AΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΦΑΝΦΑΝΗ
«Τον χειμώνα δεν φεύγω από 'δω. Το καλοκαίρι μπορεί να βγω μία ή δύο εβδομάδες στο χωριό. Έχω φτάσει 33 χρονών και περπατώ μέσα στο Δέλτα μόνος μου, από μικρό παιδάκι. Έντεκα χρονών πήρα πρώτη φορά τη βάρκα κι έφερα κόσμο για να τον κάνω βαρκάδα. Και με εμπιστεύονταν, παρόλο που ήμουν παιδί», λέει ο Θανάσης Καμηλάρης, νομάς ψαράς, κυνηγός και ειδικός του Δέλτα. Ζει στη δική του καλύβα, στην οποία μεγάλωσε με τον πατέρα του, την επέκτεινε και έστησε εκεί τον μικρόκοσμό του. Σήμερα ζει με τη σύντροφό του την Ντίνα από την Αλεξανδρούπολη που δουλεύει το καΐκι, με το οποίο του φέρνει προμήθειες. «Στο Δέλτα του Έβρου δεν είναι απλά τα πράγματα» εξηγεί. «Είναι 98.000 στρέμματα, μια έκταση που για να την κάνουμε περιμετρικά θέλουμε περίπου τέσσερις ώρες με τη βάρκα. Έρχεται ο κυνηγός για τρεις-τέσσερις μέρες και χωρίς εμάς δεν μπορεί να κάνει βήμα. Αν τον αφήσουμε εδώ, δεν θα ξέρει πού να περπατήσει. Μπορεί να πέσει στον βάλτο και να μην μπορεί να βγει. Είναι και οι καιρικές συνθήκες πολύ δύσκολες. Όταν παγώνει το ποτάμι περπατάμε πάνω στον πάγο ως το αυτοκίνητο. Αυτό δεν το κάνει ο καθένας. Υπάρχουν Αθηναίοι κυνηγοί που όταν ακούν ότι θα περπατήσουμε πάνω στον πάγο, μαζεύουν τα πράγματα και φεύγουν εκείνη τη στιγμή! Κάποιοι νομίζουν ότι είμαστε τρελοί. Αυτή είναι η ζωή μας και δεν το κάνουμε για εμπόριο. Το κάνουμε για να ζήσουμε. Για 'μένα το να βγαίνω βράδυ για ψάρεμα στο Δέλτα χωρίς φακό είναι όπως όταν πας εσύ στο σπίτι σου στην τουαλέτα το βράδυ, χωρίς να ανάψεις φως. Και το ψάρεμα εδώ είναι εξαντλητική δουλειά. Δεν πας, βγάζεις ψάρια και φεύγεις. Έχει δόλωμα, μάζεμα, ξεψάρισμα, νετάρισμα. Μια διαδικασία συνεχής και επίπονη». Δείχνει με περηφάνια τα δίχτυα του και τα νταούλια του με το τσιγάρο στο στόμα και το ένα χέρι στην τσέπη, και εξηγεί όλη τη διαδικασία. Το τοπίο θυμίζει εγκαταλελειμμένο μοτέλ κάπου στην Αριζόνα. Ακούγεται ο ήχος μιας βάρκας και ξαφνικά, μπροστά σε μια καλύβα στα χρώματα της παραλλαγής, βλέπουμε μια παρέα με κυνηγετικά όπλα και το θήραμα. Είχαν φύγει από τις έξι το πρωί και σε λίγο μεσημεριάζει. Τα λουκάνικα μπαίνουν στην ψησταριά, τα ποτά βγαίνουν και η παρέα μάς κερνά. «Αυτοί είναι οι γείτονές μου» λέει ο Θανάσης.
