«Τορόντο, 1843. Η δεκαεξάχρονη καμαριέρα Γκρέις Μαρκς δικάζεται για την εν ψυχρώ δολοφονία του αφεντικού της Τόμας Κίνεαρ και της οικονόμου και ερωμένης του Νάνσι Μοντγκόμερι. Ο "συνένοχός" της, ο σταβλίτης Τζέιμς ΜακΝτέρμοτ, οδηγείται στην κρεμάλα κι εκείνη τιμωρείται με ισόβια. Δεκαέξι χρόνια μετά, ο δόκτωρ Σάιμον Τζόρνταν, πρωτοπόρος ψυχίατρος και αυθεντία σε θέματα αμνησίας, οδηγεί βήμα βήμα την Γκρέις σ' ένα συγκλονιστικό ταξίδι στο παρελθόν: ο δρόμος της ξενιτιάς από την Ιρλανδία στον Καναδά, ο θάνατος της μητέρας της, η σημαδιακή φιλία της με την άτυχη υπηρέτρια Μαίρη Γουίτνι. Και πάνω απ' όλα, η κρίσιμη ώρα του διπλού φονικού, θαμμένη στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού της. Είναι τελικά μια μοιραία γυναίκα, μια ψυχρή δολοφόνος, η προσωποποίηση του Κακού; Ή μήπως ένα αδύναμο και άβουλο θύμα στα χέρια του αχαλίνωτου Τζέιμς ΜακΝτέρμοτ;».
Αυτή είναι μια γενική σύνοψη του βιβλίου της Μάργκαρετ Άτγουντ «Το άλλο πρόσωπο της Γκρέις», όπως εμφανίζεται στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης που κυκλοφόρησε πριν από μια εικοσαετία, ένα χρόνο μετά την αγγλική.
Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της επιφανούς – ειδικά φέτος – Καναδής συγγραφέως που γίνεται την χρονιά που διανύουμε τηλεοπτική σειρά, μετά την «Ιστορία της Καμαριέρας» (The Handmaid's Tale), ενώ η ίδια η Άτγουντ αποκάλυψε πρόσφατα ότι άλλα δύο βιβλία της βρίσκονται στα αρχικά στάδια της τηλεοπτικής τους «ανάπτυξης».
Εκ πρώτης όψεως μάλιστα φαίνονται να παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες – η κεντρική ηρωίδα και στα δύο είναι μια νεαρή γυναίκα που είναι θύμα αλλά εν δυνάμει και τιμωρός της πιο βάναυσης πατριαρχίας – παρότι το ένα διαδραματίζεται σ' ένα ρετροφουριστικό κοντινό μέλλον ενώ το «Alias Grace» είναι βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία, που συγκλόνισε τον Καναδά στα μέσα του 19ου αιώνα.
Υπάρχουν πολλές διαφορές όμως ύφους και διαχείρισης της ιστορίας, με πιο σημαντική το ότι εν προκειμένω έχουμε μια αυτοτελή μίνι σειρά (έξι επεισόδια των 45 λεπτών) χωρίς προοπτική συνέχειας και «franchising» του τίτλου, η οποία συνεπώς δεν κινδυνεύει να γίνει σίριαλ πολλαπλών κύκλων όπως το Handmaid's Tale, ξεχειλώνοντας έτσι προς πάσα κατεύθυνση την ουσία του πρωτότυπου υλικού στο οποίο βασίστηκε.
Η σειρά, η οποία είναι παραγωγής του καναλιού CBC (της Καναδικής δημόσιας τηλεόρασης δηλαδή) με συνέταιρο - χορηγό το Netflix που την «στριμάρει» για τον υπόλοιπο πλανήτη, αποτελεί έμπνευση και δημιουργία της σπουδαίας ηθοποιού/ συγγραφέως / σκηνοθέτριας Σάρα Πόλεϊ που έγραψε και το σενάριο, ενώ την σκηνοθεσία υπογράφει η Μαίρη Χάρον, γνωστή για το «I Shot Andy Warhol» και κυρίως για την κινηματογραφική μεταφορά του «American Psycho».
Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά με επίγραμμα το ποίημα υπ' αριθμόν 69 της Έμιλι Ντίκινσον: «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Θάλαμος - για να είναι στοιχειωμένος / δεν χρειάζεται να είναι Σπίτι / το μυαλό έχει Διαδρόμους – που υπερβαίνουν τον Υλικό Χώρο ...».
Αμέσως μετά εμφανίζεται η Γκρέις (την υποδύεται με συγκεντρωμένη εμμονή η ταλαντούχα ηθοποιός Σάρα Γκέιντον) σ' ένα αφηγηματικό μοντάζ να συλλογίζεται τη φήμη της ως περιβόητης «φόνισσας»: «Η λέξη 'φόνισσα' μοιάζει θαμπή και καταπιεστική όπως τα νεκρά λουλούδια σ' ένα βάζο, ενώ η λέξη 'φονιάς' ακούγεται στεγνά κτηνώδης, σαν τον ήχο σφυριού που χτυπά το μέταλλο. Θα προτιμούσα να είμαι 'φόνισσα' παρά 'φονιάς' αν αυτές ήταν οι μόνες επιλογές».
Είναι μια πρώτη προφανής ένδειξη της κατεύθυνσης του βιβλίου (και της σειράς κατ' επέκταση) προς μια διαχρονική κριτική και καταγγελία της κατάχρησης εξουσίας (ακόμα και στη γλώσσα) των αντρών εις βάρος των γυναικών καθώς και της έμφυλης (αλλά και της ταξικής) βίας, με φόντο τη βικτωριανή εποχή σε σέπια, μουντές και δυσοίωνες αποχρώσεις. Ας μη βιαστεί να συμπεράνει κανείς ότι πρόκειται για αφηγηματικό κήρυγμα διδακτικής υφής: πέρα από το ιδεολογικό υπόβαθρο, η σειρά λειτουργεί έξοχα ως δράμα δωματίου – στις σκηνές όπου η Γκρέις, ως άλλη, κοινωνιοπαθής Σεχραζάντ, περιγράφει, λέγοντας μισές αλήθειες, τη ζωή της και τους διαδρόμους του μυαλού της, στον πρωτοπόρο για την εποχή ψυχίατρο – αλλά και ως αστυνομικό θρίλερ όπου πρέπει να διαλευκανθεί τελικά τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη μοιραία, αιματηρή μέρα.
Όχι ότι η ίδια η Γκρέις είναι διατεθειμένη να βοηθήσει σ' αυτό. Το κενό αλλά διαπεραστικό της βλέμμα αποκρύβει κάθε απόπειρα διείσδυσης στα τραύματα, τα κίνητρα και τις προθέσεις της, που μοιράζεται μόνο με μας αλλά σπανίως με όσους την αντιμετωπίζουν ως «αντικείμενο νοσηρής περιέργειας». Έξτρα μπόνους της σειράς (ειδικά για τους οπαδούς του Καναδού μαιτρ του «σωματικού τρόμου»), η παρουσία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ σ' έναν χαρακτηριστικό ρόλο.
σχόλια