«Να 'σουνα, φιλάρα, στον καφενέ του Κόττα, τη δεκαετία του '80, να δεις μεγαλεία...» ξεκινά τη συζήτηση ένας παλιός θαμώνας του μαγαζιού, «...να 'βλεπες λιμουζίνες, κούρσες εξάπορτες να στριμώχνονται μέσα στα Γύφτικα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα. Να 'βλεπες τον Ιόλα, με το γουνάκι του να καθαρίζει το χώμα του δαπέδου για να χορέψει ο Τσαρούχης ζεϊμπέκικο. Κι όταν έβρεχε, το έδαφος λάσπωνε και ρίχναμε πριονίδι... Οι χορευτές... τα μπατζάκια τους γέμιζαν πριονίδι... οπόταν, αν πήγαιναν μετά από δω σε άλλα κέντρα, το πριονίδι τούς πρόδιδε – είχαν περάσει από του Κόττα».
Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει η αφήγηση του Γιώργου Πίττα για τον θρυλικό καφενέ του Κόττα, σταθμό στη νυχτερινή ζωή της Πάτρας, που στέκει ακόμα στον συνοικισμό της Αγίας Αικατερίνης, στο πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο Τα Καφενεία της Ελλάδας (Κοιλάδα Λευκών, 2013). Μια προσεκτική καταγραφή των 80 (από τα συνολικά 200 που επισκέφτηκε) ωραιότερων και πιο αυθεντικών καφενείων της Ελλάδας, η οποία, συνοδευόμενη από τις μικρές ιστορίες τους, φωτογραφικό υλικό, την ιστορική εξέλιξη του καφέ και των καφενείων μέσα στον χρόνο και πολλές ακόμα χρήσιμες πληροφορίες, συνθέτει την αφήγηση αναφορικά με το τι είναι καφενείο.
Τα καφενεία και οι ταβέρνες και τα πανηγύρια είναι χώροι όπου η κοινότητα σφυρηλατεί την ενότητά της, δημιουργούνται σχέσεις ανθρώπινες, υπάρχει ροή πληροφοριών, συναισθημάτων, αγαθών.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που ήρθε να προστεθεί στην Αθηναϊκή Ταβέρνα (Ίνδικτος, 2009) και στα Πανηγύρια στο Αιγαίο(Κοιλάδα Λευκών, 2011), ολοκληρώνοντας έτσι μια άτυπη τριλογία. «Mε τα Καφενεία κλείνω ένα κομμάτι που έχει σχέση με την κοινωνική ζωή στον δημόσιο χώρο. Έναν χώρο με πολλά δρώμενα και καταστάσεις, ειδικά των αντρών. Και τα καφενεία και οι ταβέρνες και τα πανηγύρια είναι χώροι όπου η κοινότητα σφυρηλατεί την ενότητά της, δημιουργούνται σχέσεις ανθρώπινες, υπάρχει μια ροή πληροφοριών, συναισθημάτων, αγαθών» μου λέει ο κ. Πίττας, εξηγώντας την απόφασή του να γράψει αυτό το βιβλίο.
Αλλά τι πραγματικά συμβολίζει το καφενείο για την ελληνική κοινωνία; «Το καφενείο είναι ένας καθαρά αντρικός χώρος. Τώρα, βέβαια, έχουν αλλάξει όλα. Αλλά μέχρι τα τέλη του 1980 τα καφενεία ήταν τοπόσημα της περιοχής, γιατί οι άντρες δεν πήγαιναν εκεί μόνο για αναψυχή, για να πιουν μόνοι τους τον καφέ τους ή το ουζάκι με την παρέα τους, αλλά αποτελούσαν και χώρους όπου μεταδίδονταν όλες οι πληροφορίες του τόπου: αν κάποιος αρρώστησε, αν κάποιος χρειάζεται ανθρώπους να δουλέψουν γι' αυτόν, αν κάποιος έβγαλε προϊόντα και θέλει να τα πουλήσει.
