O Ερίκ Ρομέρ, που δήλωνε πως έκανε σινεμά επειδή δεν θα μπορούσε να γράψει τις ιστορίες του τόσο καλά ως μυθιστορήματα, αλλά επέμενε ότι οι ταινίες του δεν είναι λογοτεχνικές, υπήρξε ο πιο ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης από τα παιδιά της nouvelle vague, ακολουθώντας εξαρχής τον δικό του προσωπικό δρόμο, όταν άλλοι χρειάστηκαν τη φόρμα του είδους και τα παιχνίδια μαζί της, ώσπου να φτάσουν εκεί.
Σε στιγμές αρκετά διαλογικό, με τον φιλμικό χρόνο να συμπίπτει συχνά με τον πραγματικό, (μεγαλο)αστούς ήρωες και θεματολογία ως επί το πλείστον ανθρωποκεντρική, το σινεμά του είναι από εκείνα που αρκούν λίγα λεπτά παρακολούθησης ώστε να αναγνωρίσεις την υπογραφή.
Η φιλμογραφία του είναι μοιρασμένη σε επιμέρους κεφάλαια, όχι μακριά από τη λογική μιας συλλογής φιλμικών διηγημάτων, τα οποία αποτελούνται από τις «Έξι Ιστορίες περί Ηθικής», τις «Κωμωδίες και Γνωμικά» και τις «Ιστορίες Τεσσάρων Εποχών». Το έργο του αγκαλιάστηκε από τη γαλλική ιντελιγκέντσια κι από τη φεστιβαλική σκηνή, βρίσκοντας, όμως, κατά καιρούς κοινό τόπο με το γούστο ενός ευρύτερου κοινού.
Εσχάτως βλέπουμε τις ταινίες του να ζουν κατά κάποιο τρόπο μια δεύτερη ζωή στα social media, μέσω της κουλτούρας των memes. Ο Ρομέρ ίσως να είναι ο τελευταίος σκηνοθέτης που θα φανταζόσουν ότι θα έβρισκες σε (παρα)κινηματογραφικές σελίδες με ατάκες από ταινίες. Κι όμως, οι ατάκες από τις ταινίες του γίνονται ανάρπαστες, αποκτούν τη δική τους ανεξάρτητη από την ταινία ζωή, με τους περισσότερους χρήστες να αγνοούν την ταινία από την οποία προέρχονται, αλλά να τις επιδοκιμάζουν με τον ενθουσιώδη διαμοιρασμό τους. Ε, και συνήθως από αυτά κάτι μένει, κάποιος θα σκεφτεί να αναζητήσει και το φιλμ από όπου προήλθε το still που του έφερε τόσα likes.
Ο φακός του συμπίπτει με το βλέμμα ενός θαμώνα παραλίας που περνά ώρες ολόκληρες στην ξαπλώστρα, με τη διαστολή του χρόνου, την ελκυστική νωθρότητα και, φυσικά, την ηδονοβλεψία που αυτή η δραστηριότητα συνεπάγεται –ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες του που άγγιξαν μια πιο ευαίσθητη χορδή του σινεφίλ κοινού ήταν οι καλοκαιρινές. Ίσως γιατί οι νωχελικοί τους ρυθμοί και η γενικότερη ατμόσφαιρα ραθυμίας μπόρεσε να «μεταφράσει» κινηματογραφικά την αίσθηση της καλοκαιρινής ραστώνης. Ο φακός του συμπίπτει με το βλέμμα ενός θαμώνα παραλίας που περνά ώρες ολόκληρες στην ξαπλώστρα, με τη διαστολή του χρόνου, την ελκυστική νωθρότητα και, φυσικά, με την ηδονοβλεψία που αυτή η δραστηριότητα συνεπάγεται – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Επίσης, το καλοκαίρι εξυπηρετούσε πάντα αποτελεσματικότερα τη θεματολογία του. Τα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς απασχόλησαν σταθερά το σινεμά του και το καλοκαίρι είναι εκείνη η εποχή που τα πάθη διεγείρονται, οι επιθυμίες εντείνονται και οι τολμηρές αποφάσεις ευνοούνται – ενίοτε και συγχωρούνται.
