Με τις φράσεις «δεν θυμάμαι, είχα θολώσει, τρελάθηκα» απαντούσε στις ερωτήσεις της έδρας η 27χρονη που δολοφόνησε την εν διαστάσει σύζυγο του συντρόφου της τον περασμένο Αύγουστο στο Κορωπί.
Η νεαρή γυναίκα που βαφτίστηκε από τα ΜΜΕ ως «φόνισσα του Κορωπίου», προσπάθησε να εξηγήσει ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες δολοφόνησε την 35χρονη Θεόδωρα Πασπαλά μπροστά στα μάτια των δύο παιδιών της.
Στην απολογία της, η κατηγορούμενη υπέδειξε τον σύντροφό της ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας, καθώς, όπως είπε «ο κύριος αυτός με τα ψέματά του μας διέλυσε».
Η 27χρονη υποστήριξε ότι το σκηνικό ξεκίνησε έξω από το σπίτι του θύματος και ότι η άτυχη Θεοδώρα Πασπαλά ήταν εκείνη που την σταμάτησε, όταν η ίδια περνούσε με το αυτοκίνητό της, στο οποίο είχε μέσα και το ανήλικο αγοράκι της.
Όταν όμως η έδρα ρωτούσε την κατηγορουμένη να πει λεπτομέρειες για τις μαχαιριές που κατάφερε στην άτυχη γυναίκα, η μόνιμη επωδός της ήταν «δεν θυμάμαι, θόλωσα, τρελάθηκα».
Στη συνέχεια η κατηγορούμενη περιέγραψε το έγκλημα χωρίς όμως να δώσει σαφείς απαντήσεις για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα: «Βγήκα έξω από το αυτοκίνητό μου τρέχοντας. Η θανούσα είχε ανοίξει την πόρτα του παιδιού, ήθελε να το χτυπήσει. Το τράβηξα από τα χέρια, με απειλούσε, μου έλεγε θα το σκοτώσει. Για κακή μου τύχη είχα μαζί μου το μαχαίρι, μαζί με άλλα ψώνια που είχα κάνει από το σούπερ μάρκετ. Δεν ξέρω πως αντέδρασε το μυαλό μου εκείνη την ώρα. Το φόρεμα που φορούσα ήταν σκισμένο. Με τράβαγε και εκείνη την ώρα σκέφτηκα το μαχαίρι. Την έσπρωξα και της πήρα το παιδί και το έβαλα στο αυτοκίνητο. Μου τράβαγε τη μπλούζα. Τρελάθηκα, πήρα το μαχαίρι... Με τράβαγε από τη μπλούζα για να βγω. Εγώ είχα βάλει το παιδί μέσα... Πήρα το μαχαίρι, ήταν μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού, κάτω από το κάθισμα».
Σχετικά με το μαχαίρι η 27χρονη υποστήριξε πως όταν αγόρασε το μαχαίρι την προηγούμενη ημέρα του φόνου, ζήτησε ένα μαχαίρι «ξεκοκαλίσματος» γιατί αγόραζε κρέατα για τα παιδιά της από σούπερ μάρκετ και τα ξεκοκάλιζε μόνη.
Η κατηγορουμένη, ξεκινώντας την απολογία της, είπε στο δικαστήριο με τρεμάμενη φωνή: «Δεν ξέρω πώς να αποκαλέσω αυτό τον άνθρωπο (σ.σ. τον 41χρονο εραστή της). Όσο ήμουν με αυτόν δεν έβλεπα τίποτα. Έφυγε από τη ζωή μια γυναίκα. Λυπάμαι πολύ γι' αυτό, μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, έμειναν ορφανά δυο παιδιά. Κατάλαβα μέσα στη φυλακή τι έγινε. Πόσο ζώον ήμουν».
Πρόεδρος: Πώς φτάσατε στο σημείο να πάτε στο σπίτι του θύματος;
Κατηγορουμένη: Δεν είχα πάει στο σπίτι της. Είχα πάρει τηλέφωνο τον Γιάννη και μου είπε ότι δεν ήταν καλά, πως δεν είχε πληρωθεί. Για κακή μου τύχη πέρασα από το σπίτι της.Είχε βγει έξω από το σπίτι η θανούσα, γι' αυτό με σταμάτησε. Με έβριζε, με έλεγε π... ,ότι είναι μαζί με τον Γιάννη, ότι κοιμούνται μαζί. Είπαμε κάποια λόγια, δεν τα θυμάμαι καλά. Μου λέει: «Έχεις και το παιδί μαζί σου; Το φέρνεις εδώ να το δουν και τα δικά μου παιδιά;». Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο λόγος που μου μιλούσε έτσι... Και π.... να ήμουν, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η γυναίκα δεν ήθελε να δει ότι υπήρχαν δυο άλλα παιδιά».
Απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας, η 27χρονη είπε πως, όταν αγόρασε το μαχαίρι, την προηγούμενη μέρα του φόνου, ζήτησε ένα μαχαίρι ξεκοκαλίσματος, γιατί αγόραζε κρέατα για τα παιδιά της από σούπερ μάρκετ και τα ξεκοκάλιζε μόνη της. «Είχα πάει για ψώνια την προηγούμενη ημέρα» είπε στο δικαστήριο. Ωστόσο, όπως προέκυψε, την επομένη ημέρα του φονικού, τα ψώνια βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητό της.
Πρόεδρος: Αφήσατε τα τρόφιμα στο αυτοκίνητο;
Κατηγορουμένη: Δεν τα έβγαλα.
Πρόεδρος: Δηλαδή, από την προηγούμενη ημέρα δεν είχατε βγάλει τα τρόφιμα;
Κατηγορουμένη: Όχι. Πήγα σπίτι μου, είδα τη μάνα μου, δεν θυμάμαι.
Πρόεδρος: Πού είχατε βάλει τα ψώνια;
Κατηγορουμένη: Στο πορτ μπαγκάζ.
Πρόεδρος: Και γιατί το μαχαίρι το είχατε βάλει μπροστά;
Κατηγορουμένη: Γιατί ήταν ένα πράγμα, ένα αντικείμενο και το έβαλα μπροστά.
Πρόεδρος: Την επόμενη μέρα τι κάνατε; Δεν βγήκατε να πάρετε τα ψώνια από το αυτοκίνητό σας;
Κατηγορουμένη: Όχι. Βγήκα την επόμενη και πήγα πάλι σούπερ μάρκετ.
Πρόεδρος: Ενώ είχατε τα ψώνια ακόμη στο αυτοκίνητο, πήγατε πάλι σούπερ μάρκετ;
Κατηγορουμένη: Ναι, πήρα μερικά πράγματα που ήθελε ο κύριος (σ.σ. ο 41χρονος). Μετά ξεκίνησα να πάω στο μαγαζί του...
Πρόεδρος: Φτάνετε λοιπόν στο σπίτι της θανούσης.Όταν σας τράβαγε, όπως λέτε, από την μπλούζα, τι κάνατε;
Κατηγορουμένη: Φώναζα, δεν ξέρω, είχα τρελαθεί. Παλεύαμε, είδε το μαχαίρι, προσπαθούσε να το αρπάξει.
Πρόεδρος: Μα, το μαχαίρι ήταν στη συσκευασία του; Πώς την ανοίξατε; Ήταν συσκευασία κλειστή.
Κατηγορουμένη: Προεξείχε η λαβή. Η θανούσα με τράβαγε.
Πρόεδρος: Πήρατε το μαχαίρι και τι κάνατε;
Κατηγορουμένη: Δεν θυμάμαι.
Πρόεδρος: Τι θυμάστε τότε; Ποια είναι η κίνηση που κάνατε, όταν κρατούσατε το μαχαίρι απέναντι στη θανούσα;
Κατηγορουμένη: Δεν θυμάμαι.
Πρόεδρος: Το αίμα του θύματος βρίσκεται εντός της αυλής του σπιτιού της. Πώς φτάσατε μέχρι εκεί;
Κατηγορουμένη: Αρχίσαμε και παλεύαμε με το μαχαίρι. Η θανούσα φώναζε τα παιδιά της. Φτάσαμε στην αυλή, παλεύοντας και οι δυο μαζί.
Πρόεδρος: Σας τραβούσε η θανούσα;
Κατηγορουμένη: Ναι.
Πρόεδρος: Τι έγινε εκεί;
Κατηγορούμενη: Την χτύπησα -πόσες φορές δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Ό,τι άκουσα, το άκουσα την επόμενη.
Πρόεδρος: Ήταν τα παιδιά της θανούσας στο σπίτι; Τα αντιληφθήκατε;
Κατηγορουμένη: (κλαίει). Ήρθαν προς το τέλος σε ό,τι γινόταν εκεί πέρα.
Πρόεδρος: Όταν χτυπούσατε τη θανούσα με το μαχαίρι είχε πέσει κάτω;
Κατηγορουμένη: Όχι, ήταν όρθια. Εγώ θυμάμαι τον Γιάννη που ήρθε και φώναζε και με τράβηξε μακριά της.
Πρόεδρος: Εσείς τι κάνατε μετά;
Κατηγορούμενη: Πήρα το αμάξι και έφυγα, πανικοβλήθηκα.
Πρόεδρος: Η θανούσα;
Κατηγορούμενη: Ήταν όρθια.
Η 27χρονη υποστήριξε ακόμη ότι «τρελάθηκε», όταν το θύμα, κατά τους ισχυρισμούς της, άρπαξε το παιδί της, που βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο μαζί της. «Όποτε βρισκόμασταν κάπου με έβριζε, με έκανε ρεζίλι».
Πρόεδρος: Μόνο επειδή σας έβριζε την αποφεύγατε;
Κατηγορουμένη: Όχι, ερχόταν τακτικά και στο σπίτι μου. Έβριζε εμένα, έλεγε τα παιδιά μπάσταρδα, μου έλεγε ότι θα σκοτώσει τα παιδιά.
