Το 2017 μπορεί να θεωρηθεί χρονιά - μεταίχμιο για την ισχυρή «χειραφετητική» παρουσία γυναικείων χαρακτήρων σε τηλεοπτικές σειρές πάσης φύσεως. Η κατοχή του Λευκού Οίκου από έναν τύπο σαν τον Τραμπ και η υπόθεση Γουάινσταϊν σαφώς και ενίσχυσαν την τάση με αποτέλεσμα να επικρατεί έντονος συνωστισμός στη λίστα με τις πιο δυναμικές και πολυσύνθετες ηρωίδες της τηλεοπτικής χρονιάς. Πιο πρόσφατη είσοδος σ' αυτό το φετινό πάνθεον «μεγαλύτερων από τη ζωή» γυναικών, αποτελεί η «Υπέροχη κυρία Μάιζελ» στην ομώνυμη σειρά της Έιμι Σέρμαν – Παλαντίνο με θέμα την διείσδυση μιας νεαρής μεγαλοαστής Νεοϋρκέζας Εβραίας (έχει μεγάλη σημασία για το κοινωνικό πλαίσιο αλλά και το χιούμορ της σειράς) το 1958 στον υπόγειο και απολύτως ανδροκρατούμενο κόσμο της μόλις τότε ανερχόμενης stand up κωμωδίας.
Η δημιουργός της σειράς έχει χαράξει εδώ και χρόνια τη δική της γλυκιά, απαλή πλην διεισδυτική χειραφετητική γραμμή στο χώρο της τηλεοπτικής αφήγησης, με βαθιά αγαπητές σειρές όπως το Gilmore Girls, και το The Marvelous Mrs. Maisel εκ πρώτης όψεως συγκεντρώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός προϊόντος με τη σφραγίδα Sherman-Palladino: μια επίμονη και αδιαπραγμάτευτα ανεξάρτητη γυναικεία πρωταγωνίστρια, έναν δυσλειτουργικό αλλά στοργικό εν τέλει οικογενειακό περίγυρο και βέβαια μπόλικους ασυγκράτητους, σπιρτόζους διαλόγους – που κατά τόπους πέφτουν σαν ριπές πολυβόλου – που συχνά παραπέμπουν έμμεσα στο ύφος της Ντόροθι Πάρκερ (η εταιρεία παραγωγής της Σέρμαν – Παλαντίνο φέρει την ονομασία «Dorothy Parker Drank Here» - H Ντόροθι Πάρκερ έπινε εδώ).
Είναι ευτύχημα που η σειρά που δεν παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό της – όπως τόσες άλλες που γλιστράνε εύκολα στον βλοσυρό διδακτισμό – παραμένοντας στα όρια της ελαφράς αλλά καθόλου ελαφρόμυαλης κομεντί που πετάει σπίθες στο πέρασμά της.
Η χρονική περίοδος και το φόντο της σειράς επιτρέπουν κάποιους παραλληλισμούς με το Mad Men - σαφώς η αναπαράσταση εποχής, τα ντεκόρ και τα κουστούμια αποτελούν σημαντικό πόλο έλξης – το ύφος και το γενικό mood όμως απέχουν πολύ από τους δραματικούς τόνους και την υποβλητική ατμόσφαιρα της αείμνηστης σειράς. Εδώ πρόκειται για μια σειρά με σβέλτο και ανάλαφρο πάτημα, στα όρια του μιούζικαλ σχεδόν – οι περισσότερες σκηνές μοιάζουν να έχουν κυριολεκτικά χορογραφηθεί - ενώ το Μανχάταν (είτε πρόκειται για το «σφιγμένο» Upper West Side είτε για το εναλλακτικό / μποέμικο downtown) απεικονίζεται ως ένα απέριττο στις λεπτομέρειες αλλά συνθετικό και πασπαλισμένο με χρυσόσκονη σκηνικό.