Είτε λόγω της αυξημένης θερμοκρασίας, είτε λόγω της περιρρέουσας παρορμητικής ατμόσφαιρας, είτε λόγω και των δύο ταυτόχρονα, το καλοκαίρι θα πατηθούν όρκοι ζωής, φιλίες και σχέσεις θα χαλάσουν, νέοι έρωτες θα ξεκινήσουν, όλα χάρη σε μια στιγμιαία κίνηση θάρρους, σε έναν παραγκωνισμό των (όποιων) ενδιάθετων συστολών και αναστολών, που καμία άλλη εποχή δεν θα ευνοούσε.
Το Cinobo, η streaming πλατφόρμα που βάλθηκε να μας φέρει σε επαφή με το σινεμά που όλες οι υπόλοιπες πεισματικά αγνοούν, εξασφάλισε για φέτος το καλοκαίρι τις έξι καλοκαιρινές ιστορίες του Γάλλου δημιουργού, τις οποίες θα προσθέσει τμηματικά στον κατάλογό του μέσα στους επόμενους μήνες.
Η αρχή γίνεται στις 15 Ιουνίου, με τη διασημότερη εξ’ αυτών, το Γόνατο της Κλερ, την πέμπτη από τις έξι ηθικές ιστορίες στον σχετικό κύκλο ταινιών που αναφέραμε παραπάνω. Στην ταινία ένας άλλοτε αμετανόητος εργένης που ετοιμάζεται να παντρευτεί, αποκτά εμμονή με το «γόνατο» του τίτλου, που ανήκει στην ετεροθαλή αδελφή της κόρης της μισθώτριάς του.
Άφθονος οίνος, μετά συζήτησης περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, ρομαντικές βαρκάδες, φιλοτεχνία και, φυσικά, το γόνατο της Κλερ, το οποίο συμβολίζει την άπιαστη, ουτοπική ευτυχία, εκείνο το διαρκές κυνήγι μιας καλύτερης εκδοχής του εαυτού μας, ενός αποκτήματος που φαντασιωνόμαστε πως θα ολοκληρώσει την ύπαρξή μας, μα όταν γίνει δικό μας, σύντομα το αντικαθιστά κάτι άλλο.
Ακολουθεί η Πράσινη Αχτίδα στις 30 Ιουνίου. Στην ταινία μια ρομαντική γυναίκα, πρόσφατα χωρισμένη, απογοητευμένη από μια σειρά από ατυχείς ερωτικές περιπέτειες και παρατημένη από τη φιλενάδα της, αναζητά εξίσου ρομαντικό αρσενικό εν μέσω θέρους, μα βρίσκει γύρω της μόνο ανθρώπους που αναζητούν κάτι εφήμερο. Θα καταφέρει να δει μαζί με κάποιον την κατά Ιούλιο Βερν πράσινη ακτίνα του ηλιοβασιλέματος, εκείνο το σπάνιο φαινόμενο που προκαλείται λόγω της διάθλασης του φωτός και αποκαλύπτει τα συναισθήματα όσων το βλέπουν στα λίγα λεπτά που διαρκεί;
Αποτελεσματική, «κινηματογραφική» απόδοση της ανίας, φινάλε που λειτουργεί λίγο και σαν Rorschach test –αν είσαι ρομαντικός, θα δεις σε αυτό μια τρυφερή κατάληξη, αν όχι, την αρχή ενός ακόμα τέλους– και Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Τον Ιούλιο προστίθεται η άλλη δημοφιλής δημιουργία της συλλογής, η Πολίν στην Πλαζ (12/07). Στην ταινία η έφηβη Πολίν περνά τις διακοπές της σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Νορμανδίας μαζί με την ενήλικη ξαδέρφη της, παρατηρεί τους ενηλίκους να ερωτοτροπούν, να εξαπατούν και να εξαπατούνται, ενώ πέφτει και η ίδια στα δίχτυα του έρωτα.
Μέσω της ηρωίδας του ο Ρομέρ καταλήγει σε δύο συμπεράσματα, ότι ο έρωτας θα παραμένει για πάντα μια αφηρημένη έννοια, ανεξαρτήτως εμπειρίας, και ότι η ωριμότητα δεν τελεί απαραίτητα σε αναλογία με την ηλικία.
