Ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απηύθυνε έκκληση σήμερα για μια δυνατή κι ενοποιημένη Ευρώπη, πέντε ημέρες πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη της Βρετανίας στην ΕΕ.
Ο Σόιμπλε δεν αναφέρθηκε άμεσα στη Βρετανία, αλλά τόνισε ότι καμία χώρα στην Ευρώπη δε θα είναι ικανή ν' αντιμετωπίσει από μόνη της τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
“Η Ευρωπαϊκή μας Ένωση δεν είναι τέλεια,” αλλά παραμένει ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης προκλήσεων από τους κανονισμούς που διέπουν τις οικονομικές αγορές, μέχρι την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, παρατήρησε.
“Πρέπει να τη διατηρήσουμε και την ενδυναμώσουμε, όχι να την καταστρέψουμε,” πρόσθεσε ο Σόιμπλε στη διάρκεια τελετής στο Οικονομικό Ινστιτούτο του Κιέλου.
Την ίδια ώρα η γερμανική Die Welt γράφει σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι ο βορράς δεν μπορεί να είναι ο δάσκαλος της ΕΕ, αλλά ούτε και χρηματοδότης εκτιμώντας πως σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας, η ΕΕ θα διολισθήσει οριστικά προς την κατεύθυνση της «μεταβιβαστικής ένωσης» (δηλαδή της αυτόματης στήριξης των φτωχότερων και πιο αδύναμων από τα πλουσιότερα και ισχυρότερα μέλη της).
Η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή ή μη της Βρετανίας στην ΕΕ άρχισε και δεν είναι μόνο τα χρηματιστήρια νευρικά, σημειώνει η εφημερίδα. Ανησυχούν και οι γερμανικές επιχειρήσεις. Ο φόβος για το ενδεχόμενο να αποχωρήσει ένας ισχυρός εταίρος είναι μεγάλος. Ακόμα χειρότερες από τις αναταράξεις στις χρηματαγορές και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε στο εμπόριο και τις επενδύσεις θα ήταν για την Ευρώπη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες. Διότι οι πιθανότητες να βγει κάποτε η ΕΕ από τον οικονομικό της λήθαργο θα μειωνόταν τρομερά χωρίς τη βρετανική συμβολή στο ευρύτερο άνοιγμα στον κόσμο και στο φιλελεύθερο οικονομικό πνεύμα.
Το στρατόπεδο αυτών που πιστεύουν στο κράτος, στον προστατευτισμό και την μεταβιβαστική ένωση, απειλεί να κυριαρχήσει συντριπτικά. Χωρίς τους Βρετανούς, οι Γερμανοί και οι Βορειοευρωπαίοι ομοϊδεάτες τους δεν θα κατάφερναν να επιτύχουν ούτε καν τη μειοψηφία αρνησικυρίας (σ.σ. για το σχηματισμό της χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη που να αντιπροσωπεύουν άνω του 35% του πληθυσμού της ΕΕ), όπως επισημαίνει η φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης Open Europe.
Μετά το Brexit η ελπίδα ότι η ΕΕ θα μπορέσει στο ορατό μέλλον να επιστρέψει στην ανάπτυξη και να επιτύχει την σύνδεση με τις ΗΠΑ και τις ανερχόμενες χώρες της Ασία θα εξανεμιστεί δια παντός. Αλλά και οι μελλοντικές προοπτικές της Γερμανίας θα επιδεινωθούν σημαντικά, αφού υπάρχει ο φόβος ότι μετά το σοκ του Βrexit τα υπόλοιπα μέλη θα έρθουν πιο κοντά και θα μεταβιβάσουν περισσότερες εξουσίες στις Βρυξέλλες.
Ήδη εντός της ΕΕ υπάρχουν πολλές διαφορές. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι βόρειοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι αναπτύσσονται, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και κατευθύνονται προς την ψηφιοποίηση, επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, είναι υπέρ του ελευθέρου εμπορίου και έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της αγοράς. Από την άλλη οι νότιοι Ευρωπαίοι οι οποίοι βρίσκονται εδώ και έξι χρόνια σε συνθήκες κρίσης και το βουνό των χρεών τους αυξάνεται διαρκώς, ενώ συρρικνώνεται ταυτόχρονα συνεχώς ο βιομηχανικός τομέας.
Το χάσμα μεταξύ των δύο στρατοπέδων δεν μεγαλώνει μόνο από απόψεως οικονομικής δυναμικής. Τα χωρίζουν επίσης κόσμοι και στην εκτίμηση του ποιές οικονομικές συνταγές θα πρέπει να ακολουθηθούν στην προσπάθεια κατά της μιζέριας του χρέους. Όποιος είχε πιστέψει ότι η επιτυχία χωρών, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Δανία, θα έπειθε τα μεσογειακά κράτη και θα τους παρακινούσε να τους μιμηθούν, υπέπεσε σε πλάνη.
