«Καταπέλτης» για τον Δημήτρη Λιγνάδη είναι το βούλευμα που αφορά στην απόρριψη της ένστασης ακυρότητας κατά της προδικασίας που είχε υποβάλει ο ίδιος μέσω του δικηγόρου του.
Ο σκηνοθέτης κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στις φυλακές Τρίπολης.
Η εισαγγελική πρόταση προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κάνει λόγο για «εμμονική παραφιλική τάση» αλλά και «σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφότερων των φύλων».
Στο σκεπτικό του βουλεύματός τους, που παρουσιάζει η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», οι δικαστές επικαλούνται υπόθεση ασέλγειας σε βάρος ανήλικου το 1984. Επίσης, περιγράφουν τον Δημήτρη Λιγνάδη ως άτομο με δράση τουλάχιστον 30 ετών. Μάλιστα, η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για «ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή», την οποία στην περίπτωση του πρώτο θύματος χρησιμοποίησε ασκώντας βία και στην περίπτωση του δεύτερου χρησιμοποιώντας ναρκωτικά και αλκοόλ.
Σχετικά με τον τρόπο δράσης του Δημήτρη Λιγνάδη, κατά την εισαγγελέα, ο σκηνοθέτης «έχει εμφανή παραφιλική έφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση, την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεση του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντας τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του».
«Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φίλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπό του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί παράλειψης κλήσης του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων» εξηγεί η εισαγγελέας στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο.
Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο συμφώνησε με την εισαγγελική πρόταση, τονίζοντας στο σκεπτικό του ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης «επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το έτος 1984, όποτε χρονολογείται σήμανση του για σχετιζόμενο με την γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου αδίκημα και έως το έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, προσέγγισε ανήλικους και γενικά άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατονομάζομενων στην δικογραφία και πλήθος άλλων». «Στοιχείο της προσωπικότητας του» χαρακτηρίζουν οι δικαστές την επί σειρά ετών παραβατική συμπεριφορά του σκηνοθέτη, κάνοντας λόγο για «μεθοδευμένη δράση».
Αναφερόμενοι στα θύματα, εξηγούν, ότι ο σκηνοθέτης «εκμεταλλευόμενος την αδυναμία τους και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητα του, την ρητορική του δεινότητα, και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύση και θέση κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου αν θέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεων του».
Οι δικαστές έκριναν ότι ήταν ορθή η άμεση άσκηση δίωξης «αφού η μεθοδευμένη αυτή δράση του αιτούντος την επανειλημμένη τέλεση υποδεικνύει σταθερή ροπή του προς την διάπραξη αυτού του είδους των εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, στοιχείο το οποίο δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί, ούτε κατά το χρόνο που θα διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και θα καλούνταν για εγγραφές εξηγήσεις».