Τα live, το merchandise ή οποιοδήποτε παρόμοιο κέρδος οικονομικό μέσα στην περίοδο που πωλείται ο δίσκος θεωρείται και υπολογίζεται εξίσου ως έσοδο στις μέρες μας. Δεν είμαι μέλος στην ΑΕΠΙ. Είναι μπερδεμένη ιστορία το γιατί δεν είμαι. Είμαι μέλος της PRS στην Αγγλία για τον υπόλοιπο κόσμο και λαμβάνω δικαιώματα από ραδιοφωνικά airplay, live, χρήσεις τραγουδιών κ.λπ. Θεωρώ ότι η Αθήνα έχει πολλούς χώρους για live, λίγοι όμως από αυτούς είναι πραγματικά κατάλληλοι. Ίσως και να έχει μεγαλύτερη παραγωγή και προσφορά απ' ό,τι μπορεί να αντέξει, αλλά αυτό, σε έναν χώρο δημιουργίας, δεν μπορείς να το ελέγξεις. Δεν νομίζω πως υπάρχει καλλιτέχνης που ξεκινά να κάνει κάτι και τα βάζει κάτω σε χαρτί σαν να ανοίγει επιχείρηση. Απλώς κάνει αυτό που του αρέσει και τον εκφράζει. Δεν χτυπάμε ανώτερο επίπεδο τελειότητας στα καλλιτεχνικά στην Ελλάδα, ούτε καν ζούμε σε ένα σχετικά υγιές περιβάλλον για να συμβούν δημιουργικά πράγματα. Δεν βλέπω όμως αυτό να αποτρέπει κανέναν από το να κάνει μουσική – το αντίθετο».
Βαρύ κι ασήκωτο το φορτίο της τέχνης
Ο Κ. είναι νέος συγγραφέας με ένα εξαιρετικό βιβλίο ως πρώτη κυκλοφορία, που είναι ήδη στη δεύτερη έκδοση, ο οποίος ασχολείται πλέον κυρίως με τη συγγραφή. «Εμείς οι συγγραφείς χαϊδεύουμε τους εαυτούς μας ότι κάνουμε κάτι πολύ δύσκολο, κάτι οριακά καταστροφικό, και ότι από αυτή την εντελώς αναπόδεικτη τιτάνια προσπάθεια συνάγεται το συμπέρασμα πως είμαστε τρομερά δυνατοί άνθρωποι που καταφέρνουμε να φέρουμε εις πέρας το βαρύ φορτίο της τέχνης» λέει. «Από την πλευρά μου, πιστεύω ότι το γράψιμο είναι πολύ πιο εύκολο από το να δουλεύεις σε μια αφόρητα επαναληπτική δουλειά 8 ή 10 ή 12 ώρες την ημέρα. Επίσης, το γράψιμο στην Αθήνα είναι σίγουρα πολύ πιο εύκολο από το να γράφεις στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Αφρικής, στη Ρωσία, στη Νοτιοανατολική Ασία, στις αραβικές χώρες και στη Λατινική Αμερική, αν δεν ανήκεις στο ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού της άρχουσας τάξης. Οπότε αισθάνομαι τυχερός. Ατυχία δεν είναι να σε αγνοεί το zeitgeist επειδή κάνεις κάτι που δεν εκτιμάται πια (όπως η λογοτεχνία) αλλά το να ανησυχείς μήπως μια πρόταση από το τελευταίο σου άρθρο ή βιβλίο ή ποίημα εκνευρίσει ένα υψηλόβαθμο στέλεχος σε κάποιο υπουργείο και δώσει την εντολή να εξαφανίσουν εσένα και την οικογένειά σου σε μια αόρατη φυλακή. Γράφω για τα προς το ζην, δουλεύοντας ως υπάλληλος γραφείου, ενίοτε και κουβαλητής. Έφτασα 38 χρονών για να γίνω, εν μέρει τουλάχιστον, χειρώνακτας και χαίρομαι πολύ γι' αυτό. Δεν ζω από το γράψιμο, ούτε και νομίζω ότι μπορεί να ισχύσει αυτό για τους περισσότερους. Δεν υπάρχει η απαραίτητη αγορά που θα στηρίξει κάτι τέτοιο. Σίγουρα υπάρχουν συγγραφείς