Στις 23 Ιουλίου μπαίνουμε στον Αστερισμό του Λέοντα, τόσο ζωδιακά, όσο και κινηματογραφικά, καθώς έτσι τιτλοφορείται το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του σκηνοθέτη, που ανεβαίνει στην πλατφόρμα την ίδια μέρα. Από τις έξι ταινίες του αφιερώματος, ο Αστερισμός διαφέρει περισσότερο, καθώς εντοπίζεται σ’ αυτόν το στοιχείο της ταξικότητας, το οποίο ελλείπει από μεταγενέστερες δημιουργίες του Ρομέρ, όπου ο μεγαλοαστισμός και η προνομιούχος αεργία παρατίθενται απενοχοποιημένα.
Στην ταινία νεαρός βιολονίστας, που ζει κυρίως μέσα από την καλοσύνη των άλλων, πληροφορείται ότι η πλούσια θεία του πεθαίνει και ετοιμάζει ένα μεγάλο πάρτι μέσω δανεικών, με «ενέχυρο» το δικαίωμα προσδοκίας που (νομίζει πως) έχει πάνω στην κληρονομιά.
Τον Αύγουστο, που το Cinobo μας «χρωστά» ακόμα δύο ταινίες του Ρομέρ, η αποπληρωμή ξεκινά με τη Συλλέκτρια (1966), η οποία μας μεταφέρει σε μια βίλα στο ειδυλλιακό Σαν Τροπέ. O τίτλος αναφέρεται στην Εϊντέ, μια σεξουαλικά υπερδραστήρια γυναίκα που «συλλέγει» εραστές, δραστηριότητα που θα προβληματίσει τους δύο αρσενικούς συγκατοίκους της και θα γεννήσει μια σειρά από συζητήσεις γύρω από την ηθική και τον έρωτα – σκεφτείτε ότι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας ήταν «Ας μιλήσουμε για το Σεξ».
Τα λόγια υποδεικνύουν το ένα, αλλά οι πράξεις εννοούν το άλλο, τα σώματα ιδρώνουν και καψαλίζονται από τον ήλιο, οι ψυχές των ηρώων καίγονται από τον πόθο και τη ζήλια και η ικανότητα του Ρομέρ να εντοπίζει δράμα σε εκείνο που άλλοι θα έβρισκαν αντιδραματικό, εδώ γνωρίζει την αποθέωσή της.
Ο κύκλος των καλοκαιρινών ταινιών του Ρομέρ κλείνει με τις Ιστορίες του Καλοκαιριού, ίσως την πιο προσβάσιμη ταινία του σκηνοθέτη. Ο Ρομέρ ακολουθεί ένα νεαρό μουσικό, τον οποίο υποδύεται ο Μελβίλ Πουπό, σε μια σειρά από ερωτικές περιπέτειες, εντάσσοντας ημιαυτοβιογραφικά στοιχεία στο μίγμα.
Ερωτισμός, προσμονή, αναμονή και ματαίωση, φιλοσοφικές τοποθετήσεις και ελαφρότητα αλά γαλλικά σε μια δροσιστική κομεντί, καμωμένη με τον τρόπο του Ρομέρ. Δηλαδή του ανθρώπου που απαθανάτισε όπως κανείς τη θερινή ραστώνη, την επιπολαιότητα, την ηδυπάθεια αλλά και την αγωνία για την πραγμάτωση του καλοκαιρινού ιδανικού.
Τα καλοκαίρια του Ρομέρ έχουν κάτι από τα καλύτερα καλοκαίρια μας κι αν δεν μας πιστεύετε, μπορείτε να το διαπιστώσετε φέτος μέσα από την πλατφόρμα του Cinobo. Είτε έχετε smart TV στο εξοχικό, είτε μείνατε στην πόλη, είτε πάτε διακοπές και είστε στο πλοίο, βλέποντας Cinobo offline, οι ταινίες του αφιερώματος στον Ερίκ Ρομέρ θα σας βάλουν αυτόματα σε summer mode…