Πρόεδρος: Πόσο συχνά γινόταν αυτό;
Κατηγορουμένη: Ήταν συχνό. Γι' αυτό είχα πάει σε ένα δικηγόρο και είχα πει το πρόβλημά μου και θέλαμε να κάνουμε ασφαλιστικά μέτρα. Ο Γιάννης μου είχε πει ότι είχε βάλει άνθρωπο να με αντιπροσωπεύσει εμένα στο αυτόφωρο και δεν είχε βάλει κανένα. Έμαθα πολλά εδώ που δεν τα ήξερα. Ότι τον απειλούσα, ότι τον έκαψα. Το μόνο πράγμα που δεν μου έχει πει, ότι δεν τον βίασα. Μέχρι τον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης μου δούλευα.Όλο αύριο και αύριο μου έλεγε όταν ζητούσα χρήματα.
Πρόεδρος: Γιατί ήσασταν τόσα χρόνια μαζί;
Κατηγορουμένη: Όταν είσαι ερωτευμένος, βλέπεις; Εγώ τυφλώθηκα.
Πρόεδρος: Δεν ξέρατε ότι είναι παντρεμένος;
Κατηγορουμένη: Όχι, το έμαθα το 2014. Μου είπε: «Θα σου πω κάτι, αλλά δεν θα πανικοβληθείς». Μου είπε ότι δεν έχει πάρει διαζύγιο και ότι μένει τυπικά μαζί με τη γυναίκα του, για τα παιδιά.
Πρόεδρος: Επί τέσσερα χρόνια οι επαφές σας πώς ήταν;
Κατηγορουμένη: Καθημερινές. Τέσσερα χρόνια μου έλεγε ότι έμενε με τη μάνα του.
Πρόεδρος: Έμενε και στο σπίτι σας;
Κατηγορουμένη: Κάποια βράδια έμενε.
Πρόεδρος: Τι κάνατε όταν το μάθατε;
Κατηγορουμένη: Έπεσα από τα σύννεφα. Ήμασταν πολλές ώρες μαζί, με έπαιρνε στο μαγαζί του και καθόμουν. Σκέφτηκα ότι όντως είναι χωρισμένος.
Πρόεδρος: Όταν μάθατε ότι είναι παντρεμένος, τι κάνατε;
Κατηγορουμένη: Του ζήτησα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και μου έλεγε «αύριο».
Στο σημείο αυτό, η κατηγορουμένη άρχισε να φωνάζει και να επιτίθεται λεκτικά στον εραστή της, με αποτέλεσμα η δίκη να διακοπεί για λίγο. «Γιατί δε μου μίλαγες; Γιατί δε με άκουγες, Νικολέτα; Μας διέλυσε ο αλήτης» της είπε ο πατέρας της, που βρισκόταν στο ακροατήριο. «Δε μπορώ μπαμπά μου, συγγνώμη, δεν το ήθελα» ήταν η απάντηση της 27χρονης. «Φύγε ρε αλήτη έξω, κατέστρεψες δυο οικογένειες, κάθαρμα» είπε ο πατέρας της κατηγορουμένης στον 41χρονο Γ. Θεοδωρή.
Όταν το δικαστήριο επανήλθε η εισαγγελέας υπέβαλε ερωτήσεις στην κατηγορουμένη.
Εισαγγελέας: Σας έχει απειλήσει ποτέ η θανούσα;
Κατηγορουμένη: Ναι, μου είχε πει «θα σας σκοτώσω τα μπάσταρδα».
Εισαγγελέας: Αφού σας απειλούσε γιατί σταματήσατε;
Κατηγορουμένη: Εκείνη με σταμάτησε.
Εισαγγελέας: Η θανούσα βγήκε έξω για να σας σταματήσει;
Κατηγορουμένη: Δε μπορώ να ξέρω τι περίμενε. Μπορεί να περίμενε κάτι άλλο.
Εισαγγελέας: Πού να ξέρει ότι θα πάτε εσείς; Πώς σας περίμενε;
Κατηγορουμένη: Δεν ξέρω.
Εισαγγελέας: Το παιδί δεν έπεσε πάνω σας να σας κρατήσει όταν το πήρατε πίσω;
Κατηγορουμένη: Δεν θυμάμαι.
Κλείνοντας την απολογία της, αργά το βράδυ της Πέμπτης, η κατηγορουμένη είπε: «Στενοχωριέμαι πολύ γι' αυτά τα παιδιά... Μακάρι να μπορούσα να έχω φέρει την μητέρα τους πίσω».
Αξίζει να σημειωθεί ότι νωρίτερα την Πέμπτη κατέθεσαν στο δικαστήριο μάρτυρες υπεράσπισης της 27χρονης, οι οποίοι έκαναν λόγο για απειλές που δεχόταν η κατηγορουμένη από το θύμα. Μάλιστα, την χαρακτήρισαν «το πιο ήσυχο παιδί».
σχόλια