Τον Αύγουστο που μας έρχεται συμπληρώνονται δώδεκα χρόνια από την προβολή του τελευταίου επεισοδίου της σειράς Six Feet Under που είχε χωθεί για τα καλά κάτω από το δέρμα πολλών εξ ημών των θεατών που είχαν ταυτιστεί με τις υπαρξιακές και συναισθηματικές αναζητήσεις των μελών της οικογένειας Φίσερ, η οποία έμοιαζε να βρίσκεται μονίμως σ΄ ένα λυκόφως ήπιας κατάθλιψης με φόντο ένα Λος Άντζελες απαλλαγμένο από όλα τα συνήθη στερεότυπα που το έχουν συνοδέψει κατά καιρούς στις οθόνες. Από τότε αναζητείται εναγωνίως από πολλούς νοσταλγούς εκείνου του τόσου ελκυστικού mood, μια διάδοχη κατάσταση σε οποιοδήποτε πλαίσιο, καμία όμως σειρά δεν έχει καταφέρει να αποδώσει τόσο αποτελεσματικά σύγχρονους καημούς και αρχαίες λαχτάρες όπως το δημιούργημα του Alan Ball. Εκτός από μία - κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα - και πιστεύω ότι είναι πραγματικά κρίμα που μέσα στο χάος και στο hype της σύγχρονης τηλεοπτικής παραγωγής, κάποια τέτοια διαμάντια συχνά πλέον περνάνε κάτω από τα ραντάρ των media. Και δεν πρόκειται για κάποιο ωριαίο «δράμα» αλλά για ημίωρη κωμωδία καταστάσεων, κομεντί, «δραμωδία» που λένε στην Αμερική.
Οι νευρώσεις και τα μετα-τραυματικά σύνδρομα πάσης φύσεως κυριαρχούν στις συμπεριφορές των κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι προσπαθούν να υπερβούν τα εμπόδια που τους έχει βάλει η ανατροφή τους και ο ναρκισσισμός τους, αλλά κάποιες στιγμές εγκαταλείπουν τα προσχήματα, εξαντλημένοι από τα ατέλειωτα ναρκοπέδια που συναντά κανείς μπροστά του στο σύγχρονο πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων
Πρόκειται για το αγαπημένο Casual που μπήκε - χαμηλότονα και με αυτό το γλυκόπικρο υπομειδίαμα που χαρακτηρίζει συχνά τις εκφράσεις των πρωταγωνιστών του – στον τρίτο κύκλο του, φέροντας πλέον αυτή την ώριμη αυτοπεποίθηση που όλο ξεγλιστρά από τον Άλεξ (30-κάτι, δημιουργός πρώην επιτυχημένης ιστοσελίδας για online dating), την μεγάλη αδελφή του Βάλερι (40, ψυχοθεραπεύτρια, προσφάτως διαζευγμένη από τον άντρα της που την άφησε για μικρότερη) και την έφηβη κόρη της Λόρα που συγκριτικά μοιάζει πιο ψύχραιμη και συγκροτημένη απ' όλους, ασχέτως αν ψήθηκε μια νύχτα να χτυπήσει ένα φριχτό τατού με διάφορα emoji και τώρα ψάχνει τα (πολλά) λεφτά που απαιτούνται για να το σβήσει. Όλα αυτά σ' ένα περιβάλλον αστικής ευμάρειας, περιστασιακών τάσεων και πολλαπλών αδιεξόδων και προβλημάτων «πρώτου κόσμου» στο Λος Άντζελες, ενώ οι συνειρμοί με το Six Feet Under ενισχύονται και από την γκεστ παρουσία της ηθοποιού Φράνσις Κονρόι, που παίζει κι εδώ τη Μαμά αλλά αντίθετα από την συντηρητική και ταλαιπωρημένη Ρουθ, η Ντον εδώ είναι αιώνιο ελεύθερο (και ανεύθυνο) πνεύμα και παιδί των λουλουδιών.
Οι νευρώσεις και τα μετα-τραυματικά σύνδρομα πάσης φύσεως κυριαρχούν στις συμπεριφορές των κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι προσπαθούν να υπερβούν τα εμπόδια που τους έχει βάλει η ανατροφή τους και ο ναρκισσισμός τους, αλλά κάποιες στιγμές εγκαταλείπουν τα προσχήματα, εξαντλημένοι από τα ατέλειωτα ναρκοπέδια που συναντά κανείς μπροστά του στο σύγχρονο πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων (φιλικών, γκομενικών, οικογενειακών, επαγγελματικών). Κάποια στιγμή, ο Άλεξ συναντά μετά από ένα γιόγκα session μία γνωστή tτου που παίζει και δεν παίζει κάτι (είναι πάντα πολύπλοκο) κι αυτή τον προσκαλεί να πάνε σινεμά ή/και φαγητό το βράδυ. Η αντίδραση του είναι τυπική της αυτοκαταστροφικής παραίτησης που τακτικά τον διακρίνει: «Κανονικά ναι θα έλεγα, αλλά είσαι αληθινό άτομο και η σκέψη και μόνο της οικειότητας, ή οτιδήποτε πέρα από μια νύχτα άμυαλου σεξ, με διαλύει.». «Στο υπαρξιακό επίπεδο, πάντα», προσθέτει. Ας μην συμπεράνει κάποιος από το παραπάνω ότι οι χαρακτήρες της σειράς ξερνάνε αδιακρίτως πνευματώδεις, κυνικές, μοιρολατρικές και pretentious ατάκες εκτός πλαισίου όπως σε πολλές σύγχρονες τηλεοπτικές κομεντί. Ο πόνος τους είναι αληθινός και οι φαρσικές – και συχνά ξεκαρδιστικές - μέχρι να σκεφτείς ότι άνετα μπορούν να συμβούν και σε σένα - καταστάσεις που τους συμβαίνουν είναι κωμικοτραγικές (με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό) και σπανίως ελαφραίνουν το αβάσταχτο βάρος της μοντέρνας «εικονικής» ύπαρξης, όπου οι προσδοκίες τρέφονται και ματαιώνονται καθημερινά σαν τα likes στα social media.
σχόλια