που το καταφέρνουν, αλλά αυτοί είναι υποχρεωμένοι να γράφουν ένα βιβλίο τον χρόνο, μπορεί και παραπάνω, και χρησιμοποιούν καθημερινά το Facebook, συντηρώντας ένα κοινό από το οποίο αντλούν αναγνώστες. Tα πράγματα δεν ήταν ποτέ πολύ διαφορετικά. Ίσως τη δεκαετία του '90 να δόθηκε η ψευδαίσθηση σε μερικούς ότι μπορούν να ζήσουν έτσι, αλλά κάτι τέτοιο γρήγορα φάνηκε ότι δεν ίσχυε. Μπορεί παλιότερα να ήταν κάπως πιο εύκολο να εκδώσεις. Σήμερα μερικοί εκδότες έχουν αρχίσει να ζητούν τη χρηματοδότηση της έκδοσης, κάτι που αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας για έναν νέο συγγραφέα – άσε που με αυτό τον τρόπο καταργείται ο λόγος ύπαρξης του εκδότη, που από κλειδοκράτορας γίνεται απλός τυπογράφος και διανομέας. Χωρίς να είμαι ειδικός, τα ποσοστά που παίρνει ένας νέος συγγραφέας από τις πωλήσεις του βιβλίου του κυμαίνονται σε ένα πολύ στενό φάσμα, από 10% μέχρι 14%, αν και υποθέτω ότι η Λένα Μαντά θα παίρνει αρκετά παραπάνω».
«Είμαι αρκετά χρόνια στον εκδοτικό χώρο (είκοσι χρόνια από το πρώτο βιβλίο) και δεν αντιμετωπίζω τα ίδια προβλήματα με έναν νέο συγγραφέα που επιθυμεί να εισέλθει στα εκδοτικά σήμερα, υπό καθεστώς βαθιάς κρίσης στον χώρο του βιβλίου» προσθέτει ο Χ.Χ., συγγραφέας. «Μιλώντας πάντως για τα οικονομικά, η ενασχόληση με τη γραφή συνεπάγεται τα συνήθη για την πλειονότητα των συγγραφέων: χαμηλές αμοιβές, καθυστέρηση πληρωμών, ασυνέχεια στο εισόδημα, ετεροαπασχόληση. Βιοπορίζομαι από τη γενικότερη ενασχόληση με τη λογοτεχνία, αλλά όχι αποκλειστικά από τα δικαιώματα των βιβλίων: διδάσκω δημιουργική γραφή, επιμελούμαι κείμενα, συμμετέχω και αναλαμβάνω την επιμέλεια λογοτεχνικών εκδηλώσεων στο εξωτερικό. Η συγγραφή από μόνη της πολύ δύσκολα μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Στις λίγες περιπτώσεις που αυτό συμβαίνει, η συγγραφή (έστω και αν είναι αποκλειστική εργασία) συμπληρώνει μια έτσι κι αλλιώς καλή οικονομική αφετηρία (οικογενειακή, περιουσιακή, εισόδημα από άλλες πηγές κ.λπ.). Ως συγγραφέας δεν μπορεί κανείς να ασφαλιστεί στην Ελλάδα. Το επάγγελμα δεν είναι κατοχυρωμένο. Η κατάσταση για τους νεοεισερχόμενους συγγραφείς είναι πολύ δύσκολη: εκδίδονται λιγότεροι τίτλοι, η μη-είσπραξη δικαιωμάτων είναι συχνότατη, πολλά βιβλία εκδίδονται, με τους νέους συγγραφείς να αποποιούνται την είσπραξη δικαιωμάτων, τα σημεία υποδοχής ενός νέου βιβλίου (σε εφημερίδες, περιοδικά, ΜΜΕ) είναι σαφώς λιγότερα από πριν, τα μη-εμπορικά είδη (ποίηση, δοκίμιο, μικρή φόρμα) είναι σε ακόμα δυσχερέστερη μοίρα και οι συγγραφείς συχνά χρηματοδοτούν οι ίδιοι με άμεσο ή έμμεσο τρόπο (αγορά αντιτύπων) την έκδοση. Γενικά μιλώντας, τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει κανείς είναι υψηλότερα από πριν».