Πρωταγωνίστρια της σειράς είναι η 26χρονη ραγδαία ανερχόμενη ηθοποιός Ρέιτσελ Μπρόσναχαν (πέρσι έπαιξε τη Δεισδαιμόνα στο Μπρόντγουεϊ) που είχε ανασηκώσει πολλά φρύδια με μια από τις ελάχιστες πραγματικά αξιομνημόνευτες ερμηνείες του House of Cards και εδώ ενσαρκώνει με πάθος και μεταδοτικό ενθουσιασμό τον χαρακτήρα της Μίριαμ («Μιτζ») Μάιζελ μιας Εβραίας Πολυάννας στο τεχνικολόρ Μανχάταν του 1958. Ο προνομιακός βελούδινος κόσμος της συντρίβεται από το πρώτο επεισόδιο ακόμα όταν ο επίσης νεαρός αλλά πολύ πιο αδύναμος και ανασφαλής σύζυγος της, Τζόελ – ο οποίος δουλεύει ως ημιαργόμισθο υψηλό στέλεχος στη δουλειά του πατέρα του και κάποια βράδια εκτονώνει το χόμπι του για την μποεμία και την stand up κωμωδία εμφανιζόμενος με αποτυχία στη σκηνή του Gaslight Café – κάνει δεσμό με τη γραμματέα του και την εγκαταλείπει με δύο παιδιά και τόνους γκρίνιας από αμφότερα τα εβραϊκά σόγια.
Ώσπου ένα βράδυ, απηυδισμένη από τα ζόρια που της επιφυλάσσει ο ρόλος της νεαρής άνεργης μεσοαστής ζωντοχήρας νοικοκυράς, και ύστερα από κάμποσα ποτήρια κρασί, βρίσκεται η ίδια τρικλίζοντας στο σανίδι του ιστορικού κλαμπ, ξερνώντας (χαριτωμένα και νόστιμα, πάντα) έναν απολαυστικό και «πιπέρι στο στόμα» μονόλογο: «Όλες αυτές οι μαλακίες που λένε για τα εβραιοκόριτσα στην κρεβατοκάμαρα; Παραμύθια. Υπάρχουν Γαλλίδες πόρνες στο προάστιο του Μαραί που λένε κοκκινίζοντας, 'άκουσες αυτό που έκανε η Μιτζ στα αρχίδια του Τζόελ χθες το βράδυ;'». Πριν το καταλάβει, έχει γνωρίσει τον κωμικό Λένι Μπρους λίγο πριν γίνει διάσημος και κυρίως διαβόητος για την πρωτοποριακή και αγρίως αιρετική σάτιρά του, ενώ διαπιστώνει ότι «το έχει» τελικά και η ίδια σ' αυτό το παράξενο και εντελώς ανυπόληπτο τότε πεδίο έκφρασης, προς έντονη φρίκη των γονιών της.
Οι φρίκες συνεχίζονται και στην πορεία αυτής της ιδιότυπης και πρωτοποριακής καριέρας που επέλεξε η ηρωίδα, αλλά ποτέ δεν βαραίνουν πραγματικά τη διαδικασία της αφήγησης που καλπάζει με ταχείς, ευοίωνους ρυθμούς και ατάκες που εκφέρονται απνευστί. Είναι ευτύχημα που η σειρά που δεν παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό της – όπως τόσες άλλες που γλιστράνε εύκολα στον βλοσυρό διδακτισμό – παραμένοντας στα όρια της ελαφράς αλλά καθόλου ελαφρόμυαλης κομεντί που πετάει σπίθες στο πέρασμά της. Οι σπάνιες στιγμές σιωπής και περισυλλογής φτάνουν πάντως καλοδεχούμενες ως μοχλός αποσυμπίεσης από το στακάτο τέμπο, όπως όταν η Μιτζ κοιτάζει το είδωλό της το βράδυ στον καθρέπτη μετά τον χωρισμό, συνειδητοποιώντας με ένα μίγμα ανακούφισης και θλίψης ότι δεν χρειάζεται πια να περιμένει να αποκοιμηθεί ο άντρας της για να κάνει τη μάσκα ομορφιάς που θα έβγαζε πριν αυτός ξυπνήσει το πρωί για να την βρει φρέσκια πλάι του.
σχόλια