Η καλύβα του Θανάση είναι εξελιγμένη. Έχει γεννήτρια απ' όπου παίρνει το ρεύμα και δεξαμενή με βρόχινο νερό για όλες τις δουλειές του σπιτιού. Έχει ένα δωμάτιο, έναν προθάλαμο και κουζίνα, ενώ η τουαλέτα είναι φτιαγμένη έξω, λίγο πιο πάνω από την προβλήτα. Στο κεντρικό δωμάτιο υπάρχει ψυγείο, τηλεόραση, στερεοφωνικό και μια πετρελαιόσομπα στη μέση. Ένα μπουζούκι είναι κάπου κρεμασμένο για να παίζει όποιος κάνει κέφι, ενώ κιάλια συναντά το μάτι σου παντού. Φωτογραφίες από παρεΐστικα ψαρέματα και κυνήγια περιστοιχίζουν το δωμάτιο και για καθεμιά έχει να πει μια δυνατή ιστορία.
Ο Θανάσης έχει έρθει πολλές φορές σε ρήξη με τους οικολόγους για τη δουλειά που κάνει. «Κανείς στην περιοχή δεν είναι πιο οικολόγος από μένα» λέει. Ξέρει να ξεχωρίζει όλα τα είδη πουλιών με γυμνό μάτι, όλα τα χόρτα και τα ζουζούνια και, σίγουρα, δεν κάνει κάτι παράνομο. Η αλήθεια είναι πως ό,τι κι αν συμβεί σε μεγάλη έκταση στην περιοχή το γνωρίζει πρώτα ο ίδιος.
Το Δέλτα του Έβρου εκτείνεται σε 400.000 ελληνικά στρέμματα και επιτηρείται από τον Στρατό. Είναι ένας μαγικός υδροβιότοπος, όπου μπορείς να δεις ποικιλία σπάνιας χλωρίδας και πανίδας και να ζήσεις σαν πρωταγωνιστής σε περιπετειώδη καναδέζικη ταινία – απ' αυτές που ελαφοκυνηγοί και παρατηρητές αρκούδας καταφτάνουν στην ξύλινη προβλήτα με βάρκες και υδροπλάνα και κατευθύνονται σε καλύβες όπου πίνουν ζεστό καφέ για να ξεκουραστούν πριν στρωθούν στη δουλειά. Στη δική μας περίπτωση, οι καλύβες είναι φτιαγμένες από λαμαρίνα και ξύλο και ξεκίνησαν να χτίζονται το '57, με καλάμια εξωτερικά και επένδυση με σάζι και νάιλον. Σήμερα ξεπερνούν τις 160. Είναι προσβάσιμες μόνο αν ναυλώσεις την ειδική ξύλινη ποταμίσια βάρκα που θα σε πάει εκεί, ακολουθώντας συγκεκριμένη πορεία μέσα στο νερό, και συνθέτουν ένα ζωντανό χωριό που μοιάζει με πλωτό. Ο οδηγός μπορεί να αποφύγει ξέρες και βούρκους, περνώντας μέσα από ατελείωτα κανάλια με καλαμιές, φλαμίνγκο και άλλα είδη πουλιών, ήμερα ή αρπακτικά, που αναπαύονται ανέμελα, αλλά και αυτοσχέδιες παγίδες για Ιταλούς κάβουρες. Οι καλύβες είναι καλά εξοπλισμένες και φιλοξενούν κόσμο όλο τον χρόνο. Το καλοκαίρι για να ψαρέψουν κέφαλους, λαβράκια και χέλια, και τον χειμώνα για να κυνηγήσουν αγριόπαπιες σε συγκεκριμένα σημεία, όπου το επιτρέπει το Δασαρχείο Αλεξανδρούπολης.
Ο Θανάσης έχει έρθει πολλές φορές σε ρήξη με τους οικολόγους για τη δουλειά που κάνει. «Κανείς στην περιοχή δεν είναι πιο οικολόγος από μένα» λέει. Ξέρει να ξεχωρίζει όλα τα είδη πουλιών με γυμνό μάτι, όλα τα χόρτα και τα ζουζούνια και, σίγουρα, δεν κάνει κάτι παράνομο. Η αλήθεια είναι πως ό,τι κι αν συμβεί σε μεγάλη έκταση στην περιοχή το γνωρίζει πρώτα ο ίδιος.