Στην Αθήνα υπάρχουν μόνο κλίκες τέχνης και πάρα πολύ λίγες που ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Και για να μπεις σε αυτές θα πρέπει να πουλήσεις πολλά (αν όχι όλα) τα κομμάτια της ψυχής σου, άρα να μην κάνεις τελικά αυτό που θες και που είσαι.
«Ο χώρος της τέχνης και των γραμμάτων ήταν πάντα μικρός στην Αθήνα, από την ίδρυση του κράτους» λέει ο Β., εικαστικός. «Οι περισσότεροι καλλιτέχνες έπρεπε να είναι καλωδιωμένοι με παρέες και τάσεις στο εξωτερικό, ειδικά με την Ευρώπη και την Αμερική. Τώρα έχουμε την αίσθηση ότι το δίκτυο μας έχει φέρει πιο κοντά με τον κόσμο κι αυτό κάνει καλό στο ηθικό. Ζω αποκλειστικά από την τέχνη μου, χάρη στο ότι έχει πολλές εφαρμογές. Δουλειές όμως είναι δύσκολο να πάρεις, δύσκολο να τις κάνεις και δύσκολο να τις πληρωθείς. Ασφάλιση έχω, την κρατώ με χίλια ζόρια γιατί έχω οικογένεια. Υπάρχουν δυσκολίες, εξωτερικές κι εξωτερικές. Και οι μεν και οι δε είναι δεδομένες. Νομίζω ότι η δυσκολία να πληρωθεί ένας καλλιτέχνης είναι η πιο μεγάλη από τις εξωτερικές δυσκολίες. Αυτό που είναι να κάνει ένας καλλιτέχνης, θα το κάνει. Κι αν κάτι δεν γίνεται εδώ, θα το προσπαθήσει σε μια άλλη χώρα. Το έχω ζήσει από πρώτο χέρι. Δεν μπορεί κανείς να σταθεί εμπόδιο, αν θέλεις να κάνεις κάτι που το αγαπάς. Τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα από πλευράς δυνατοτήτων, πληροφόρησης, μετακινήσεων, καμιά σχέση με πριν από τριάντα χρόνια. Η υπερπαραγωγή και η εξ αυτής αβεβαιότητα είναι βέβαια το τίμημα που πληρώνουμε. Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις έξω, σ' ένα τρομακτικό χάος. Θέλει ψυχραιμία και υπομονή. Δουλεύω ή χασομεράω στη δουλειά πολλές ώρες. Δεν βγαίνω συχνά. Βλέπω ελάχιστους φίλους. Τι μου δίνει δύναμη να συνεχίσω; Το ένστικτο της επιβίωσης. Δεν μπαίνει θέμα στάσης. Θα γίνει μόνο του, όταν το αποφασίσει η φύση».
