Ανεβαίνοντας από το ακρωτήριο Ταίναρο και το Πόρτο Κάγιο την Προσηλιακή (όπως λένε οι ντόπιοι τη δεξιά πλευρά του ποδιού) Μέσα Μάνη, ο δρόμος σε περνάει από τη Λάγια. Χωριό παραδοσιακό, με καφενείο, πλατεία και εκκλησίες. Κάποτε ζούσαν 2.000 άνθρωποι εδώ, ήταν το κέντρο της ευρύτερης περιοχής του Ταινάρου. Πλέον ερημώνει, όπως τα περισσότερα χωριά, κι απ' ό,τι μας λένε στο καφενείο, οι μόνιμοι κάτοικοι είναι περίπου 40, μισοί Έλληνες μισοί ξένοι.
Λίγο πιο κάτω από την πλατεία και το σημερινό καφενείο, σε ένα από τα πρώτα σπίτια του χωριού πάνω στον δρόμο, βλέπουμε το «Καφενείον των Κυνηγών».
Μπαίνοντας, ο κυρ Μπέης μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις. Το βλέμμα πέφτει κατευθείαν στα εκατοντάδες αντικείμενα που βρίσκονται στους τοίχους: ζωγραφιές, σχολικές φωτογραφίες, κάδρα, αναμνηστικά κι αποκόμματα εφημερίδων καλύπτουν σχεδόν τα πάντα.
Ο ίδιος δεν είναι κυνηγός, είχε ελαιοτριβείο, ασχολιόταν με αλεύρια και το μαγαζί είχε γίνει στέκι, «εδώ μαζευόντουσαν κυνηγοί από όλη την Ελλάδα. Τώρα το κυνήγι τελείωσε, δεν υπάρχει κανένα πουλί». Και το μαγαζί είναι κλειστό, αλλά ο ίδιος μένει εκεί ακόμη – πού να πάει;
Μας ζητάει συγγνώμη που είναι καθιστός και μας ενημερώνει ότι δυστυχώς τα τελευταία χρόνια το καφενείο δεν το λειτουργεί γιατί έχει πρόβλημα με τη μέση του, «πάνω που έφτιαξα το πόδι, χάλασε η μέση, μόνο με το μπαστούνι μπορώ να σταθώ όρθιος», αλλά μπορούμε να σερβιριστούμε ό,τι θέλουμε από το ψυγείο ή να ψήσουμε καφέ.
Τον ρωτάμε για τις τοιχογραφίες και το όνομα του καφενείου. Ο ίδιος δεν είναι κυνηγός, είχε ελαιοτριβείο, ασχολιόταν με αλεύρια και το μαγαζί είχε γίνει στέκι «εδώ μαζευόντουσαν κυνηγοί από όλη την Ελλάδα. Τώρα το κυνήγι τελείωσε, δεν υπάρχει κανένα πουλί». Και το μαγαζί είναι κλειστό, αλλά ο ίδιος μένει εκεί ακόμη – πού να πάει;
Τις τοιχογραφίες τις έχει κάνει ένας από τους γιους του, ο γλύπτης και ζωγράφος Πέτρος Γεωργαρίου. Με καμάρι μας μιλά και για τις υπόλοιπες δουλειές του γιου του, τις αγιογραφίες στις εκκλησίες, τις προτομές, «τώρα έφτιαξε έναν Λεωνίδα και τον έστειλε στην Αυστραλία».
Όση ώρα μιλάμε ταυτόχρονα παρακολουθεί τηλεόραση και σχολιάζει. Ανησυχεί ότι θα του πάνε την αγροτική σύνταξη στα 120 ευρώ. «Είστε νέοι. Αν θέλετε να με ακούσετε, μην ασχοληθείτε ποτέ με τα πολιτικά, μην μπλέκεστε πουθενά, παρατήστε τους! Είναι όλοι στο ίδιο κόλπο, στο ίδιο θρανίο καθόντουσαν, τώρα μας έβαλαν και τούτον εδώ να φαίνεται ότι κάτι αλλάζει. Τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ! Σ' το λέω εγώ, όλα είναι φτιαχτά, τόσα χρόνια τσάμπα, τι βουνά, λαγκάδια, μάχες, τόσες σφαίρες φάγαμε για το τίποτα».
Μας ρωτά για τη Μάνη, αν μας αρέσει και πού μείναμε. Τους ξέρει όλους, με τα μικρά τους ονόματα, θυμάται τα πάντα με πλήρη διαύγεια. Με βλέπει που φωτογραφίζω ένα αναμνηστικό της Αντίστασης και ξεκινά τις ιστορίες – πόλεμοι, εμφύλιος, βεντέτες. Μιλά με πολλή στεναχώρια για τον Εμφύλιο, ευτυχώς στο χωριό του δεν αλληλοχτυπήθηκαν.
«Έφυγα για να πάω εναντίον του εχθρού, να τσακώνεσαι με τον Γερμανό εντάξει, κατακτητής είναι, όχι να σκοτώνομαι με τους συγγενείς και τους χωριανούς μου. Γιατί δεν μπορούμε να παραδώσουμε τα όπλα, να ενωθούμε και να αγαπηθούμε, έλεγα».
Στο καφενείο της πλατείας μαθαίνουμε ότι έχει φτάσει τα 90, η γυναίκα του πέθανε πριν λίγα χρόνια, έχει πέντε παιδιά και 14 εγγόνια, περιμένει και δισέγγονο. Για τον κύριο Βασίλη Γεωργαρίου, τον Μπέη, άπαντες στη Λάγια αλλά και γενικότερα στη Μάνη αναφέρονται με σεβασμό και συμπάθεια.
«Εύχομαι καλή επιστροφή να έχετε στην Αθήνα και αν σας βγάλει ο δρόμος να ξαναπεράσετε. Να μην τρέχετε γιατί οι δρόμοι εδώ είναι επικίνδυνοι, είναι γεμάτοι στροφές».
Εις το επανιδείν λοιπόν.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 4.4.2015
σχόλια