Νομοσχέδιο που θα προβλέπει τη δημιουργία Ειδικού Σώματος Αστυνομίας για τη φύλαξη δημόσιων προσώπων και ευπαθών στόχων, το οποίο θα εκπαιδεύεται συνεχώς ανακοίνωσε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.
Στη νέα νομοθετική ρύθμιση θα προβλέπεται ο μέγιστος αριθμός δικαιούχων φύλαξης και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως διευκρίνισε ο κ. Χρυσοχοίδης τονίζοντας ότι στις υπηρεσίες φύλαξης πρέπει να συμμετέχουν και ιδιωτικές εταιρείες.
Απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΚΙΝΑΛ, Γιώργου Καμίνη, με θέμα «πλήρης αδιαφάνεια στα ζητήματα φύλαξης και συνοδείας ευπαθών στόχων ο υπουργός διευκρίνισε ότι σε τρεις εβδομάδες θα αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία, με βάση τις ευρωπαϊκές καλές πρακτικές, που θα περιλαμβάνει, εκτός από το θέμα του σώματος φύλαξης, και θέματα εκπαίδευσης των αστυνομικών και γενικής αναδιοργάνωσης της Αστυνομίας και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Όπως υπογράμμισε: «Δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό, θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν νωρίτερα από εμάς. Το θέμα είναι απλό. Αφού η Αστυνομία δεν αρκεί και δεν πρέπει να αναλώνεται σε αυτό τον στόχο, χρειάζεται να προσφύγουμε στην αγορά , στις υπηρεσίες φύλαξης που παρέχουν ιδιωτικές εταιρείες».
Αναφερόμενος στα διακριτικά των αστυνομικών είπε ότι «θα έρθουν σε λίγες εβδομάδες», ενώ «οι κάμερες στο σύνολο της χώρας σε έναν χρόνο». Αναφερόμενος στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο είπε ότι είναι παλαιό (ΠΔ141/1991) «που, παρά τις κατά καιρούς βελτιώσεις, περιέχει ασάφειες και εξαιρέσεις, πού τότε έμοιαζαν λογικές αλλά σήμερα αφήνουν έδαφος για αστοχίες και χώρο σε "ποντικούς" του δημόσιου χώρου».
Για τα θέματα διαφάνειας που έθεσε ο κ. Καμίνης ο υπουργός σημείωσε ότι η κατανομή των επωφελούμενων είναι: 60% πολιτικοί, 30% λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι και ιδιώτες, 10% διπλωμάτες.
«Σε προστασία ιδιωτών διατίθεται μονοψήφιο ποσοστό του συνόλου των δυνάμεων και, ειδικότερα σε δημοσιογράφους-εκδότες, διατίθεται λιγότερο από το 2% του συνόλου των δυνάμεων, δηλαδή μερικές μικρές δεκάδες αστυνομικού προσωπικού» κατέληξε.