«Οι συνθήκες για κάποιον που ασχολείται με τα εικαστικά στην Αθήνα είναι πάρα πολύ δύσκολες, συνήθως τόσο δύσκολες, που αναγκάζεσαι να τα παρατήσεις» προσθέτει ο Ν.Κ., ζωγράφος. «Υπάρχει μεγάλος αριθμός καταπληκτικών ταλέντων που χάνονται στον δρόμο, όχι μόνο από οικονομικής άποψης. Οι ζωγράφοι παραδοσιακά είναι μόνοι τους στην Ελλάδα, άρα πιο ευάλωτοι στις πιέσεις. Αν μάλιστα είσαι γυναίκα (που είναι και η πλειονότητα που βγαίνει από τις σχολές) και κάνεις και παιδιά, τότε οι πιθανότητες να επιβιώσεις στην τέχνη σου είναι μηδαμινές. Εργάζομαι ως δάσκαλος ζωγραφικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Μου προσφέρει ένα αξιοπρεπές και σταθερό εισόδημα και τουλάχιστον κάνω αυτό που είμαι και σπούδασα, όχι κάτι εντελώς άσχετο, όπως σερβιτόρος και μπάρμαν. Έχω δουλέψει στην εστίαση, ως κούριερ, κι έχω κάνει αρπαχτές, όπως εκκλησιαστικό βιτρό, ζωγραφική σε μπαρ σε αραιά χρονικά διαστήματα, ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής και άλλα πολλά. "Αν δεν τα 'χει ο μπαμπάς σου, σε γκαλερί δεν μπαίνεις" έλεγε η δασκάλα μου στην ΑΣΚΤ. Και στην Ελλάδα οι γκαλερί είναι πάρα πολύ λίγες και απευθύνονται σε μια πολύ μικρή και πολύ κακής ποιότητας ελίτ. Αν δεν πληρώσεις από την τσέπη σου, έκθεση δεν μπορείς να κάνεις. Μια έκθεση για να στηθεί έχει πάρα πολλά έξοδα, και τα έργα, για να γίνουν, τετραπλάσια έξοδα. Εκτός αν είσαι όνομα, οπότε η σχέση αναποδογυρίζει. Και μπούρδα να είναι το έργο, μπορεί να κάνει και 7.000 ευρώ και να μπει και σε μουσείο. Στην Αθήνα υπάρχουν μόνο κλίκες τέχνης και πάρα πολύ λίγες που ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Και για να μπεις σε αυτές θα πρέπει να πουλήσεις πολλά (αν όχι όλα) τα κομμάτια της ψυχής σου, άρα να μην κάνεις τελικά αυτό που θες και που είσαι. Τα περισσότερα λεφτά που έχω βγάλει σε έναν χρόνο από αρπαχτές και όχι από τα έργα μου είναι 3-4.000 ευρώ. Η μεγαλύτερη δυσκολία που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι η πολυδιάσπαση από αυτά με τα οποία έχεις συνολικά να ασχοληθείς. Το να μην μπορείς να αφοσιωθείς τελικά στο πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής σου, που είναι η τέχνη σου, αυτό που αγαπάς, υπηρετείς και, το κυριότερο, γουστάρεις – πολύ σημαντική λέξη στην τέχνη. Για έναν νέο καλλιτέχνη η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι εντελώς αποτρεπτική. Αν δεν μπορείς να ζήσεις και να τροφοδοτήσεις τη συνέχεια της τέχνης σου, αναγκάζεσαι να κάνεις και κάτι άλλο. Είσαι στο 60% της ανεργίας στην Ελλάδα».
