Για μία νέα κοινωνική τάξη στην Ελλάδα, τους «working poor» (εργαζόμενους φτωχούς), κάνει λόγο σε δημοσίευμά του το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.
Το ρεπορτάζ αφορά τις σοβαρές παρενέργειες από τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Αναφέρεται συγκριμένα στην πληθυσμιακή ομάδα εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι ενώ έχουν εργασία είναι φτωχοί. Πρόκειται για μορφωμένους νέους, με σπουδές και προσόντα, αλλά με αποδοχές που μόλις φτάνουν για να καλύψουν το φαγητό τους.
Οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται το δημοσίευμα έχουν ονοματεπώνυμο. Είναι η 24χρονη Στέλλα Αντωνίου, μπαργούμαν με σπουδές στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, με μισθό μόλις 240 ευρώ, ο 27χρονος Γιώργος Γεωργιάδης, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα αλλά με αποδοχές 15 ωρών, και ο 30χρονος Μάρκος Καρύδης, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή, και μισθό 490 ευρώ, καθώς και η 35χρονη Δέσποινα, που έχει σπουδάσει σχέδιο μόδας και μηχανική υπολογιστών και εργάζεται σε εταιρία security, 6 ημέρες την εβδομάδα με μισθό 624 ευρώ.
Ο δημοσιογράφος του Spiegel σημειώνει: «Το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα που μόλις τους φτάνει για να ζήσει. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά του παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερο από το μεσαίο μισθό... Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ».
Στις αιτίες αυτής της εξέλιξης, το Spiegel συγκαταλέγει τη χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας που επέβαλαν οι πιστωτές της Ελλάδας. «Η χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο», επισημαίνει στο δημοσίευμά του το περιοδικό. «Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25. Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%. Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα, γνωρίζοντας ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι».
To Spiegel σημειώνει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν. Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».
Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά το κόστος ζωής. «Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη».
Με πληροφορίες από Deutsche Welle, Spiegel, ΑΠΕ-ΜΠΕ