Ο 22χρονος Αντώνης είναι ανάμεσα σε εκείνους που επέζησαν από την πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών με τη μετωπική σύγκρουση δύο τρένων.
«Το τηλέφωνό μου χτύπησε γύρω στις 23:30. Ήταν ο Αντώνης, που με καλούσε από έναν άγνωστο αριθμό. Μου είπε "μπαμπά έχει συμβεί ένα φοβερό ατύχημα. Έχω εγκλωβιστεί και γύρω μου βλέπω μόνο φλόγες"», λέει ο πατέρας του νεαρού, Γιώργος Κατεχάκης στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Ο 22χρονος γιος του, τριτοετής φοιτητής στα ΤΕΦΑΑ του ΑΠΘ, ταξίδευε το βράδυ της Τρίτης με το μοιραίο τρένο της γραμμής «Αθήνα – Θεσσαλονίκη». Το εισιτήριό του ήταν στο δεύτερο βαγόνι, στη θέση 95.
«Μόνο από θαύμα θα μπορούσε κανείς να βγει ζωντανός από τα τρία πρώτα βαγόνια», έλεγαν όσοι επιβάτες κατάφερναν να βγουν ασφαλείς από τα πίσω βαγόνια του τρένου και ο Αντώνης ήταν ανάμεσα στους επιζώντες.
«Θυμάμαι ότι είχα πάει στο κυλικείο για να πάρω ένα σάντουιτς. Έπιασα κουβέντα με τους εργαζόμενους του τρένου που, όπως πάντα, ήταν πολύ ευγενικοί και αμέσως μετά γύρισα στη θέση μου. Πέρασαν λίγα λεπτά, όταν ακούστηκε το πρώτο “μπαμ”. Ενας νεαρός που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, έπεσε πάνω μου και με χτύπησε με δύναμη στο μάτι», θυμάται προσθέτοντας πως ακριβώς μετά από αυτό ένιωσε ένα ακόμη δυνατό χτύπημα.
«Ενστικτωδώς, έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπο για να προστατευτώ. Για λίγη ώρα, όσο είχα κλειστά τα μάτια, αισθανόμουν ότι κάναμε κύκλους. Μπροστά μου αντίκρισα φλόγες και συντρίμμια. Είδα φιγούρες να καίγονται και άκουγα δυνατές κραυγές. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αφού ήμουν ζωντανός, έπρεπε να αντιδράσω για να σωθώ. Δεν ήθελα να πάθω κάτι για να μην προκαλέσω πόνο στους δικούς μου».
«Μοναδική διέξοδος το παράθυρο»
«Με τους δύο συνεπιβάτες που μόλις είχα γνωρίσει, σκεφτήκαμε ότι μοναδική μας διέξοδος ήταν το παράθυρο πάνω από τη θέση μας, το οποίο ήταν ήδη σπασμένο. Η πρώτη μας κίνηση ήταν να χρησιμοποιήσουμε τον φακό ενός κινητού για να δούμε αν είμαστε όλοι αρτιμελείς. Είχαμε ήδη περικυκλωθεί από τις φλόγες και δεν είχαμε καμία άλλη επιλογή από το να πηδήξουμε. Η απόσταση από το παράθυρο μέχρι το έδαφος ήταν γύρω στα 2,5-3 μέτρα και το μόνο που μπορούσαμε να δούμε από ψηλά ήταν μία μεγάλη λαμαρίνα. Αποφασίσαμε να πετάξουμε όλες τις βαλίτσες κάτω, ώστε να πέσουμε, όσο γινόταν, στα μαλακά. Για να μικρύνουμε την απόσταση, κρεμαστήκαμε από το βαγόνι και πηδήξαμε. Σε εκείνο το σημείο, είχαμε μαζευτεί πέντε άτομα, ένα κορίτσι και τέσσερα αγόρια. Θυμάμαι ότι εγώ πήδηξα δεύτερος ή τρίτος».
Τελικά, και τα πέντε παιδιά, ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον, κατάφεραν να βγουν από το δεύτερο βαγόνι, μόνο με τραύματα. «Ίσως να ακολούθησαν και άλλοι μετά από εμάς, αλλά δεν το γνωρίζω», λέει ο Αντώνης και περιγράφει τι ακολούθησε.
«Από το σημείο όπου έπεσα, απομακρύνθηκα γύρω στα 100-150 μέτρα. Κάθισα κάτω γιατί είχα εισπνεύσει αρκετό καπνό και ζήτησα το τηλέφωνο ενός συνεπιβάτη για να καλέσω τον πατέρα μου και να του περιγράψω τι είχε συμβεί. Του είπα ότι εκείνη την ώρα δε βλέπαμε κάποια διέξοδο για να βγούμε στο δρόμο. Ευτυχώς, όμως, μέσα στα επόμενα 20 λεπτά έφτασαν οι πυροσβέστες και μάς βοήθησαν να απεγκλωβιστούμε».
Η χειρουργική επέμβαση και η επανένωση με την οικογένεια
Ο 22χρονος βρέθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο λοβό του δεξιού του αυτιού. Στη συνέχεια, νοσηλεύτηκε για δύο βράδια με θλαστικά τραύματα στο κεφάλι, αιμάτωμα και ελαφριά εγκαύματα στην κοιλιά και στα χέρια.
Οι γονείς του που ζουν στην Κύπρο έφτασαν στην Ελλάδα με την πρώτη πρωινή πτήση της Τετάρτης. Από εκείνη την ώρα βρίσκονται κοντά στο παιδί τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν τι έχει συμβεί.
«Από τη στιγμή που τους είδα, νιώθω χαρά και ηρεμία», λέει ο νεαρός επιζών.