Δον Κιχώτες σε μια πόλη «αναλφάβητων» επιστημόνων
«Το οικονομικό ήταν πάντα πρόβλημα για τους καλλιτέχνες του θεάτρου στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα» λέει ο Φ., χορευτής. «Αυτό που θεωρώ πρόβλημα μεγάλο και όχι μόνο στον δικό μου χώρο είναι η εκμετάλλευση της ανάγκης να ζήσεις, που ίσως σε οδηγήσει σε αθλίως αμειβόμενες εργασίες, σχεδόν εξαναγκαστικές, μόνο και μόνο για να υπάρχεις. Έχω ακόμα τη χαρά να λέω ότι ζω από τη δουλειά μου. Για να έχω αυτή την πολυτέλεια, να ζω δηλαδή από τον χορό και το θέατρο, κάνω πολλά μαθήματα. Αυτό μου αρέσει πολύ και μου δίνει ένα κάπως πιο σταθερό εισόδημα. Επιπλέον, συμμετέχω σε αρκετές παραγωγές κάθε χρόνο και συνήθως ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει πολλές, πάρα πολλές ώρες δουλειάς και κούρασης και τραυματισμών. Υπάρχουν ελάχιστοι που ακόμα σέβονται τον κόπο και την εργασία και προσπαθούν να κρατήσουν ένα επίπεδο στις αμοιβές, να πληρώσουν τις πρόβες και να ασφαλίσουν τους καλλιτέχνες τους. Υπάρχει και η περίπτωση των νέων δημιουργών και καλλιτεχνών που δεν έχουν χρήματα να στήσουν μια παραγωγή. Εκεί βοηθάμε και αμισθί! Δουλειά βρίσκω με όλους τους πιθανούς τρόπους. Η οντισιόν είναι μια γνωριμία που μπορεί να εξελιχθεί σε συνεργασία και η γνωριμία μια οντισιόν στην οποία θα πρέπει να αποδείξεις την αξία σου. Δικτυώνεσαι με τον χρόνο, την ενεργή ύπαρξή σου στον χώρο, τη συμπεριφορά σου στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι και την αξία σου. Αυτή βέβαια είναι η δική μου άποψη. Από την άλλη, τίποτα δεν είναι μόνιμο. Αν υπολόγιζα τα λεφτά που έχω βγάλει τα τελευταία χρόνια, θα απογοητευόμουν. Θυμάμαι μόνο πως πριν από την κρίση υπήρχαν περίοδοι που συμμετείχα σε δύο παραγωγές κι έκανα και μαθήματα και ξεπερνούσα μηνιαίως το τριχίλιαρο. Τώρα δεν βγάζω ούτε το ένα τρίτο (όταν υπάρχει δουλειά). Όμως σε αυτό το επάγγελμα υπάρχουν και υπήρχαν πάντα μεγάλα διαστήματα "ξηρασίας", οπότε, ακόμα κι αν υπάρξουν κάποια χρήματα μαζεμένα, εξανεμίζονται όταν έρθει η ώρα που δεν θα υπάρχει δουλειά».
«Η ζωή για κάποιον καλλιτέχνη στην Αθήνα είναι δονκιχωτική» λέει ο Α.Β., εικαστικός. «Με το ποσοστό αναλφάβητων βασικής εκπαίδευσης στα ύψη και των αναλφάβητων επιστημόνων –δηλαδή αυτών που δεν ξανάνοιξαν βιβλίο σχετικό με τη δουλειά τους μετά την αποφοίτηση– τα εικαστικά είναι ψιλά γράμματα για τους πολίτες αυτής της χώρας και τη στρατιωτική δομή της παιδείας. Ασχέτως του αν οι φοιτητές της ΑΣΚΤ προ κρίσης ήταν οι ακριβότεροι του κράτους –κοστίζαμε περίπου 1.500 ευρώ κάθε μήνα–, είμαστε μια διακόσμηση σε εφημερίδες, όπως προ κρίσης, σε άσχετα άρθρα. Το κράτος θα έπρεπε να με βοηθάει να βγάλω τουλάχιστον αυτά που ξόδεψε για μένα, όχι να με επιδοτεί, αυτό είναι fashion φασισμός. Για να ζήσω έχω κάνει κατά καιρούς τον δάσκαλο σχεδίου, τον δάσκαλο ιστορίας της τέχνης, τον ηθοποιό, τον σκηνογράφο, τον βοηθό σκηνοθέτη, τον γκαλερίστα, τον γραμματέα, τον εκδότη, τον δοκιμιογράφο, τον βιβλιογράφο, τον εικονογράφο, τον ντίλερ, προσεχώς ψήστης. Από λεφτά, στο χέρι δεν είδα ποτέ κάτι περισσότερο από την αξία των υλικών στο ετήσιο σύνολο, αλλά μόνο και μόνο το ερώτημα "πόσα βγάζεις;" με καταρρακώνει γιατί πρέπει να αναστοχαστώ τελικά το ζητούμενο ετήσιο εισόδημα – να μην υπολογίσω συνολικό κόστος σπουδών, υλικών κ.λπ. σε σχέση με σύνολο εσόδων όλων των χρόνων: πανωλεθρία!»