Εκτός, όμως, αυτού, ήταν και ένας χώρος που έφερνε σε επαφή την ανδρική κοινωνία με τον έξω κόσμο. Και αυτό γινόταν με το πρώτο τηλέφωνο που εμφανίστηκε στο καφενείο, το πρώτο ραδιόφωνο, το πρώτο τζουκμπόξ, την πρώτη τηλεόραση στην οποία έβλεπαν τον "Άγνωστο Πόλεμο". Στο καφενείο ερχόταν ο κινηματογράφος. Εκεί έστηναν τα πανιά και τη μηχανή και πρόβαλλαν την ταινία. Το ωραιότερο καφενείο της Ελλάδας, το Πανελλήνιον στην Άμφισσα, εκεί όπου γύρισε ο Αγγελόπουλος το 1976 μία σκηνή από την ταινία Ο Θίασος, είναι ένα καφενείο 300 μέτρων και σε μία πλευρά του υπάρχει η σκηνή του θεάτρου, όπου τα μπουλούκια ή οι θίασοι από την Αθήνα έπαιζαν θέατρο. Στο καφενείο θα ερχόταν και ο βουλευτής για να δώσει προεκλογικές υποσχέσεις και να μαζέψει ψήφους. Το καφενείο ήταν χώρος διασκέδασης, πολιτικών ζυμώσεων, τα πάντα».
Για τα κριτήρια επιλογής των καφενείων που συμπεριλήφθηκαν στο συγκεκριμένο βιβλίο έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες: η αισθητική των χώρων, τα καθίσματα, η ατμόσφαιρα, τα ιστορικά στοιχεία, ο ρόλος του καφετζή, ο καφές, που πρέπει να είναι ελληνικός και η τιμή του να μην ξεπερνά το ένα-ενάμιση ευρώ, ακόμα και το αν στη μέση έχουν «φουφού». «Γιατί είναι πιο ενδιαφέρον να υπάρχει η "φουφού" τον χειμώνα; Διότι, αν έχεις θέρμανση, είναι άπλετη. Αν έχεις όμως "φουφού", μαζεύονται όλοι γύρω της. Μυρίζει, άρα βάζεις τη φύση μέσα. Έχεις τη φωτιά, την αναδεύεις. Πάνω στη σόμπα βάζεις κάστανα, βάζεις σούμα, κρασί, ρακί με μέλι και πίνεις. Δημιουργεί μια ζεστή ατμόσφαιρα» εξηγεί ο κ. Πίττας. Aπό το βιβλίο απουσιάζουν παντελώς τα αθηναϊκά καφενεία, κυρίως γιατί οι περισσότεροι ωραίοι χώροι έχουν καταστραφεί αλλά και γιατί στην Αθήνα δεν είναι τόσο έντονο το στοιχείο της γειτονιάς, όπως στην επαρχία. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να γίνει μια μελέτη κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όσο για το τι θα απογίνουν αυτοί οι χώροι σε λίγα χρόνια, είναι ξεκάθαρος: «Όλα είναι θέμα στρατηγικής. Νομίζω πως αν φτιαχτεί ένα δίκτυο παραδοσιακών καφενείων, το οποίο θα προβληθεί και θα πιστοποιηθεί, ίσως δοθεί λύση». «Μήπως, όμως, οι καφετέριες είναι η μετεξέλιξη των καφενείων;» τον ρωτάω και μου απαντά δίχως δεύτερη σκέψη. «Δεν είναι ωραίες. Δεν έχουν ιστορία, μνήμη. Αν έρθει ένας ξένος τουρίστας και πάει σε έναν τόπο και θελήσει να φάει ή να πιει τον καφέ τον ελληνικό με το λουκουμάκι ή το ουζάκι του, θα προτιμήσει να πάει στην καφετέρια; Δηλαδή, η καφετέρια είναι ένας χώρος στον οποίο μπορείς να προβάλεις το περιβάλλον, το κλίμα της Ελλάδας; Η καφετέρια εκπροσωπεί έναν άλλον κόσμο». Ίσως ο κ. Πίττας έχει δίκιο, μπορεί να βρεθεί λύση και τα καφενεία διατηρηθούν. Ίσως πάλι σε λίγα χρόνια να εξαφανιστούν και να καταλήξουν απλώς κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Ό,τι κι αν γίνει, μάλλον δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος από τα λόγια (όπως αυτά καταγράφονται στο βιβλίο) του Ναπολέοντα Ζαγκλή, τριακοστού πρώτου κατοίκου του χωριού Καλαρρύτες στα Τζουμέρκα και ιδιοκτήτη ενός αυθεντικού καφενείου-παντοπωλείου. «Εδώ ο χρόνος διαστέλλεται, ζεις τη ζωή. Έρχονται αρκετοί επισκέπτες, Έλληνες και ξένοι, για να θαυμάσουν τις ομορφιές του τόπου. Το καλοκαίρι ζωντανεύει το χωριό. Τον χειμώνα τα λέμε μεταξύ μας».
σχόλια