Ιδίως η Γερμανία δεν θεωρείται σε καμιά περίπτωση πρότυπο στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Αντίθετα, στη νότια Ευρώπη διαδίδεται ο μύθος ότι εδώ στη Γερμανία επικρατούν ανυπόφορες κοινωνικές συνθήκες μετά τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν. Τα γερμανικά συνδικάτα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης συντάσσονται ευχαρίστως με την άποψη ότι δήθεν καταρρέει η γερμανική μεσαία τάξη, ότι οι συνταξιούχοι φτωχοποιούνται και οι εργαζόμενοι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης.
Ακόμα και οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες δίνουν την εντύπωση ότι εν τω μεταξύ η Γερμανία έχει ένα τεράστιο έλλειμμα δικαιοσύνης ως συνέπεια της υπερβολικής δόσης σε νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Ο δε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πιέζεται υπερβολικά στο εσωτερικό και το εξωτερικό να εγκαταλείψει την πολιτική τού μηδενικού ελλείμματος και αντ΄ αυτής να ακολουθήσει την πολιτική της δημιουργίας χρεών. Να ακολουθήσει δηλαδή η Γερμανία το παράδειγμα της Γαλλίας και της Ιταλίας, και όχι το αντίθετο.
Στην πραγματικότητα, όμως, έλλειμμα δικαιοσύνης υπάρχει στις χώρες εκείνες οι οποίες υποθηκεύουν το μέλλον της νεολαίας τους εξαιτίας της έλλειψης βούλησης για μεταρρυθμίσεις, αναφέρει η γερμανική εφημερίδα. Στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία οι άνεργοι πληθαίνουν. Αν συνυπολογισθούν στους μακροχρόνια άνεργους και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα ή έχουν παραιτηθεί από την αναζήτηση εργασίας, τότε ένας στους πέντε είναι άνεργος στις χώρες που περνάνε κρίση.
Και στη Γαλλία, επίσης, η ρύθμιση της αγοράς εργασίας και ο υπερβολικός κατώτατος μισθός έχουν ως συνέπεια να μην βρίσκουν εργασία οι νέοι. Όπως όμως δείχνουν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, οι πολίτες δεν θέλουν μεταρρυθμίσεις, αλλά εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο παντοδύναμο κράτος.
Και επειδή η ίδια η Γαλλία είναι υπερχρεωμένη, επιδιώκει μαζί με τους Ιταλούς την ευρωπαϊκή ασφάλεια ανέργων. Δεν θέλουν τις μεταρρυθμιστικές ιδέες από το βορρά, αλλά μόνο τα λεφτά του.
Οι Βρετανοί θεωρούνται ως τροχοπέδη μιας περαιτέρω ευρωπαϊκής εμβάθυνσης. Το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες δεν ρυθμίζουν μόνον την αγορά αλλά και πολλούς άλλους τομείς, από το προσφυγικό μέχρι την τραπεζική ένωση με εγγύηση των καταθέσεων, δεν προβληματίζει μόνο του πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Και στη Γερμανία, ανάμεσα στον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος στήριζε τη στενή συνεργασία με την Ευρώπη, πληθαίνουν οι αμφιβολίες. Ο τραπεζικός κλάδος υποστηριζόμενος από τη μεσαία τάξη εναντιώνεται σφοδρά στο να φέρει ευθύνη για τα τραπεζικά ιδρύματα άλλων χωρών της ΕΕ. Η νομισματική πολιτική υψηλού ρίσκου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επικρίνεται σφοδρά από γερμανικές ασφαλιστικές και ταμιευτήρια ως αθέμιτη απαλλοτρίωση των καταθετών τους. Και οι εργοδότες δεν θεωρούν καθόλου καλή την ιδέα περί ευρωπαϊκής ασφάλειας για τους άνεργους.
Εν τω μεταξύ, ολοένα και περισσότερες γερμανικές οικογενειακές επιχειρήσεις υποπτεύονται ότι τα μειονεκτήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής σωτηρίας υπερτερούν των πλεονεκτημάτων της. Βέβαια η πολιτική του φτηνού χρήματος της ΕΚΤ διευκολύνει τις γερμανικές εξαγωγές, όμως αντίστροφα η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων σπρώχνει στα ύψη το κόστος των προβλεπομένων συντάξεων.
Εάν οι Βρετανοί αποχωρήσουν από την ΕΕ δεν θα έλθει η συντέλεια του κόσμου, αλλά για το φιλελεύθερο οικονομικό στρατόπεδο θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ. Εκνευρισμένοι θα μπορούσαν και άλλοι συνεισφέροντες, όπως λ.χ. η Φινλανδία ή η Ολλανδία, να ακολουθήσουν το βρετανικό παράδειγμα.
Λόγω της ευρωκόπωσης πολλών πολιτών, η ΕΕ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, χρειάζεται μια μεγάλη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις. Οι Βρυξέλλες παρεμβαίνουν σε πολλούς τομείς, οι οποίοι θα ήταν καλύτερα να παραμείνουν στην ευθύνη των κρατών. Ιδίως επειδή οι χώρες δεν συμφωνούν σε καμιά περίπτωση για το ποιός θα πρέπει να είναι ο βηματισμός. Ο βορράς δεν μπορεί να είναι ο δάσκαλος της νότιας Ευρώπης αλλά ούτε και ο χρηματοδότης της, καταλήγει η γερμανική εφημερίδα.