Γύρω μας οι εκβολές του ποταμού Έβρου είναι παγωμένες. Πουλιά περπατούν άφοβα πάνω στον πάγο και αγελάδες βόσκουν χωρίς επιτήρηση, αλλά προσεκτικότατα δίπλα του. Αν παρατηρήσεις καλά, βλέπεις ξεφούσκωτες πλαστικές βάρκες που χρησιμοποιούν οι μετανάστες για να περάσουν στην Ελλάδα από την Τουρκία. Είναι πολλές και σε κάνουν να φαντάζεσαι κρυμμένες ιστορίες απόγνωσης. Ειδικά όταν το θερμόμετρο δείχνει μείον κι εσύ μετά βίας ζεσταίνεσαι με μπουφάν μέσα στο 4x4. Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες τα τελευταία χρόνια είναι -14, -15 – παλιά είχαν δει και χειρότερα. Το κρύο είναι τσουχτερό και ο Θανάσης με την Ντίνα είναι ντυμένοι με ισοθερμικά ρούχα, με στολές παραλλαγής. Η ενιαία στολή του Θανάση καταλήγει σε λαστιχένιες μπότες, μήπως χρειαστεί να μπει αιφνίδια στο νερό. Οι αγριόπαπιες πετούν σε σμήνη στον ουρανό.
«Αυτή είναι πρωινή» λέει ο Θανάσης όσο οδηγεί προς την καλύβα και δείχνει το σημείο όπου έχει ξεβραστεί μια ξεφούσκωτη βάρκα που μετέφερε μετανάστες. «Τους βλέπετε;» ρωτάω. «Και να περνάνε και να πνίγονται», μου απαντάει για να συνεχίσει: «Οχτακόσια άτομα ξένα φέρανε για να φυλάξουν το Δέλτα. Αν έρχονταν σ' εμένα και μου έλεγαν "πάρε τα λεφτά που παίρνει ο ένας από αυτούς", δεν θα περνούσε ούτε κουνούπι. Και πάλι, βοηθώ την Αστυνομία και τον Στρατό όσο μπορώ. Μπαίνουν μέσα και χάνονται. Με παίρνουν τηλέφωνο και με κατατοπιστικές οδηγίες τους βγάζω από τον λαβύρινθο». Η πιο φρικιαστική εμπειρία του στο Δέλτα ήταν όταν, παιδάκι, είδε τον πατέρα του να ανεβάζει τα δίχτυα μπροστά του, με ένα κομμένο κεφάλι μπλεγμένο ανάμεσά τους. Ήταν ενός λαθρομετανάστη που αποκεφαλίστηκε βάναυσα από Τούρκους διακινητές και ξεβράστηκε στον δρόμο τους. Αυτές είναι σκηνές που δεν σβήνουν από τη μνήμη σου ποτέ.
Όταν σουρουπώνει, το κρύο γίνεται ανυπόφορο. Πρέπει να είσαι συνηθισμένος σε τέτοιες θερμοκρασίες για να το αντέξεις, αλλιώς πρέπει να αποσυρθείς στη ζεστασιά της πετρελαιόσομπας. Η παρέα του Θανάση και των φίλων του είναι ωραία και πραγματικά περνάς καλά εδώ, έστω κι αν κάνεις απλώς τουρισμό. Σε κάποια φάση ψάχνω τον Θανάση, και τον παίρνω στο κινητό. Με εκπλήσσει που το ringtone στο τηλέφωνό του παίζει το «Σαν έρθει η μέρα» του Stavento. «Είναι ο Αλεξανδρουπολίτης μουσικός που αγαπάει όλη η Ελλάδα κι εδώ τον γνωρίζουμε σαν πρώην κάμεραμαν για την τοπική τηλεόραση» λέει. «Δικός μας».
σχόλια